Το κατεργασμένο («πρεσαριστό») μαυράκι. Αβέβαιης ετυμολογίας.

Βλ. επίσης: σοκολάτα, τσόκο, μαρόκο, πλαστελίνη.

1.
Είχαν στην τσέπη καπιτσέδες. Διάταγμα κράτησης 8 ημερών εξέδωσε σήμερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον δυο αλλοδαπών, ενός 44χρονου και μιας 25χρονης, οι οποίοι συνελήφθηκαν για υπόθεση καλλιέργειας φυτών κάνναβης.

2.
Πρεσσαριστό: Ο καπιτσές, λεπτό τεμάχιο κατεργασμένου χασίς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη να γυρνάει, εννοείται «το τσιγάρο στην παρέα».

Από τις πιο κλασικές μπαφοκουβέντες, απευθύνεται σε άτομα που απ' τη χασισολογοδιάρροια, τη μαστούρα, ή απλά από κουτοπονηριά, κροκοδειλιάζουν, καβατζώνουν το τσιγάρο και δεν το περνάνε στον επόμενο, ως είθισται, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Η φράση είναι τόσο διαδομένη που θα την ακούσεις συχνά και μακριά από χασίσια, μεταφορικά, σε καταστάσεις που κάποιος διεκδικεί ετσιθελικά τη μερίδα του λέοντος.

  1. Μια φορά σταμάτησα την παράσταση γιατί κάποιος κάπνιζε μπάφο Του είπα- να γυρίζει φίλε - κι η παράσταση συνεχίστηκε κανονικά (από τουίτερ)

  2. «Να γυρνάει ρε να γυρνάει όχι όλο δικό σου είμαστε τόσοι εσύ το έσκασες». Μια τζούρα και το μυαλό σου έφυγε για μια στιγμή.. (από ιστολόι)

  3. Έλα να γυρίζει ρε φίλε να την ακούσουμε & εμεις (από τουίτερ)

  4. - Στην υγειά μου ...
    - Σού'χω πει να γυρνάει ρε παρτάκια.
    (από φόρουμ)

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προσπαθεί να την βγάλει τζάμπα, και κατ' επέκταση ο φτηνός, αλλά και ο ευτελούς ποιότητας.

  1. Καλά εσύ είσαι γνωστός τσάμπαμαν και καβατζόπουστ@ς . =ρ. Σε ότι διακοπές πας, τη βγάζεις με τράκα. (Εδώ)

  2. έχει ένα κομπρεσέρ με μεγάλες δυνατότητες σε τιμή τσάμπαμαν !!! (Εδώ).

  3. Δεν θέλω την τσάμπαμαν συσκευή που μου έφερες τράβα πάρε κάνα Samsung; (Εδώ).

Δες και -μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική τροπή του Γκαλάκτικος, που σημαίνει την τακτική να παίρνει μια αθλητική ομάδα πανάκριβους παίκτες σούπερσταρ έχοντας ως σκοπό κυρίως το γόητρο, τη διαφήμιση και την επίδειξη, και μόνο δευτερευόντως αγωνιστικούς λόγους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τακτικής αυτής υπήρξε η ποδοσφαιρική ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης, που κυρίως φέρει το όνομα Γκαλάκτικος, αυτή καθώς και οι υπεραστέρες της.

Στα καθ' ημάς, η συνήθεια δημοσιογαύρων να αποκαλούν την ομάδα του Ολυμπιακού ως Γκαλάκτικος, λόγω κάποιων εντυπωσιακών μεταγραφικών κινήσεων, όπως αυτή του Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα τουπίκλην Ριβάλντο, έφερε από το αιώνιο αντίπαλον πέος, τους οπαδούς του Παναθηναϊκού, το αποτέλεσμα να αποκαλείται ο Ολυμπιακός γελάκτικος , επειδή και καλά προκαλεί το γέλιο με τα καμώματα και τις αποτυχίες του, παρά τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου.

  1. Είναι να γελάει ο κόσμος μαζί σας. Καλά σας κάνουν και σας γράφουν ΓΕΛΑΚΤΙΚΟΣ... Από μια ομάδα η οποία είναι στα πρόθυρα να διαλυθεί και με αέρα απο τις 14 νεές μεταγραφές, πετώντας φωτιές σε όλες τις γραμμές του γηπέδου πέσατε πάνω στα παλικάρια του Ηρακλή και σας έκαναν τέτοιο κλίσμα που δεν είχατε ξανα δεί στην ζωή σας! (Εδώ).

  2. Γελούν από τώρα στο “Εmirates” με τους… Γελάκτικος! Το κράξιμο του σκάουτερ της Άρσεναλ για τα όσα αντίκρισε στο ματς των λιμανίσιων με τον Εργοτέλη, δεν είχε προηγούμενο! (Εδώ).

  3. Τη (Μ)παρτσα(κλή) της Ελλάδας, aka Γελάκτικος, που τους έκαμε γαύρο μπουρδέ(λ)το η αντί προτελευταία Μπανανία (του μπανανά). (Εδώ).

  4. Ο λούτσος ήταν μεγάλος, πολύ μεγάλος για τους γελάκτικος που για ακόμα μια φορά προσέφεραν στιγμές άφθονου γέλιου ανά την Ευρώπη. (Εδώ).

(από Khan, 09/07/13)(από Khan, 09/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο με πρόσωπο, ενώπιον, μπροστά, ακριβώς απέναντι, φάτσα κάρτα, καρσί.

Νεόκοπη σχετικά φράση (ενδεικτικά, στο γκουγκλ χτυπάει απ' το 2006 και μετά), που αν και υπονοεί «τόσο κοντά ώστε να φτάνεις να στράψεις και χαστούκι», λέγεται βέβαια και μεταφορικά, χωρίς απαραίτητα να αφορά πρόσωπα, ούτε και να προϋποθέτει σωματική εγγύτητα (βλέπε παράδειγμα 4).

  1. Tο τζιπ σταματά και η σκρόφα με την παραλλαγή προσπερνά αεράτη και με ψαρωτικό ύφος τον θαλαμοφύλακα και βρίσκεται φάτσα μπάτσα με 6-7 μαλαπέρδες [...] «Eλάτε ρε παιδιά, μαζευτείτε, γυναίκα μπήκε στο θάλαμο» φώναξε έκπληκτη και μάλλον ήταν ότι καλύτερο της είχε συμβεί απο την εποχή που έβγαλε τρίχες στο πράμα της. (από εδώ)

  2. “Φασιστoειδές” εναντίον “πολιτικού πτώματος” αυτές τις προσφωνήσεις αντάλλαξαν Αντιδήμαρχος Δ. Δέδες (Μίτε) και Βουλευτής Χρυσής Αυγής Στάθης Μπούκουρας. Μετά όμως ο Μίτε άφησε υπονοούμενα και για τον Γ. Γκιώνη που του απάντησε πως ότι έχει να του πει να του το πει φάτσα μπάτσα. (από ιστολόι)

  3. Κατεβήκαμε στο τέρμα της γραμμής μες στην τρελή χαρά,ούτε σε εκδρομή να ήμασταν χαχαχα! Φάτσα μπάτσα με το μπουρδέλο,ούτε ντροπή ούτε ενδοιασμοί...βουουρ στον πατσά. (από φέισμπουκ)

  4. Σκέψου π.χ. να πηγαίνεις στο λιμάνι της καρντασούπολης να πάρεις το καράβι για Σκιάθο. Βλέπεις τον πολύ τον κόσμο να πηγαίνει στο ωραίο καράβι, μπαίνεις κι εσύ σαν καλό κορίτσι, και βρίσκεσαι φάτσα-μπάτσα με τη Λέσβο. (από ιστολόι)

  5. Μπορείτε όμως να φανταστείτε πώς ένιωσα όταν ήρθα φάτσα-μπάτσα με τον Άγιο Βασίλη το Σάββατο το πρωί, ντυμένη με αμάνικο μπλουζάκι και πέδιλα!! (από ιστολόι)

Φάτσα με φάτσα: φάτσα κάρτα, φάτσα μπάτσα, φάτσα παρτίδα, φάτσα φιγούρα, φάτσα φόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βάζω κάτι στο ψυγείο.

  2. Βάζω κάποιον «στον πάγο», δηλ. προσωρινά τον αχρηστεύω.

Εντελώς τελείως φρέσκος νεολογισμός και, κττμγ, εξαιρετικά πρακτικός από γλωσσολογικής πλευράς.

  1. Πάρ' τα αυτά, ψυγείωσέ τα, και έλα μετά να με βοηθήσεις να μεταφέρουμε τα υπόλοιπα που είναι για την αποθήκη.

  2. Εφτιαξα τιραμισού... εγώ που ήξερα, είδα το λάθος του φιλαδέλφεια.
    Ψυγειώνω το μισού και ξενικώ το χοιρινό. Βάζω φούρνο, τσατάρω να μην κοιμηθώ όρθια και πιφ, πέρασε η ώρα, ξεραίνομαι που θάλεγε η Ζαμπετά.
    από εδώ

  3. Στην Ίντερ έχει Κρέσπο, Αντριάνο, Ιμπρα, Κρουζ και Σουάζο και έδιωξε τον έναν και ψυγείωσε τον άλλον για να παίζει με 1 επιθετικό επειδή έτσι ...
    (από εδώ -το ολοκληρωμένο κείμενο μπορεί να το δει όποιος γραφτεί στο φόρουμ, εγώ δεν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.

  1. Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).

  2. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).

  3. -Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).

  4. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).

  5. Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικευμένος αργκοτικός σχηματισμός της ενεργητικής στιγμιαίας προστακτικής.

Αναλυσούλα

Καταρχήν, τα ρήματα βήτα συζυγίας, σε -άω/ δηλαδή, σχηματίζουν τυπικά τη στιγμιαία τους προστακτική σε καταλήξεις που έχουν κλασικά κάτι απο σίγμα: γαμάω > γάμησέ τον, βαράω > βάρεσέ τον, ρουφάω > ρούφηξέ τον και λοιπά. Όπως είπαμε κι' εκεί όμως, στην αργκό και καθομιλουμένη είναι η συνεχής προστακτική τους που χρησιμοποιείται κατακόρον με στιγμιαία σημασία: γάμα τον, βάρα τον, ρούφα τον και λοιπά.

Στην άλφα συζυγία τώρα, κάποιες φορές η προστακτική αυτή δικαιολογείται από παράλληλο αργκοτικό, λαϊκό ή και διαλεκτικό τύπο του ρήματος, που το μετατρέπει από άλφα σε βήτα συζυγία (που είναι κι' αυτό αξιόλογο φαινόμενο, αλλά άλλη φορά): σφυρίζω > σφυράω > σφύρα τον (αντί σφύριξέ τον), διαλύω > διαλάω > διάλα τον (αντί διάλυσέ τον). Μεγάλο ατού του σχηματισμού, όπως φαίνεται καθαρά εδώ, είναι ότι προκύπτουν λιγοσύλλαβες λέξεις, που θα 'λεγα ότι τείνουν να προτιμιούνται σε γρήγορη ομιλία.

Υπάρχουν πάντως πάμπολλα παραδείγματα τέτοιων προστακτικών που δε βασίζονται σε παράλληλο τύπο βήτα συζυγίας, μεταξύ των οποίων και τα πασίγνωστα φεύγα (αντί φύγε), έμπα/έβγα (αντί μπες/βγες) και άλλα (δες και παραδείγματα). Εδώ είναι που βλέπει κανείς ότι μάλλον πρόκειται για περιπτώσεις συμμόρφωσης στον πολύ εδραιωμένο σχηματισμό της βήτα συζυγίας, που παίρνει αμπάριζα ό,τι βρίσκει στο διάβα του.

Και δυο παρατηρήσεις

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχηματισμός κάποιες φορές υποστηρίζεται απ' τ' ότι τα ηχητικά ινδάλματα που προκύπτουν είναι ήδη γνωστά ως θηλυκά ουσιαστικά (που μπορεί να προκύπτουν και απ' τη χρήση της αργκοτικής κατάληξης ουσιαστικού ): απλώνω > η άπλα > άπλα τον (αντί άπλωσέ τον), γιουχάρω > η γιούχα > γιούχα τον (αντί γιούχαρέ τον), προσβάλλω > η προσβόλα (αντί η προσβολή) > προσβόλα τον (αντί πρόσβαλέ τον), και λοιπά.

Απ' την άλλη όμως υπάρχει και η αντίστροφη επίδραση, η προστακτική σε να σχηματίζει ουσιαστικά (πάλι σε ), είτε ως απαρεμφατική προστακτική: μπαίνω > έμπα > το έμπα, ή αλλιώς: φεύγω > φεύγα > ο φεύγα, σαλτάρω > σάλτα > η σάλτα.

Ακόμη, να θυμίσουμε και συγκεκριμένα παραινετικά και προτρεπτικά επιφωνήματα των ελληνικών, όπως άιντα, γιάλα, γιούργια, τα οποία σε κατάλληλα συμφραζόμενα κάλλιστα μπορούν να υποστηρίξουν το σχηματισμό, με βάση το λεγόμενο νόμο της αναλογίας.

  1. Ωραίο βγαίνει, για συνέχα, για συνέχα! (από φόρουμ)

  2. Τσάκα την τσαπού.

  3. Αρπα το γκολ από τον Καρντόσο, που σας έκανε ό,τι ήθελε στο κέντρο, και μετά τρέχα. (από ιστολόι)

  4. - Δεν το περίμενα να γράψω ολόκληρο σεντόνι για τη φράουλα… αλλά είναι να μην κάνεις το πρώτο το ρημάδι το κλικ
    - [...] άπλα το σεντόνι σου, παρηγορία τώ ‘χουμε
    (σχόλια στον κυρ-Σαράντ)

  5. Nikolis L.: ειδικό για «ανισόρροπους»......ya know............... Nikats: @Νamemate ......i missed your point pal! ....;;
    Nikolis L.: Namemate........θα στο ζωγραφίσω
    Nikats: Aντε ωρέ...ζωγράφα το!
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέλος ή οπαδός της ομάδας του Άρη. Συγγενές σημασιολογικά στον κύριο (μειωτικό) χαρακτηρισμό τους που είναι σκουλήκια.

  1. Φαλακρη καμπια. Ολοι ξερουμε τις μαλακιες και το κομπλεξ του για τον Αρη. (Από το Φέισμπουκ).

  2. σκουληκια ησασταν και καμπιες θα μεινετε (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. «Μια υποθετική τοπολογική ιδιότητα του χωροχρόνου που σχηματίζει ένα τούνελ που συνδέει δύο απομακρυσμένα σημεία του. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα «κόψιμο δρόμου» δια μέσου του χωροχρόνου» (δες εδώ και εδώ για περισσότερα). Πας δηλαδή στο εξοχικό σου στη Λούτσα, κι άμα είσαι τυχερός να πέσεις πάνω σε σκουληκότρυπα, βρίσκεσαι αίφνης στην επιφάνεια του πλανήτη Άρη.

  2. Και μιλώντας για Άρη, σκουληκότρυπα ονομάζεται το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου λόγω του ότι οι οπαδοί και μέλη της ομάδας του Άρη (σκουληκι-άρη) αποκαλούνται σκουλήκια. Σχετικά συνώνυμα για το γήπεδο: σκουληκοφωλιά, σάπιο μήλο (ή σκέτο μήλο), αλλά και νταχάου

  1. α. Ταξίδια στον χώρο και τον χρόνο μέσω σκουληκότρυπας. (Εδώ).

β. Διαστημική σκουληκότρυπα-εξπρές. Μελέτη Eλληνίδας ερευνήτριας εξετάζει τη δυνατότητα ταξιδιών στο σύμπαν μέσα από χωροχρονικά τούνελ. (Εδώ).

  1. α. Ε ρε το χαριλάου μεγάλη έδρα! ... Έκανα το χειρότερό μου ματς στη σκουληκότρυπα και οι αρειανοί το καλύτερό τους και με νίκησαν. (Εδώ).

β. Δεν το φοβηθήκαμε το ματς. Αυτό θα έλειπε δηλαδή, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ είμαστε! Και όταν βρεθήκαμε πίσω
δείξαμε χαρακτήρα και... πάθος, ώστε να γυρίσουμε το ματς και να φύγουμε από την σκουληκότρυπα όπως
πρέπει. Νικητές! (Εδώ).

γ. το ματς το πήγε στο Χ ο Novito που ήθελε πρόκριση στην σκουληκότρυπα. (Εδώ).

(από Khan, 09/07/13)Το γήπεδο Χαριλάου άκα σκουληκότρυπα (από Khan, 09/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified