Φτιάχνω κάποιον με πειράγματα, προκλήσεις και ερεθίσματα προκειμένου να τεντωθούν τα νεύρα του (ωσάν χορδές κιθάρας) και να μανουριάσει.

Καρακλασικό, στα όρια του μη σλανγκ. Εναλλακτικά, τουρμπίζω.

- Δεν θα πάρω μηχανάκι. μεταχείρο ή καινουργίλα η κατάληξη είναι ίδια. = δεν μας παίρνει, οικονομικά, εργατικά, ΔΝΤακά, βάλε και την αεροπλανάτη παντόφλα μετά την στούκα , @@ μάντολες και χαλβαδόπιττα αμυγδάλου. Και σταμάτα να με κουρδίζεις, δεν χρειάζεται, είμαι αυτοκουρδιζόμενο πορτοκάλι.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος άσπονδος φίλος ή εχθρός σε κουρδίζει προκειμένου να σε κάνει τούρμπο.

Βλ. επίσης και τον εξαιρετικό αυτο-μότο ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρπάζομαι, τουρμπίζομαι, μπινελικώνω, φασκελώνω, κατεβάζω καντήλια και ρίχνω και κάνα ξυλίκι μετά μουσικής.

Βλ. και. μανούρα.

- Μα τι σκατα τι θέλουν την πόρσε στην ΕΛλάδα οι ποζεράδες;...τρελαίνομαι να τους μανουριάζω πάνω απ το παπάκι όταν περνάμε απο δίπλα τους...τρελαίνονται κι αυτοί, θιγονται, μου κορνάρουν και βριζουν.
(εδώ)

- Βράδι φεύγω από την δουλειά και κάτι παρόμοιο γίνετε με έναν οδηγό ταξί και έναν καγκουράκο με παπί. Θα σου κάνω, θα σου δείξω, θα μου κλάσεις πιτσιρικάς με το παπί μέσα στην Κ*%@(λα τραβάει μπουκέτο στον ταξιτζή και του ρίχνει αρκετές. ΣΥνέχεια; Μπαίνει ο ταξιτζής στο αμάξι βγάζει ένα ωραιότατο οπλάκι και ευτυχώς δεν τον χρεισιμοποίεισαι. Ου μπλέξεις. Προσωπικά έχω σταματήσει να μανουριάζω στον δρόμο. Σίγουρα θα γίνουνε στραβές αλλά αφού δεν έχω χειρότερα, χτυπήματα και τέτοια, ο καθείς στον δρόμο του και όλα καλα.
(εκεί)

(από Vrastaman, 19/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στο ανδρικό μόριο και χρησιμοποιείται ως απάντηση στην ερώτηση: «εσύ πως προτιμάς να είναι το πέος του εραστή σου;». Κυκλοφορούσε παλαιότερα και ως ανέκδοτο-αστείο.

Επειδή θεωρείται ότι οι γερμανικές ψωλές είναι κατά κύριο λόγο μακριές και λεπτές, ενώ οι αντίστοιχες αγγλικές είναι κοντόχοντρες, ο συνδυασμός αυτών των δύο ''μοντέλων'' αποτελεί ιδανικό αποτέλεσμα για κάθε γυναίκα (ή και άνδρα-πούστρα)!

- Λοιπόν για πες Λιτσάκι... εσύ πως τον θες τον άντρα;
- Εεε..να είναι καλός, ευγενικός, αστείος... αυτά.
- Και από πούτσα;
- Γερμανική και ν' αγγλοφέρνει καλή μου! Ο καλύτερος συνδυασμός!
- Σωστήηηηη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή ως «φιλική ζώνη». Ισοδύναμο του σερβιρίσματος πίτας, της βρώσεως άκυρου ή ήττας.

Συνήθως είναι αδύνατον να ξεφύγει κανείς αν μπει σε αυτή τη ζώνη, αλλά θυμηθείτε τον κανόνα του γραμματοσήμου και ότι στα φιλικά μπαίνουν τα καλύτερα γκολ.

Απόπειρα Μένιου να φιλήσει τη Λάουρα:
Λάουρα: Ρε Μένιο, σε βλέπω φιλικά, δε μπορώ.
Στο μυαλό του Μένιου: «Όχι ρε πούστη, μπήκαμε φρέν'ντ ζόουν»

Απευθείας μεταφορά του αγγλικού friend zone.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρα-ρετρό, εξαφανισθείσα πλέον σλανγκιά του 18ου-19ου αιώνα που σημαίνει τον φίλερι ανακατωσούρα που βάζει φιτιλιές, κυριολεκτικά την κουτάλα (χουλιάρα) που ανακατεύει τα σκατά.

Τόσο η σλανγκότητα, όσο και η σλανγκοσύνη της λέξης μας υποδεικνύονται από τον αποθησαυριστή της, Σκαρλάτο Βυζάντιο, ο οποίος μας πληροφορεί ότι τη λέξη την χρησιμοποιούσαν στην εποχή του οι αναγωγότεροι των χυδαίων, ταμάμ δηλαδή κάτι τύποι σαν κάποιους που λημματογραφούν σε μια ιστιοσελίδα που ξέρω...

Αναφορά στον ως άνω λεξικογράφο και στη λέξη βρήκα και εδώ (σχόλιο υπ' αριθμόν 208, για να μη μού κουράζεστε), αφού όμως είχα γράψει το λήμμα, οπότε είπα να μην πάει τζάμπα ο κόπος μου.

Α, και πού 'στε; Μην πει κανείς ότι το παρατραβάω, ότι πάω πολύ πίσω, ότι και καλά ξεφεύγω από τα (ποια;) χρονικά πλαίσια της αργκό για θα γίνουμε πρωκτός εδώ μέσα.

ΧΟΥΛΙΑΡΑ (ή άλλ. Κουτάλα) [...] μεταφορ. ο φιλοτάραχος άνθρωπος, τον οποίον οι αναγωγότεροι των χυδαίων και Σκατοχούλιαρον ονομάζουν.

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ Δ. ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, Λεξικόν της καθ' ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το Αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν (1835).

(Πήγα να βάλω το λίνκι και το http μου έβγαζε ένα κατεβατό παπαριές, κάτι ΖΑΑ330%CE%B1% και τέτοια, οπότε αφού έδωσα κι εγώ την πρέπουσα απάντηση %$@#@#$ απλώς αντέγραψα το χωρίο. Έχουμε και δουλειές ξέρετε...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι βλάκας αλλά και βλάχος συνάμα.

  1. Είχαν και στο χωριό σου... βλάκχo ;

  2. Πού πας ρε βλάκχο με το...

Αλλά και όταν ο Βάκχος υπό την επήρεια του αλκοολ αρχισε τις βλακείες (από GATZMAN, 18/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχαρβαλώνω, ξηλώνω. Ας πούμε ξηλώνω από τη μασχάλη (άλλη ετυμό δεν βρίσκω, ούτε γουγλάρεται η λέξη).

- Πάμε για καφέ;
- Δε μπορώ, πάω συνεργείο. Παρολίγο να μου διαρρήξουν το αυτοκίνητο, ξεμασχαλίσανε την κλειδαριά, αλλά φαίνεται κάτι τους τρόμαξε και φύγανε.

Got a better definition? Add it!

Published

Φάε, φάε για τα γουρούνια το ‘χουμε!
Περιπαιχτική έκφραση της Μάνης.
Διττή σημασία: αν δε το φας εσύ θα το φάνε τα γουρούνια. Δηλαδή τρως το φαΐ των γουρουνιών.
Φάε όσο θες, δε θα μας λείψει, γιατί έχουμε τόσο πολύ που περισσεύει και το δίνουμε και στα γουρούνια.

Μια φορά γύρω στα 1860 ο Βασιλιάς Γεώργιος επισκέφθηκε την Μάνη. Το φαΐ που του προσφέρανε ήταν λούπινα! (ένα όσπριο σαν τα ρεβίθια που ευδοκιμεί και σε αμμώδη παραλιακά εδάφη χωρίς πότισμα, με γεύση παρόμοια με τα ρεβίθια, αλλά πιο αλμυρή. Χρησιμοποιείται σαν ζωοτροφή για τα γουρούνια, αλλά στην ανάγκη το τρώνε και οι ντόπιοι).
Του άρεσε λοιπόν του βασιλιά και ζήτησε κι άλλο.
Του βάλανε λέγοντάς του: Φάε, φάε για τα μπουζία το ‘χουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέρει ο βλάχος τι είναι ο σπόγγος;
Έκφραση της νότιας Πελοποννήσου.
Σφόγγος: τα τηγανιτά αυγά με χοίρειον λίπος. Φουσκώνουν και φαίνονται σαν σφουγγάρι. Θεωρείται κορυφαίον έδεσμα.
Βλάχος: όποιος κατάγεται από ένα πιο βόρειο μέρος από τον ομιλούντα. Π.χ από την Τρίπολη για ένα Σπαρτιάτη.
Σημασία: Περηφάνια για τις συνήθειες του τόπου του.

Μετά από περιγραφή κάποιου ξένου εθίμου, που θεωρεί κατώτερο.
Απάντηση: Ξέρει ο βλάχος τ' είν' ο σφόγγος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified