Όταν έχεις διαύγεια εγκεφάλου, σκέψης και πράξεων έχεις «Σώας τας φρένας» και είσαι ωραίος, εν τοιαύτη περιπτώσει. Το φρόας τας σένας είναι σλανγκιά, αναγραμματισμένο και φρέσκο.

- Θα τα γαμήσω όλα... θα μου πει εμένα ότι δεν ξέρω μπιλιάρδο...
κάτσε και θα δεις τώρα..
- Ωωωω, πρρρρρ.. σαλάχατα!! Ωρε ζαγάρι, δε πας καλά εσύ... μάλλον δεν έχεις φρώας τας σένας!!!

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, μουνάς, γελάκι, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο έννοιες:

  • Το λέμε για να αποτρέψουμε τον συνομιλητή μας από το να κάνει κάτι, γιατί κάτι δυσάρεστο θα του συμβεί, ή θα του κάνουμε εμείς.
  • Εισάγει δευτερεύουσα πρόταση, με την έννοια «για την περίπτωση που».

Η αρχική (μη slang) διατύπωση: μην τυχόν και.

  1. - Μην και του πεις για τη Μαρία, θα σου κλαίγεται όλο το βράδυ!
    - Μην και μάθω ότι μπεκροπίνατε, θα σας πάρει και θα σας σηκώσει!
  2. - Μια βδομάδα τώρα δεν τρώω σκόρδο και κρεμμύδι, μην και μου προτείνει η Σόφη να βγούμε...
    - Πάρε μαζί σου νερό μην και διψάσετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των:

  • Άντε και γα-μπιπ -- όταν δεν θέλουμε να εκστομίσουμε το β' συνθετικό. Μερικές φορές το λέμε μονολογώντας, όταν κάνουμε μια ζημιά ή όταν χτυπάμε.
  • «Έστω ότι» ή του «ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι» αλλά με πιο στενό εύρος χρήσης: χρησιμοποιείται για να αποθαρρύνει τον συνομιλητή μας από μια ιδέα του, λέγοντάς του ότι ακόμα και αν την εφαρμόσει, το αποτέλεσμα δεν θα είναι το επιθυμητό.
  1. (Κουβαλάω μια στίβα πιάτα)
    Κραααααααας!
    - Ε άντε και!

  2. - Άντε και ξεκινάμε δωδεκάμισι από Κηφισιά για Γλυφάδα. Πού ξέρουμε ότι θα βρούμε τραπέζι; Σάββατο είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάω και ολοκληρώνω μια ενέργεια ή διαδικασία.

  1. Μισό λεπτό να ρίξω ένα χέσιμο.

  2. Ρίξτου ένα φορμάτ και καθάρισες.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά για το προσφιλές σε όλους μας μουνί.

Για τους πιο ρομαντικούς, παραπέμπει σε χνουδωτά λούτρινα γούτσου-γούτσου προβατάκια. Για τους πιο βιτσιόζους, σε ένοχες απολαύσεις με το κατσικίδιο.

Clopyright Ironick, στην οποία και αφιερούται.

- χεχε! άρα δηλαδή λοιπόν, η δεκαετία αυτή [80ζ] όχι μόνο άφησε το βάρος της πάνω σε όσους την διένυσαν, αλλά και σε όσους την έζησαν πιτσιρίκια... καλά, γλίτωσες πολλά παρ' όλ' αυτά! γλίτωσες τη βάτα βρε παιδάκι μου, λίγο τό'χεις; γλίτωσες το αξύριστο αμνί, γλίτωσες πράμα... (Ironick, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξυπηρετώ κάποιον φίλο/γνωστό σε κάτι που καίγεται και για μένα είναι ευκολάκι.

Συμβαίνει άλλοτε εντελώς τυχαία και άλλοτε ύστερα από ερώτηση / αναζήτηση του ενδιαφερόμενου. Τις περισσότερες φορές η θεόσταλτη λύση έρχεται όταν ο ταλαίπωρος φίλος μας έχει απελπιστεί να ψάχνει εδώ κι εκεί, και ενώ μας λέει το πόνο του, ξαφνικά του παρουσιάζουμε τη λύση στο πιάτο και μάλιστα πολλές φορές χωρίς να πληρώσει. Όλα τα λεφτά η έκφραση «παγωτό» του φίλου!

  1. - Άσ'τα μάστρο-Νίκο, έμεινε το αμάξι από σασμάν και το χρειάζομαι. Και ανταλλακτικό δεν υπάρχει πουθενά!
    - Τυχερός είσαι, τράκαρε ο γείτονας και μου έδωσε το αμάξι για παλιοσίδερα! Και το σασμάν είναι άψογο! Τώρα θα σε κάνω μάγκα! και τζαμπέ μάλιστα!

  2. - Πάλι κόλλησε το ρημάδι το πισί... δεν έχει αρκετή ram και ψιλοκολλάει..
    - Πάνω στην ώρα... έλα σπίτι και πάρε μία που έχω μιας και πήρα άλλο. Θα τη κουμπώσουμε σε χρόνο μηδέν πάνω, να σε φτιάξω μάγκα.

(από Vrastaman, 17/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πανί χαρακτηρίζεται το πρόσωπο που είναι δόλιο Μπαμπέσης κουτσομπόλης και γενικά ανακατωσούρας. Μάλλον είναι η Πατρινή έκφραση (εκεί την πρωτάκουσα) για το άτομο το χαρακτηρισθέν ως μουνόπανο.

- Τι έγινε και είσαι τόσο χάλια;
- Τσακώθηκα με τη Σούλα, άστα...
- Θα της έβαλε πάλι λόγια ο γείτονας, είναι μεγάλο πανί...

- Χτες ο Τάκης ήταν με τη Καίτη στα ψηλαλώνια (Πάτρα)
- Σώπα ρε! της την έπεσε ακόμα δε χώρισε με το Κώστα;
- Ναι σου λέω γύρευε τι θα της είπε...ξέρει τι πανί είναι αυτός;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.

  • Ο κατά μίαν έννοια καταφερτζής, ο ξύπνιος και επίμονος που τελικά κάνει αυτό που θέλει ακόμα και πάνω από τις δυνάμεις του και είναι και το σωστό/κοινωνικά αποδεκτό.
  • Ο ντόμπρος, τίμιος και μπεσαλής άντρας ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!

- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!

- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι τα ανώμαλα ρήματα που, όταν περιτριγυρίζεσαι από αυτά μπορείς να πάθεις μέχρι και κατάθλιψη.

Με λίγα λόγια, μεταφορικά τα ανώμαλα ρήματα είναι κάποιοι γύρω μας που μας δημιουργούν προβλήματα, είτε στον εργασιακό μας χώρο, είτε στον κοινωνικό μας περίγυρο.

Από το γνωστό «ου μπλέξεις», το οποίο έχει εμπλουτισθεί και καταδεικνύει την κακότητα κάποιων ατόμων οι οποίοι έχουν βαλθεί να μας κάνουν άνω κάτω τη ζωή.

Αν είσαι γιατρός, η δάσκαλος, σεβάσμιος (σεβάσμιος όμως!! δηλαδή έχεις κερδίσει τον σεβασμό των γύρω σου) δεν μπορείς να εκφρασθείς διαφορετικά, δηλ. σε κάποια συζήτηση δεν σου επιτρέπεται να πεις: «τον γαμημένο»... «τον πουσταρά» κτλ, κι έτσι τους αποκαλείς «ανώμαλα ρήματα» (είναι ανώμαλοι στη ψυχή και στο σώμα δηλαδή).

  1. Ο ορισμός αυτός αναφέρεται στη μάθηση: τα παιδάκια 1η και 2α γυμνασίου δυσκολεύονται λίγο με τη γραμματική και τα ανώμαλα ρήματα, που στον μέλλοντα τονίζονται στην πρώτη.

Πάσα: Alex

  1. Μαμά Λάκη: - Λαλάκηηηη, διάβασε παιδί μου τη γραμματική σου!
    Λάκης: - Άσε με ρε μάνα, ουφ... ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα...

  2. - Καλώς τον μυστήριο, πού 'σαι εσύ ρε κακομοίρη... Εγώ χθες Κυριακή είχα έρθει εδώ και δούλευα, γαμώ το μπελά μου... (παραμύθι του κύριου μαλάκα, έτσι για να κάνει πλάκα).
    - Ρε Στάθη τι σου λέει αυτός, χαχα!
    - Τι να πει κι αυτός! Άσε ρε Μήτσο... ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα...

βλ. και ανώμαλο ρήμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified