Η μπύρα, αλλά στα πολύ μάγκικα. Από το μπύρα + ηρωίνη.
- Τι λες, πάμε να πιούμε καμιά μπυρωίνη; - Μίλα κανονικά ρε ηλίθιε να συνεννοηθούμε!
Η μπύρα, αλλά στα πολύ μάγκικα. Από το μπύρα + ηρωίνη.
- Τι λες, πάμε να πιούμε καμιά μπυρωίνη; - Μίλα κανονικά ρε ηλίθιε να συνεννοηθούμε!
Βλέπε και κρασίς. Παρόμοιες λεξιπλασίες: εμπυρία, Μπιρλανδία, μπυρασφάλεια, μπύρινγκ, μπυρίτσουαλς, μπυρουέτες, όπου φτωχός κι η μπύρα του.
Got a better definition? Add it!
Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.
— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γιάμπαλο, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!
Ο κάτοχος και οδηγός Ιδιωτικής Χρήσης αυτοκινήτου. πληθυντικός: ΙΧήδες.
- Πάλι πήχτρα η Κηφισίας. - Εμ βέβαια αφού βγήκαν όλοι οι μάγκες οι ΙΧήδες στον δρόμο καλά να πάθουν. Αντί να πάρουν το ΜΕΤΡΟ και να φτάσουν σε 20 λεπτά, άστους να πήξουν στην κίνηση τα κορόιδα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.
- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά χρήματα και συνήθως το επιδεικνύει.
Σωστός ο Κυριάκος, βρήκε εκεί την Σούλα που είναι φραγκάτη και τώρα μου κάνει διακοπές στην Μύκονο τα καλοκαίρια.
Δες και -άτος. Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος
Got a better definition? Add it!
Ερωτεύομαι.
- Έχεις δει καθόλου τον Μήτσο; - Όχι, από τότε που τα 'φτιαξε με την Κατερίνα έχει χαθεί. - Έλα ρε, είναι σοβαρό δηλαδή; - Ναι, την έχει δαγκώσει την λαμαρίνα, μας βλέπω να 'χουμε αρραβώνες σύντομα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι στην μόδα. Από το αγγλικό trendy (=μοδάτο, μοδάτος). Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή για αυτούς που ακολουθούν τυφλά την μόδα.
Παραλλαγή: τρέντουλας.
-Κοίτα ρε πώς αλλάζει ο άνθρωπος, ο Γιώργος που πριν δυο χρόνια μας το έπαιζε σκληρός punk τώρα είναι τρέντουλας και τρέχει στα clubs.
Βλ. και βλαχοτρέντι, τρέντι, τρεντόπουλο, τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη. Τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι
Got a better definition? Add it!
Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.
- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;
Βλ. και φουλάρω, φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα, η ελεεινή, αυτή που δε βλέπεται. Χρησιμοποιείται περισσότερο για να προσβάλει, παρά για να χαρακτηρίσει / περιγράψει. Φυσικά χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από άντρες και δη από άντρες που είναι το αντρικό ανάλογο της πατσόλας.
Παραλλαγή: πατσόλι.
Got a better definition? Add it!
Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.
- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!
Δες και μπερδεψοκατάσταση.
Got a better definition? Add it!