Έλλειψη διάθεσης για συνεργασία, σύμπραξη, αποδοχή βοήθειας.

Δίνει την εικόνα κάποιου που ενώ πρέπει να ανέβει τον ανήφορο είναι γυρισμένος αντίθετα, δηλαδή γυρίζει την πλάτη στο πρόβλημα, δεν έχει διάθεση για εξεύρεση λύσης.

- Γιατί δε μιλάτε με τον αδερφό σου να τα βρείτε;
- Άσε με μωρέ με το μαλάκα όλη την ώρα με τον κώλο στον ανήφορο είναι!

- Ρε συ άντε να βοηθήσεις τη Σούλα να τελειώνετε...
- Τι να τη βοηθήσω; Όσο και να θέλω άμα είναι με τον κώλο στον ανήφορο δεν γίνεται τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).

- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;

Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκιστί: της πουτάνας το κάγκελο.

-Γάμησέ τα. Χθες στο πάρτυ έγινε της επί χρήμασι εκδιδόμενης το κιγκλίδωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκ του πέρασα ΚΤΕΟ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από γυναίκες και από gay. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι γαμήθηκε μια χρονική περίοδο.

Λόλα: - Βγήκες τελικά με το παιδί που σου σύστησα;
Λίλη: - Ναι. Και με πέρασε ΠΕΟ μάλιστα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι οι επιδόσεις με μια γυναίκα στο κρεβάτι είναι εξαιρετικές.

Μάνος: - Πώς τα πήγες με την Άννα δικέ μου;
Κώστας: - Φίλε, χθες την ξέσκισα την καριόλα... Έγινε παρακαύλωμα του πυρός!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμοι όροι: το κωλάδικο, το μπουρδέλο.

- Μαλάκα πήγα σε μια κωλαντερί χθες... όλα τα λεφτά δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να ξεκωλιάσεις μια γκόμενα και είσαι μεθυσμένος, με αποτέλεσμα να κάνεις αυτή την επισήμανση.

Γεωργία: - Αχ σκίσε μου το κωλάντερο Δημήτρη!!
Δημήτρης: - Έχω πιει τόσο που ή στραβή είναι η πούτσα μου ή στραβός ο κώλος σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουρούνι αλλά με γερμανική προφορά του πέους. Χρήσιμη λεξούλα υπαινιγμός, ο για-τον-οποίο-λέγεται υπονοείται ότι την έχει δει ψιλοεσές βασανιστής κιέτσ' αλλά μάλλον τελικά, αντί να μας ψήσει για τη σκληρότητά του, καταφέρνει να γίνει ψιλογελοίος. Παραπομπή σε κάτι ελληνικές ταινίες για το έπος του σαράντα, με Πρέκα ή χωρίς, όπου ο ελληνομαθής γερμαναράς απευθύνεται υβριστικά στον ασυμβίβαστο ήρωα, ράους και γιαβόλ μάιν κομαντάντ σε φάση.

  2. Χαϊδευτικός χαρακτηρισμός τ. κουτσούνι μου, ζουζούνι - ζουζουνάκι μου, έτσι και γουγούνι - γουγουνάκι μου, γούτσου-γούτσου γου γου γου (τον έχω ακούσει με τα αφτιά μου, η πρωτοπόρος φίλη μου η Μαρία περιέγραφε σε μας τις υπόλοιπες με μεγάλη τρυφερότητα το πουλί του αγοριού της όταν ήταν πεσμένο). Έχει και γουνάκι μέσα η λέξη οπότε ο γουτσισμός γίνεται ακόμα απαλότερος. Αν τα χαδάκια πάνε προς αγαπημένη γουρούνα-μηχανή με τρεις ή τέσσαρες (sic) ρόδες έχουμε συνδυασμό με το 1.

  3. Άλλη αναφορά του λήμματος στο νετ, ως λουλούδι (μπέιμπυ σλανγκ).

Ασίστ: 1. patsis, 2. Μαρία Α.

  1. Ελληνοφρένεια για την απεργία των ταξί: -Πώς θα πάει ο κόσμος στο αεγοδγόμιο;
    -Με τον προαστιακό.
    -(σσσάκ) Πάψε! Που θα μας κάνεις και υποδείξεις!
    -Το επάγγελμα δεν θα ανοίξει!
    -Νααιιι θα σε γωτήσουμε...! (σσσάκ) Γουγούνι! (σσσάκ) Κίτγινο!

  2. Γουρούνα χαϊδευτικά: Από ότι κατάλαβα το γουγουνάκι δεν το χρειάζεσαι για κάτι παραπάνω. Πάρε ένα μικρό να κάνεις τη δουλειά σου μέσα στην πόλη, να κάνεις και το χαβαλέ σου, να βγάλετε γέλιο και με την παρέα σου και θα σαι μια χαρά.

3.Μωροσλάνγκ: Τι σημαίνει;;;;; - Λοιπόν .. κακάκα έιναι τα «καλτσάκια» χιχι - γουγούνι όσο περίεργο κι αν φαινεται είναι το λουλούδι. μου κάνει τρομερή εντύπωση γιατί το «λ» το λεέι μια χαρά π.χ. καλό, όλα, άλλο, γάλα, μπάλα αυτά τα λέει πλέον μια χαρά.. τώρα πώς προέκυψε το γουγούνι δεν ξέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταχειρισμένο, σε αυτο-μότο αργκό.

Εκ της συντομογραφίας μεταχειρ/ο. Βοηθάει βέβαια το ότι ακούγεται σαν γιαπωνέζικη μάρκα και καλά.

- Άκουσα 4 γνώμες από 2 μηχανικούς της Yamaha και από 2 από διάφορα συνεργεία.Να ξεκινήσω απ'τα διάφορα συνεργεία.Ο ένας μου είπε να του έδινα την μεταχείρο επειδή με γνωρίζει,να την ρεκτιφιάρει να κρατήσω τα λεφτά μου που θα τα έδινα «τζάμπα».Δηλαδή να είχα κανένα μεγαλύτερο πρόβλημα μετά.Ο τύπος ήταν expert. Δεν πήρχε,πραγματικά.Ο 2ος μηχανικός μου είπε,μπορείς να πάρεις μεταχείρο καμπάνα ή να διορθώσεις κ τη δική σου αλλά ρε φίλε ήξερες πως την πήγαινε το προηγούμενο χέρι την μεταχείρο;πως δούλευε;μπορεί ο προηγούμενος να της είχε αλλάξει τα πέταλα στα απότομα γκάζια κ να την βάλεις εσύ κ να σου δώσει σε καμιά θερμοκρασία τον κινητήρα στα χέρια...
(εδώ)

- Δεν θα πάρω μηχανάκι. μεταχείρο ή καινουργίλα η κατάληξη είναι ίδια. = δεν μας παίρνει, οικονομικά, εργατικά, ΔΝΤακά, βάλε και την αεροπλανάτη παντόφλα μετά την στούκα , @@ μάντολες και χαλβαδόπιττα αμυγδάλου. Και σταμάτα να με κουρδίζεις, δεν χρειάζεται, είμαι αυτοκουρδιζόμενο πορτοκάλι.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified