Από το τούρκικο edepziz —σημαίνει ανάγωγος, άνθρωπος χωρίς τρόπους, αυθάδης και βωμολόχος.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη, στην τρέχουσα, έχει εξαφανισθεί. Μπορεί να την ακούσετε από άνθρωπο μικρασιατικής καταγωγής μιας κάποιας ηλικίας που θυμήθηκε τις ρίζες του την ώρα που του ήρθε να ρίξει μπινελίκια. (παρ. 1)

Πάντως, η λέξη απαντάται σε λογοτεχνικά κείμενα (παρ. 2) και τη χρησιμοποιεί πού και πού και ο Δημήτρης Ψαθάς.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο Γ. Σεφέρης έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Τα Εντεψίζικα». Εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του και ο ποιητής εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης. Είναι από αθυρόστομα έως πορνογραφικά (παρ. 3 και παρ. 4).

Αν κάποιος θέλει να διαβάσει όλα τα «Εντεψίζικα», μπορεί να τα βρει εδώ.

  1. Ε, κακόχρονο νά 'χεις... πεζεβέγκη... ζεβζέκη... εντεψίζη...

  2. Όλα ξεχαστήκανε την άλλη μέρα. Ρωμιοί και Οβραίοι φιλιωμένοι όπως και πρωτύτερα. Οι Οβραίοι παίρνουνε παιδιά; Ποιος εντεψίζης λέει τέτοιες κουταμάρες; (από το διήγημα του Κοσμά Πολίτη «Με διαμαντένιο χτένι ηχτενιζούτανε», αποδελτιωμένο στο www.sarantakos.com)

  3. Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
    κ' ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
    σαν εφίλευε κανεί
    έλεγε: «Είναι τάχα κει;
    έχει φύγει; - Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.»

  4. Στο φως του λύχνου σ' έγδυσα, στο χάραμα είχες χύσει
    και στο καταμεσήμερο κέρατα μού 'χες στήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Δυτικό Ημισφαίριο, ένα άθλημα (τέλος πάντων) όπου ο καμπόης καβαλάει ένα αδάμαστο άλογο ή έναν άγριο ταύρο και προσπαθεί να κρατηθεί επάνω του όσο πιο πολύ μπορεί πριν από την αναπόφευκτη σαβούρδα. Επίσημο σπορ του Τέξας και του Γουαϊόμινγκ.

Εν Ελλάδι, μια σεξουαλική στάση και μια σεξουαλική φάση.

Στη γλώσσα των μπουρδελιάρηδων, ροντέο λέγεται η στάση στην οποίαν ο άντρας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα και η γυναίκα κάθεται επάνω του. (παρ.1)

Σύμφωνα με κλασικό ανέκδοτο (παρ.2), ροντέο είναι και η φάση που προκύπτει αν την ώρα που πηδάς την γκόμενα/γυναίκα σου πεις κάτι για κάποια άλλη, ειδικά αν την ξέρει.

  1. Κατόπιν αμφότερου ερεθισμού αρχίζει την καβάλα (που είναι και η αγαπημένη της στάση) είτε με με εμπρόσθια ή με οπίσθια όψη όπου μπορείτε άφοβα να χαιδέψετε τα μικρά βυζιά της ή το απαλότατο (για την ηλικία της) δέρμα. Μετά από μερικούς γύρους ροντέο η κατάθεση είναι εξασφαλισμένη και αποδίδει με τόκο. (Από το bourdela.tv)

  2. Το ανέκδοτο

Κάποιοι Καουμπόηδες είναι στο μπαρ και συζητάνε για γυναίκες, σεξ και αγαπημένες στάσεις...

Ο πρώτος λέει:

- Εμένα η αγαπημένη μου στάση είναι το Ροντέο, έτσι είναι που τη βρίσκω πραγματικά Όλοι οι άλλοι τον ρωτάνε γεμάτοι περιέργεια:

- Για πες μας, για πες μας!

- Λοιπόν να σας εξηγήσω τους λέει αυτός, είναι απλό. Καβαλάς την γυναίκα σου κανονικά. Αρχίζεις τα διάφορα όπως συνήθως. Δεν βιάζεσαι, της κάνεις ότι της αρέσει. Όταν δεις ότι έχει ανάψει και την έχει βρει, κρατιέσαι γερά. Σκύβεις και τις ψιθυρίζεις στο αυτί:

- Και η αδερφή σου λατρεύει αυτήν την στάση!

Μετά προσπαθείς να κρατηθείς πάνω της για οχτώ δευτερόλεπτα! (Από το funny.gr)

Ροντέο (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, χαρακτηρισμός ανθρώπου εξακριβωμένα φαύλου και διαβόητου για την ανηθικότητα του.

Στην πράξη, χρησιμοποιείται με μεγάλη δόση υπερβολής και με διάθεση πειραχτική για κάποιον που υπέπεσε σ' ένα αμελητέο παράπτωμα και είτε έχει ψαρώσει είτε έχει κορδωθεί από καμάρι.

Συναντάται συνηθέστατα στη φράση «καλό κουμάσι είναι και του λόγου του».

Η ετυμολογία της λέξης είναι προβληματική. Και ο Μπαμπινιώτης και το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη αλλά και ο φίλος krepsinis λένε ότι προέρχεται από την τούρκικη λέξη kumaş που σημαίνει κομμάτι υφάσματος, ρετάλι. Το ρετάλι, και το παρτάλι, χρησιμοποιούνται έτσι κι αλλιώς στα Ελληνικά για να δηλώσουν άτομο χαμηλής υποστάθμης.

Μια θεωρία λέει ότι η σύνδεση ανάμεσα στη λέξη kumaş με τον απατεώνα προέκυψε όταν δυο καζικτσήδες έμποροι από την Πόλη έκαναν εισαγωγή ρετάλια τελευταίας διαλογής από την Αγγλία και τα φούσκωσαν πανάκριβα για μέγκλα πράμα. 'Οταν η απάτη αποκαλύφθηκε αυτοί την είχαν κάνει αλλά τους έμεινε ο χαρακτηρισμός «καλά κουμάσια».

Ίσως, όμως, η εκδοχή αυτή να είναι τραβηγμένη. Κουμάσι είναι βέβαια, όπως έχει σημειώσει και ο panos2, και το κοτέτσι, ο ορνιθώνας —από το τούρκικο kümes που σημαίνει το ίδιο— και, όπως και το κοτέτσι, έτσι και τον διεφθαρμένο άνθρωπο τον χαρακτηρίζει η βρώμα και η δυσωδία. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το κουμάσι από το kümes είναι αντιδανεισμός διότι οι Τούρκοι πήραν αυτή τη λέξη από το βυζαντινό κουμάσιον που ήδη απαντάται στον 5ο μ.Χ αιώνα —δες σχετικά και εδώ.

  1. Η διαφθορά δεν είναι η μοναδική κατηγορία που προσάπτεται στον πρώην πρωθυπουργό. Η κυβέρνησή του (2001-2006) κατηγορήθηκε συχνά πυκνά και για εθνική προδοσία, δημαγωγία, διαπλοκή, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυταρχισμό, καταστρατήγηση των θεσμών και της ελευθεροτυπίας, ξεπούλημα περιουσίας της χώρας στους ξένους. Καλό κουμάσι του λόγου του... (άρθρο για τον πρώην πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης Τακσίν Σιναβάτρα, Ελευθεροτυπία, 23/06/07)

  2. – Κατά τη γνώμη μου, ο Περικλής κακώς κάνει και ασχολείται με αυτή τη Λίλιαν... Παντρεμένος άνθρωπος τώρα, δεν επιτρέπεται...
    Άσε, ρε Βασιλάκη... Όταν εσύ έτρεχες με τη γλώσσα έξω πίσω από κείνο το παστάκι τη Λάουρα, καλά ήτανε... Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου κι έρχεσαι τώρα να κάνεις και κήρυγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεύρο, η ψυχή.

Όποιος έχει τσαγανό έχει ζωντάνια, αποφασιστικότητα, θάρρος και αντοχή. Έχει άντερο και δεν εγκαταλείπει όταν βρεθεί σε ζόρι.

Όποιος δεν έχει τσαγανό είναι ράθυμος, μούχλας και κλασομπανιέρας.

Ο τσαγανός, κυριολεκτικά, είναι το μικρό καβουράκι χρώματος γκριζοπράσινου που συνήθως ζει στις πέτρες στα ρηχά. Είναι αεικίνητο κι έχει τη φήμη ότι είναι εφευρετικό και εφτάψυχο. Κλίνεται όπως ο αχινός.

  1. Ο Παπασταθόπουλος σε όσα ματς έπαιξε και τον είδα ήταν από τους κορυφαίους σε απόδοση. Είναι σημαντικό για ένα παιδί 19 χρόνων να παίζει τόσο ώριμα αυτή τη θέση. Συνήθως οι κεντρικοί αμυντικοί είναι μιας ηλικίας. Πέρα από τα προσόντα του, μ' αρέσει που παίζει με πάθος, με ψυχή. Αυτό το παιδί έχει τσαγανό και, αν μείνει προσγειωμένος, θα κάνει καριέρα. (Δηλώσεις του Χ.Κωστή, Ελευθεροτυπία, 30/12/07)

  2. - Ε, ρε μαμούχαλε... Αφήνεις τη μάνα σου και δουλεύει και μια δραχμή δε σηκώνεσαι να φέρεις στο σπίτι... Καλά, ντιπ τσαγανό δεν έχεις πια; Αλλά, έτσι είστε εσείς, η γενιά του φραπέ... Σας έχει φάει η ρέχλα...
    - Θενκ γιου, μπάρμπα... Είσαι μπαρμπόιλ...

Μικρο τσαγανό και την Αρτα φοβερίζει... (από Vrastaman, 02/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδιαφέρουσα λέξη - χρησιμοποιείται στον Ελλαδικό χώρο ευρέως τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920 και οι συνδηλώσεις της έχουν επανειλημμένα αλλάξει.

Αρχικά, μπακούρι ήταν ουδέτερη λέξη και σήμαινε απλώς τον ανύπαντρο άντρα, τον εργένη.

Αργότερα, για ένα διάστημα, η λέξη απέκτησε και θετικές συνδηλώσεις - εννοούσε τον εκ πεποιθήσεως εργένη, αυτόν που δεν πιάνεται κορόιδο να παντρευτεί. Αλλά, βαθμιαία πήρε την έννοια του τύπου που έχει μείνει πολύ καιρό χωρίς γυναίκα και σήμερα η λέξη μπακούρι δηλώνει και επιπλέον, ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα του τύπου αυτού δεν πρόκειται να λυθεί σύντομα (και άρα ο τύπος θ' αργήσει να γαμήσει), διότι οι λόγοι για τους οποίους το πρόβλημα παρουσιάστηκε καταρχήν είναι υπαρκτοί και σοβαροί: ο τύπος είναι αδέξιος, απότομος και πιθανότατα μυρίζουν οι κάλτσες του (μέσα από τα παπούτσια).

Εσχάτως, η λέξη χρησιμοποιείται και ως αυτοχαρακτηρισμός γυναικών που, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, ανάγουν την αγαμία σε μαγκιά.

Το μπακούρι, με την αρχική σημασία, είναι λέξη συνώνυμη με την παππουδίστικη λέξη μπεκιάρης - και πιθανώς παραφθορά της, καθώς θυμάμαι ηλικιωμένους Κωνσταντινουπολίτες να μεταχειρίζονται τις δυο λέξεις αδιάκριτα. Πιστεύω ότι έχουν κοινή προέλευση την τούρκικη λέξη bekâr που σημαίνει ακριβώς ανύπαντρος. Στα τούρκικα υπάρχει και η λέξη bakire που σημαίνει παρθένος/α αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες και μάλλον δεν κολλάει. Η ετυμολόγηση από το τούρκικο bakir=χαλκός (δες το λήμμα μπακούρης) είναι ενδιαφέρουσα, αλλά μάλλον δεν ευσταθεί.

  1. - Πάλι πέντε μπακούρια μαζευτήκαμε; Πάλι για μπάσκετ θα πάμε;

  2. Από http://palempa.blogspot.com - είναι το βλόγιο(ν) της Πανελλήνιας Λέσχης Μπακουριών (ΠΑ.ΛΕ.ΜΠΑ.)

Μπακούρι εγεννήθηκα
μπακούρι θα πεθάνω
μπακούρι με βαφτίσανε
στην εκκλησιά σαν χάνο

Γκόμενα δεν εσταύρωσα
είκοσι χρόνια τώρα
τι να ‘φταιξε, τι να ‘γινε
βρε μπας και έχω ψώρα

  1. Από το blog f0ititria se apognwsi

Δεν έχω καταλάβει γιατί πλέον τα μπακούρια τα αποκαλούμε (μάλλον για να τα παρηγορήσουμε) Singles;; Δεν έχει καμία διαφορά, για αυτό ας λέμε τα πράγματα με το ονομά τους. Ναι, είμαι μπακούρι και μου αρέσει (προς το παρόν)!

(από protnet, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.

Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.

Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:

  • μπορεί να μην ήρθαν τα πράματα όπως ιδανικά θα θέλαμε και να μην κερδίσαμε τον πρώτο αριθμό αλλά δεν φάγαμε και την απόλυτη ήττα και κάπου έχουμε συμβιβαστεί και πάλι καλά είμαστε λέμε –έτσι το μεταχειρίζεται ο Μητροπάνος στο μήδι 3– ή, ότι
  • στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.

    Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!

Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.

  1. Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...

  2. – Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
    – Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
    – Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To YouTube.

Εννοείται ότι η συγκεκριμένη λεξιπλασία δεν θα μπορούσε να προκύψει αν δεν είχαν προηγηθεί τα εμπνευσμένα σωλήνας, ο, εσύ-σωλήνα, το, συσιφόνι και παιδί του σωλήνα, το - ώμοι, γίγαντες, Νεύτων κ.λπ.

Ειδικά δε από το εσύ-σωλήνα οι διαφορές είναι πολύ μικρές, αλλά οι λεπτομέρειες αυτές, κατά τη γνώμη μου, δίνουν στο συσωλήνα και ένα μικρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, ο συσωλήνας:

  • είναι κατά ένα γράμμα και μια συλλαβή συντομότερος από το εσύ-σωλήνα Αυτή ακριβώς η προτεινόμενη αποβολή του αρχικού ε- κάνει την λέξη απλούστερη στην εκφορά. Βασικά, λέγεται πιο εύκολα. Δοκιμάστε το.
  • είναι γένους αρσενικού και κλίνεται όπως ακριβώς ο σωλήνας, αποφεύγοντας έτσι κάποιες δυσκαμψίες που ίσως παρουσιάσει στο λόγο ο κατασκευασμένος ουδέτερος τύπος, ειδικά στην ονομαστική και, αύριο-μεθαύριο, και στον πληθυντικό.
  • παραπέμπει στην αλήστου μνήμης Τσιτσιολίνα και, συνεπώς, μας βοηθά να θυμόμαστε τη λέξη πιο εύκολα.

Θέτω τον συσωλήνα στην κρίση του σλανγκεπώνυμου πλήθους.

- Εγώ, πάντως την Έλενα Πούτση από το συσωλήνα την έμαθα... εκεί με το βίντεο που λέει η πίτσα της Πούτση και λέει κι ο δικός σου... πού θα πάει, θα γίνει το σαρδάμ... χαμός, δικέ μου... - Τι λες, ρε μαλάκα... από πού την έμαθες, λέει; Πώς το είπες; - Απ' το συσωλήνα, ρε... το Γιου Τουμπ... δεν το ξέρεις;
- Τι συσωλήνα και σωλήνα και πίπες μου λες, ρε μαλάκα... ακούς εκεί συσωλήνα... τζανταλίνα μανταλίνα και στον κώλο σ' μια σωλήνα... και στον κώλο συσωλήνα... δεν πας να κάνεις καμιά δουλειά, λέω 'γω...

Κάποιος τεχνίτης του φωτομάγαζου εύκολα θα μπορούσε να φτιάξει και τον λογότυπο του συσωλήνα. Λέμε τώρα. (από poniroskylo, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια. Επίπεδες εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση από χόρτα και θάμνους.

Από το τούρκικο cayir που σημαίνει το ίδιο - cayir στα Τούρκικα μπορεί να δηλώνει επιπλέον και τη σαβάνα και τα αμερικάνικα prairies.

«Πάω στα τσαΐρια» σημαίνει περιπλανώμαι σε τόπο αφιλόξενο, στην ερημιά. «Για τα τσαΐρια» όταν λέμε σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος δεν είναι για κόσμο - τουλάχιστον, για κόσμο πολιτισμένο, για τα σαλόνια.

Παράγωγη είναι και η λέξη τσαϊράδα που σημαίνει εκδρομή στην εξοχή άλλα σε μέρη μάλλον άγρια ή κι έναν άσκοπο περίπατο στα χωράφια. Η λέξη τσαϊράδα έχει εξασφαλίσει την αθανασία χάρη στο ομώνυμο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Η λέξη τσαΐρια επιβιώνει και σε διάφορα τοπωνύμια - π.χ. ήξερα περιοχές που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «τα Τσαΐρια» στην Επανομή και στον Άγιο Μάμα της Χαλκιδικής.

Παράβαλε και το λήμμα μπαΐρια.

  1. - Είχε δηλαδή πολύ κυνήγι εκείνα τα χρόνια;
    «Τι πολύ, για τους λαγούς σας είπα, οι πέρδικες έμπαιναν μέσα στο χωριό, που λέει ο λόγος. Έβγαινες το πρωί έξω από το χωριό στα τσαϊρια, που είχαμε τα αλώνια κι άκουγες τις πέρδικες να κελαηδάνε. (Από το περιοδικό Κυνηγεσία και Κυνοφιλία, αναδημοσίευση στο www.alfa-omega.gr)

  2. Το παράδειγμα είναι στα Ποντιακά από το http://pontosandaristera.wordpress.com:

Τα τσαΐρια όντα ετρανίναν επένανε με τα κερεντίδες και εθέριζανε και εποίνανε τα χορτάρια δέματα για να είχαν το χειμονκόν τροφήν για τα ζα τουνα.

Και η μετάφραση στην Κοινή

Καθώς μεγάλωναν τα λιβάδια, τα θέριζαν με τις κόσες και έκαναν τα χόρτα δέματα για να τα χρησιμοποιήσουν ως τροφή για τα ζωντανά τους, το χειμώνα.

  1. Τσαϊράδα (Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1960)

Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ' αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό,
δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου.

Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.

Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μού χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ' αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν' ακούω για ξενιτεμούς.

Εδώ δεν είναι τόπος για μάς.
Ακόμα κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.

Να προσεχθεί, παρακαλώ, το μπλουζάκι του δικού μας - είναι από την T.O. Επανομής του slang.gr (από poniroskylo, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χέρσα χωράφια, γεμάτα πέτρες και αγριόχορτα. Οπωσδήποτε όχι ποτιστικά.

Προέρχεται από το τούρκικο bayir που έχει λίγο διαφορετική σημασία - είναι η πλαγιά, ο λόφος. Αυτή η σημασία ίσως να επιβιώνει σε τοπωνύμια στη Μακεδονία - π.χ. μπαΐρια στο Λιτόχωρο λένε τις διάφορες γειτονιές του χωριού το οποίο είναι χτισμένο σε πλαγιές και κάτι ανάλογο υπάρχει, νομίζω, και στις Σέρρες.

Από τα χουριάτκα η λέξη πέρασε το 2008 στην αστική αργκό χάρη στους Ενδοπαλαμικούς Παλινδρομιστές και το τραγούδι My Secret Combination που μνημονεύει την έξοδο του Νικοπολίδη στα μπαΐρια - όπως παρατήρησε και η mes που έδωσε την παραγγελία για το λήμμα. Προφανώς ο τερματοφύλακας της Εθνικής πήγε περίπατο σε κάποια χωράφια στη συγκεκριμένη φάση - ως μη έδει.

Παράβαλε και το λήμμα τσαΐρια

  1. Εις την Ρούμελη, αφού ο Τούρκος κοιμάταν με την γυναίκα του εις την Λάρσα, τ' άλλο το βράδυ ήταν εις το σπίτι του Ρουμελιώτη. Τον κατασκότωνε, τον κατασκλάβωνε και τον έκαιγε. Πέστε μου ένα σπίτι παλιόν εις την Ρούμελη οπού να μην είναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν να μην κάηκε και οι γες έρημες και μπαϊρια ως την σήμερον. Σας είπα τις θυσίες της Ρούμελης. Κι' αδικημένη είναι κι' αφανισμένη. Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγη η πατρίς ομπρός. (Από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, απόσπασμα στο wikisource)

  2. Το 1922 στην ανταλλαγή μας έταξαν τη γη που μας πήραν οι κατακτητές και λίγα παραπάνω για τα ζαράλια που μας άφησαν οι πόλεμοι . Ήρθαν οι αούτ’ κι τσάκουσαν τον κάμπο κι απόμναμι μι τα μπα’ί’ρια . Δεν μπορούσαν να τους δώσουν μια πιθαμή παραπέρα ;
    Με το κράτος ζορίζομαι όχι με αυτούς … (Από την Κοζανίτικη ιστοσελίδα www.giapraki.com - ζαράλια=μεγάλα βάσανα, οι αούτ'=οι Πόντιοι)

  3. Αξίζει να θυμηθούμε τον κάμπο της Κωπαϊδας μερικές δεκαετίες πριν, όταν χέρσα κομμάτια - μπαϊρια - εναλλάσσονταν με στάρια και τριφύλλια και κηπευτικά και όλο αυτό το πολύχρωμο χαλί το διασπούσαν φράχτες, συνθέτοντας ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς και παράλληλα ένα τόπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας άριστος τόπος τροφής για πολλά είδη, δεδομένης μάλιστα της περιορισμένης χρήσης των αγροχημικών και των φυτοφαρμάκων. (Από το www.kynigos.net.gr)

Για τα πανηγύρια (από poniroskylo, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified