Πακιστανός, Μπαγκλαντεσιανός, Ινδός και λοιποί.

Το επίθετο «πράσινος» προέρχεται από το γεγονός ότι οι παραπάνω φαίνονται φαιοπράσινοι υπό υπεριώδες φως (black light) σε νυχτερινά κέντρα.

Ο χαρακτηρισμός πιθανολογείται να προέρχεται από Έλληνες που ζουν / σπουδάζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

- Κώστα, έχεις πάει στο νεό κλαμπάκι που άνοιξε στη George str; - Άσε φίλε, και μη μπεις στον κόπο, παίζει πολύ πρασινιά μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιγά-σιγά, άραξε!

Μας μεταλαμπαδεύτηκε από την φίλη και σύμμαχο και γείτονα Οθωμανία, πρώτα μέσω τση προσφυγιάς και εν συνεχεία μέσω κολλημένων-στο-μπανιστήρ-ντουλάπ μαμάδων χρυσαυγιτώνε κι όχι μόνον.

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά. Αντώνυμο: τσαμπούκ-τσαμπούκ (εκ του çabuk, γρήγορα). Μέλι να Φανή αν θα καθιερωθεί από την σλαγκολογιά και το καραχειροκροτηθέν Ερντογκανικό τσιτάτο καζάν-καζάν (ελληνιστί: γουίν-γουίν).

1. Γιαβάς - γιαβάς το Κτηματολόγιο

2.
♫ Γκελ γκελ Καϊξή
γιαβάς γιαβάς
Μεσ’της Πόλης τ’ακρογιάλι
μέσ’τη σιγαλιά
μεσ’του Χαρεμιού τη Λίμνη
γκέλ γκέλ Καιξή ♫
(Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης)

3. «Το ’να μου φωνάζει ‘‘γιες’’/ τ’ άλλο μου φωνάζει ‘‘για’’/ τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά», λέει ένα πασίγνωστο μετακατοχικού τραγουδάκι. Σήμερα, τα παιδάκια μας λένε «σόρι» και «θενκ γιου», αλλά και «ταμάμ» και «γιαβάς γιαβάς», καθώς η τηλεόραση παραδίδει μαθήματα τουρκικής άνευ διδασκάλου.

Καζάν-καζάν (από σφυρίζων, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη δημοσιογραφική ορολογία είναι το κείμενο το οποίο έχει πολύ μεγάλες σε έκταση παραγράφους, μεγάλες προτάσεις, στερείται μεσότιτλους και γενικά διαθέτει όλα αυτά τα στοιχεία που αποτρέπουν έναν αναγνώστη από το να το διαβάσει.

Τι πιλάφι είναι αυτό που μου 'στειλες; Δε σας μάθανε τίποτα στη σχολή; Πάρτο πίσω και στείλτο πάλι χωρισμένο τουλάχιστον σε παραγράφους.

βλ. σχετικό: σαλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον δυο μεγάλες κατηγορίες πλασέ:

  • Ένα καλοζυγισμένο και όχι ιδιαίτερα δυνατό σουτ με το οποίο ο παίχτης «πλασάρει» την μπάλα (συνήθως με το εσωτερικό του ποδιού) όπου ή σε όποιον θέλει.. Εκ του γαλατικού placer, τοποθετώ («une balle bien placée»). Παίζει και στο βόλεϊ.
  • Στο γλωσσάρι των αλογομούρηδων, ιπποδρομιακό στοίχημα ότι το άλογο στο οποίο ποντάρουμε θα τερματίσει σε μια από τις δύο πρώτες θέσεις. Πάλι, εκ του γαλατικού placer (αγγλικανιστί: each-way).

1. Απέκρουσε με ανάποδο ψαλιδάκι το πλασέ του Μέσι

2.
♫ Τον τζόκεϊ με το άλογο
βοήθα Παναγιά μου
για να μην έρθουνε πλασέ, ναι πλασέ
και χάσω τα λεφτά μου, στον ιππόδρομο ♫
(Γιώργος Μητσάκης)

Πλασέ μεγάλου παίχτου (από σφυρίζων, 03/04/13)Αλογομούρικο πλασέ (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική σλανγκιά για είδος αριστοτεχνικού σουτ ή πλασέ που περνάει πάνω από παίχτες και καταλήγει ακριβώς εκεί που θέλει ο μάστορας. Σλανγκίζεται κι ως σκαφτό, λόμπα, καντήλι και —στην υπέρτατα καγκουριάρικη μορφή του— λαμπρέτα.

Φυστικά παίζει και σε άλλα αθλήματα (μπάσκετ, μπιλιάρδο, κ.ά.)

1. Ψηλοκρεμαστό από τη σέντρα!!! Τα είδε όλα ο γκολκίπερ!

2. Το ψηλοκρεμαστό τακουνάκι του Ενγκμπακότο

Ψηλοκρεμαστός και με την κακή έννοια (από σφυρίζων, 03/04/13)Ψηλοκρεμαστή βάζει φωτιά στην Λεωφόρο. (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:

  • Στη μπάλα: είδος περίτεχνου ψηλοκρεμαστού σουτ από μικρή απόσταση: ο παίχτης κλωτσάει την μπάλα από πολύ χαμηλά, ωσάν να «σκάβει» το χόρτο.
  • Στο μπιλιάρδο: είδος πικέ όπου ο παίχτης χτυπά την μπίλια κάθετα με τη στέκα έτσι ώστε να εκσφενδονιστεί πάνω από τις μπίλιες του αντιπάλου με (συχνά) παράπλευρο θύμα την τσόχα (ασίστ: johnblack, βλ. παράδειγμα 2).
  • Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).

    Αατα.

1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.

2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.

3. - Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίο ελληνικό ρήμα. Σημασία: Χώνω το δόρυ μου στο σώμα του εχθρού (ρήμα που χρησιμοποιείτο στην περιγραφή μαχών). Ομόρριζο: καυλί.

(Λεξικο αρχαίων ελληνικών ρημάτων Αναγνωστόπουλου)

Καύλισεν εχθρόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο της γνωστής σε όλους σουλφαμιδόσκονης. Προέκυψε ύστερα από ανάγκη για εύρεση λύσης σε κάθε καθημερινό πρόβλημα. Κυκλοφορεί σε σκόνη, προσεχώς και σε υπόθετα για άμεση χορήγηση...

- Μαλάκα... δεν την παλεύω...
- Βάλε λίγη σουφραμιδόσκονη...

(από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά για άκομψο πλην δυνατό σουτ με την «μύτη» του παπουτσιού και όποιον πάρει ο Χάρος.

Βλ. επίσης: ξερό, μύτο, τσαρούχι, καραβολίδα, κ.ά.

1. Το αποτέλεσμα του πρώτου αγώνα είναι μαγική εικόνα με τη Ντιναμό να χάνει πέναλτι και απίθανες ευκαιρίες και τη Μπορντο να σκοράρει με ένα ξερόμυτο από του διαόλου τον πατέρα και υπο γωνία 130 μοιρών.

2. ΞΕΚΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΤΗΝ ΑΜΥΝΑ ΜΕ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ SLALOM ΕΦΤΑΣΕ ΕΥΚΟΛΑ ΕΞΩ ΑΠΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΛΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΞΕΡΟΜΥΤΟ ΚΑΡΦΩΣΕ ΤΗ ΜΠΑΛΑ ΣΤΟ «ΓΑΜΑ» ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ 3-2.

3.
Εμεις το ειχαμε παει και ενα επιπεδο παραπερα με το κωλομπουμι,που ηταν το πολυ δυνατο μπουμ. :lol: Κλασσικη ατακα παντως το «δε μετραει ηταν μπουμι,μυτο,ξερομυτο» κτλ,μετα ο αλλος ελεγε

- ισα που την αγγιξα ρε μλκ
- τι λες ρε κοντεψες να μου σπασεις το χερι
- αντε βρε φλωρε απο ζαχαρη εισαι;
- ποιον ειπες φλωρο

και τοτε αρχιζε το ξυλο. :thumpsup:

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά για πολύ κλειστό αμυντικό παιχνίδι: όταν μια ομάδα παίζει στο μισό γήπεδο, το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα διεξάγεται στο δικό της μισό τού γηπέδου - συνήθως επειδή η άλλη ομάδα γαμεί.

Η έκφραση έχει παρεισφρήσει και εκτός γηπέδου, περιγράφοντας κάθε λογής ανταγωνιστική ασυμμετρία.

Βλ. επίσης: γέρνει το γήπεδο, κατηφορικό γήπεδο.

1. Ρότσα: «Ο Παναθηναϊκός δεν μπορεί να παίζει στο μισό γήπεδο αμυντικά»

2. Στο μυαλό μας τώρα βρίσκεται η Καντού. Είναι ομάδα που παίζει με στρατηγική στην άμυνα και στην επίθεση. Στην επίθεση είναι περισσότερο ομάδα του μισού γηπέδου,δεν κυνηγά πολύ τον πρωτεύοντα αιφνιδιασμό. Ο προπονητής θέλει να έχει τον έλεγχο και παίζει περισσότερο στο μισό γήπεδο, χρησιμοποιώντας πολύ το πικ εντ ρολ.

3. Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά παίζεται στο μισό γήπεδο.

4. Ο Σωκράτης Κόκκαλης παίζει στο… μισό γήπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified