Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.
- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.
Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.
- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παιδεραστής. Χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για άντρες που τους αρέσουν οι μικρότερες γυναίκες.
- Τον είδες τον Παναγιώτη με την εικοσάχρονη που κυκλοφορεί; - Ναι τον παιδέρα, αυτή θα μπορούσε να είναι κόρη του! - Εντάξει μωρέ, καλά τρώει αυτός, καλά του τα τρώει και αυτή, τα βρίσκουν!
Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα με πολύ μικρό στήθος.
- Ωραία αυτή η Μαρία που βγήκατε χτες; - Από πρόσωπο πολύ καλή, και σώμα αρκετά καλό αλλά κόντρα πλακέ ρε παιδάκι μου. Εγώ μεγαλύτερο στήθος έχω.
Βλ. και πλάκα, απλώστρα, κόντρα πλακέ, παντόφλα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοιτάω, παρατηρώ, κοιτώ επίμονα.
Κοίτα πώς σε κοζάρε αυτή εκεί στη γωνία τόση ώρα, άντε πήγαινε μίλα της!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι έλληνες ομοφυλόφιλοι. Την κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο λεξικό του «Καλιαρντά».
– Μπενάβεις τα καλιαρντά; (μετάφραση: Μιλάς τα καλιαρντά;)
– Και τα τζινάβω και τα μπενάβω! (μετάφραση: Και τα καταλαβαίνω και τα μιλάω)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκοτώνω κάποιον.
- Μακελειό έγινε στην πολυκατοικία χτες. Γύρισε ο Πέτρος -που μένει στον κάτω όροφο- από το ταξίδι μια μέρα νωρίτερα να κάνει έκπληξη στην Σούλα, την γυναίκα του, και την έπιασε καβάλα στον κουμπάρο. Μέσα στα νεύρα του τους καθάρισε και τους δύο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πρησμένο.
- Είχα τα νεύρα μου και έριξα μια μπουνιά στην πόρτα! Η πόρτα όμως αποδείχτηκε πιο μάγκας και δεν έπαθε τίποτα. Αντιθέτως το χέρι μου έγινε τούμπανο. Διπλό σου λέω έγινε και πονάω κιόλας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μαχαίρι, το στιλέτο. Προφανώς προέρχεται από τα κέρατα των ζώων που είναι μυτερά και τα χρησιμοποιούν ως όπλα.
- Και ξεκινάει ο τσαμπουκάς και μου τραβάει κέρατο ο τύπος και νόμιζε πως ήταν μάγκας! Ε, βγάζω και γω το γκάνι και τα είδε όλα κωλυόμενα! Να δεις πως έκανε μετά, σαν μικρό παιδί με παρακάλαγε να τον αφήσω να φύγει και να μην τον φάω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αγορά χασίς.
Πρέπει να ψωνίσω οπωσδήποτε, έχω πολλές μέρες να πιω και έχει και Champions League σήμερα, το τραβάει. Αλλά η άκρη μου λείπει ταξίδι ρε γαμώτο.
Δες και γίνομαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπέροχα, τέλεια. Από το αγγλικό fine. Έκφραση ξεπερασμένη, την χρησιμοποιούσαν πολύ την δεκαετία του '80.
Πήγαμε το Σάββατο στην disco που είχε party με αφρούς και περάσαμε φίνα, έγινε χοντρή φάση σου λέω!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified