1. Βλ. παραδείγματα 1 έως και 3.
    Συνώνυμο: στρώνω, πιθανώς και άλλα, περιμένω συμβολή.

Φτιάχνω, με την έννοια του παρασκευάζω. Γιατί όταν σαββατιάζεις, κάθεσαι. Ναι, είμαι εβραιοκαθολικός το θρήσκευμα. Πρόβλημα;

  1. Βλ. παραδείγματα 4 έως και 6.
    Το σάχνω στο αμετάβατο σημαίνει έρχομαι στα ίσα μου, γραδάρω, συνέρχομαι μετά από ταλαιπωρία, ή απλά τρώω-πίνω-κάνω κάτι που απολαμβάνω.

  2. Βλ. παραδείγματα 7 έως και 7.
    Πάλι πίσω στο μεταβατικό, σάχνω κάποιον πα να πει τον φτιάχνω, του δείχνω εγώ, τον κανονίζω, του ξηγιέμαι μόρτικα. Κυρίως σε απειλή και συνεπώς σε χρόνο μέλλοντα, ή σε αφηγηματικό περιβάλλον, οπότε σε αόριστο.

  1. - Έστρωσα μια φραπού ούμπερ.

  2. - Άσε, ρε, δε βγαίνω απόψε. Ε, μέχρι να πάω σπίτι, να σάξω μια ομελέτα που δεν έχω φάει τίποτα, πήγε μεσάνυχτα και πού να τρέχεις με τα τακούνια μετά...

  3. - ...και που λες, πήγαμε σπίτι μου, κάναμε γλυκά έρωτα όλη νύχτα και το πρωί της πήγα πρωϊνό στο κρεββάτι.
    - Τι μαλακομούνης είσαι συ αγόρι μου... Τέτοιες γκόμενες τις πηδάς το βράδυ, το πρωί τις βάζεις να σου σάξουν μια καφεδιά από 'δω ίσαμ' απέναντι και τις κλωτσάς να φύγουν και να μην ξανάρθουν.

  4. - Βάλε τίποτα ρε μάνα να φάμε να σάξουμε, γιατί πολύ κουραστική δουλειά η παραλία.
    - Έχω γεμιστά, αγόρι μου, να φάς να θεραπαείς. Σού 'χω και μια Κάιζερ στο ψυγείο.

(θεραπεύομαι, σε τετελεσμένους χρόνους και μόνο: να θεραπαώ - θεραπάηκα κτλ. απολαμβάνω στα λευκαδίτικα. μεταβατικό και αμετάβατο.)

  1. - Θα πιούμε καμιά ουϊσκούμπα να σάξουμε, ή θα τη βγάλουμε στο στεγνό απόψενες;

  2. - Έριξα κάτι τούφεν σλάφεν κι έσαξα.

  3. - Κά-λάααααα...κάνε τέτοιες πουστιές εσύ, και θα σε σάξω εγώ.

Δες και σιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αλλαγής κατάληξης ρήματος από ό,τι (έχω την εντύπωση κατά προτίμηση από -ίζω) σε -άω, υποχρεωτικά ασυναίρετο, αν και όχι πολύ διαδεδομένο, είναι υπαρκτό.

Στα παραδείγματα δίνονται τα συχνότερα αυτού του τύπου, απ' όσο θυμάμαι, που παραδόξως είναι όλα καιρικά ρήματα. Ενδέχεται να υπάρχουν και άλλα, ο σχηματισμός του τύπου είναι καθαρά θέμα ευηχίας και γούστου στη γλώσσα.

Η σημασία του ρήματος παραμένει ίδια.

Ασίστ: ο καιρός.

- Ψιχαλάει / χιονάει / βροχάει πάλι ρε πστ.

του πούστη, θα υπάρχουν κι άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στον πληθυντικό, ο μπάτσος του οποίου η εξάρτυση δεν περιλαμβάνει κράνος. Αν θυμάμαι καλά, η διαβάθμιση σε επίπεδα δυσκολίας είναι:

καπελάκηδες < μπλέδες < ματάδες / ματατζήδες < εκάμ < στρατός.

Οι μπλέδες (μπλες στον μάλλον ανύπαρκτο ενικό) διακρίνονται απ' τους ματάδες λόγω του μπλε, αντί χακί, χρώματος στολής, φοράνε κράνος, και είναι πιο καλά εξοπλισμένοι απ' τους καπελάκηδες, αλλά δεν έχουν τα χημικά για καραμέλες, γιατί δε φοράνε όλοι μάσκα, και δεν έχουν όλοι ασπίδα (αν θυμάμαι καλά, επίσης).

Οι καπελάκηδες δεν κάνουνε για τίποτα, κρέας για τα κανόνια σε φάση, ενώ οι ματάδες είναι ο μεγάλος κακός του βίντεογκέημ. Τώρα τα αποτυχημένα καγκούρια τύπου ΔΙΑΣ δεν τα πρόλαβα, ας πέσουν σχόλια.

Έχω την εντύπωση ότι ο ενικός ματατζής είναι συχνότερος του ματάς, και το αντίθετο παίζει στον πληθυντικό.

  1. - Ποια αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και μαλακίες. Τις περισσότερες φορές καπελάκηδες στέλνουνε, άιντε και τίποτα μπλέδες. Πού να τους κάνουνε ζάφτι τους χουλιγκάνους.

  2. - Ήταν πολλοί, αλλά ήταν καπελάκηδες, ρε πούστη... Αν κάναμε ένα ντου, παραμάζωμα θα τους πέρναμε. Μετά σκάσανε οι ματάδες και το διαλύσαμε ησύχως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην φοιτητική ιδιόλεκτο, αναφέρεται σε εξεταστική μαθήματος του οποίου, ενώ (ή επειδή) ο υπεύθυνος καθηγητής έχει φήμη κοφτηριού με αποτέλεσμα να χρωστάει το μάθημα όποιος μιλάει ελληνικά, κάποια στιγμή αποφασίζει (ο ίδιος ή κάποιος αντικαταστάτης) να ξεσκαρτάρει, γιατί πλέον δεν τον φτάνουν τα αμφιθέατρα στις εξεταστικές και δεν θέλει να υποχρεώνεται στον στρατό να του παραχωρεί πεδία βολής για τις εξετάσεις.

Είναι η ιστορική ευκαιρία να περάσεις άκοπα μάθημα που υπό κου-σού θα σου έπαιρνε δέκα εξεταστικές, και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Τίμημα, ότι δύσκολα θα πάρεις πάνω από πέντε. Όχι ότι σε απασχολεί κι όλας...

- Μαλάκα, αρρώστησε ο μουνόπανος ο (μπίιιιιπ)όπουλος και θα γίνει σκούπα στατική τέσσερα τον Φλεβάρη!!
- Γαμώ τη μπαναγία ρε πούστη...και τί γαμήθηκα να την περάσω με πέντε το Σεπτέμβρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμφραζόμενα που έχουν να κάνουν με πνευστά όργανα, ξύλινα ή χάλκινα, μάσκα λέγεται το σχήμα που πρέπει να πάρει το πρόσωπο γύρω από το στόμα, έτσι ώστε, μέσω του επιστομίου, να παραχθεί σωστά ο ήχος από το όργανο.

Για να αποκτήσει κάποιος τη σωστή μάσκα, χρειάζεται σωστή τεχνική και μελέτη για την εκγύμναση των μυών που ελέγχουν τις σχετικές κινήσεις.

Οι τομείς της τεχνικής που πρέπει να αναπτύξει ένας πνευστός είναι οι εξής τέσσερις:
1. η μάσκα (έχει να κάνει με τον ήχο και την έκταση)
2. η γλώσσα (για τα στακάτα)
3. αναπνοή (διάρκεια στο παίξιμο και ήχος)
4. δάχτυλα (για να δείχνει αυτόν που του πετάει λαχανικά)

- Δεν είχα καλό δάσκαλο όταν ξεκίνησα το σαξόφωνο, και όταν άλλαξα ο καινούργιος δεινοπάθησε για να μου φτιάξει τη μάσκα, ρε πούστη...Έπαιζα λες και σάλπιζα επίθεση στις ρωμαϊκές λεγεώνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπάει απρόσμενα πολύ στο γούγλε, κι εγώ περίμενα ότι θα είναι κάνα λευκαδίτικο.

Δεν έχει καμία σχέση με τις σηκωμάρες, έχει να κάνει με την παντελή απουσία διάθεσης να σηκωθείς από το κρεββάτι το πρωί, από αυτές τις φάσεις που πατάς το σνουζ στο ξυπνητήρι για κάνα δίωρο. Το είδα να αναφέρεται και για γενικότερη βαρεμάρα να ξεσηκωθείς να βγεις απ' το σπίτι να πας να κάνεις κάτι, αλλά νομίζω η κύρια χρήση παραμένει η πρωϊνή.

Εξαιρετικό δείγμα της βαρεμάρας του έλληνα, καθώς παρουσιάζει αυτήν ακριβώς τη βαρεμάρα ως αρρώστια, ως φυσιολογικό-αντικειμενικό αίτιο, και όχι ως επιλογή. Είμαστε αντιβολονταριστές, τι να κάνουμε...

Πάλι τον ασήκωτο είχα σήμερα το πρωΐ ρε πούστη... Κι αυτός ο μαλάκας, τα μαθήματα έντεκα η ώρα τα χαράματα τα βάζει;

Got a better definition? Add it!

Published

Ενώ φαινομενικά είναι επίθετο, πρόκειται για ουσιαστικό που απαντάται στις φράσεις «κάνω (καμιά) ψαχτική» ή «κάνω τις ψαχτικές μου».

Είναι συνώνυμο του τσεκάρω, κάνω αναγνώριση, βλέπω τι παίζει, και στη δεύτερη φράση δηλώνει μια πιο σοβαρή έρευνα, ή τουλάστιχον πιο μεγάλη χρονικά.

Επίσης και η φράση στην προστακτική «κάνε τις ψαχτικές σου», σημαίνουσα «δες τι παίζει και τα λέμε».

Επίσης, συγκεκριμένα έρευνα από μπάτσους, βλέπε πχ εδώ.

  1. - Πάω κατά κει να κάνω καμιά ψαχτική, να δω τι παίζει με μπάτσους και πώς είναι οι δρόμοι γύρω-τριγύρω κι έρχομαι. Περίμενε εδώ.

  2. - Λέω να πάρω κάνα γκατζέτι να ακούω μουσική στο μετρό. Τι να πάρω εσύ που τα ξέρεις αυτά;
    - Εμ-πι-τρία ή κάναν Άη-ποντ;
    - Για μουπουθρή το λέω, κάνα διακοσάρι το πολύ.
    - Καλά, άσε να κάνω τις ψαχτικές μου και θα σου πω.

  3. - Σε ψήνει κάνα σινεμά το βράδυ;
    - Μέσα, κάνε τις ψαχτικές σου και πε μ'.

  4. (από το λινκ του ορισμού, η ορθογραφία απ' το πρωτότυπο)
    Πέσιμο κα ψαχτική στον Κορυδαλλο από τσέους, τους ειχαν σταματίσει εν κίνηση, ψαχνανε αυτοκίνητο και επιβάτες, το νου σας. Γινετε ψιλοχαμος απο μπατσους σε Νικαια Κορυδαλλο.

Α.Μ.Α.Ν. (στην αγγελία απ\' το 1:44 και μετά) (από vikar, 16/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδέτερο, πληθυντικός. Το κόστος των εργατικών του μάστορα, κυρίως κατά την επισκευή αυτοκινήτου, αλλά και γενικότερα.

Χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό της πληρωμής του μάστορα από το κόστος των ανταλλακτικών.

Ευχαριστώ τον μπρο μου για το παράδειγμα, απ' τη ζωή κ το φόρουμ των 4Τ βγαλμένο, και υπό BEAMS εκπεφρασμένο.

- Άσε ρε μαλάκα, χτες έκανα ένα κατέβασμα από τετάρτη σε δευτέρα με το aururis και πρέπει να πήρα τις βαλβίδες στο χέρι. Ψήνομαι να του πετάξω μια δίλιτρη Carlos Sainz εντίσιον και τα μυαλά στα μπλέντερ.
- Πώς είσαι τόσο σίγουρος πως έχουν γίνει όλα μέσα κώλος, άρα πας για μηχανή και ψάχνεις από τώρα; Έχεις ιδέα πόσο πάει μια σοβαρή μεταχειρισμένη μηχανή μαζί με τα φτιαχτικά; Το τριχίλιαρο το έχεις χαλαρά. Εκτός αν μιλάμε για καμιά μηχανή μπουρδέλο, με τοποθέτηση ακόμα πιο γεια σου. Εκεί, σου βρίσκω μηχανή και με 100 ευρώ. Βρες και ένα μπρατσαρά να την πετάξει μέσα όπως πετάς τα ζάρια και έφυγες. Είναι λοιπόν κουβέντα αυτή που κάνουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους φοιτητές χρησιμοποιούμενο, σημαίνει «δίνω μάθημα». Λέγεται χωρίς άρθρο, ενδεχομένως με την πρόθεση σε.

  1. - Πώς πήγε η εξεταστική;
    - Κατέβηκα σε έξι, πέρασα τα πέντε. Σεπτέμβρη μυρίζει πτυχίο.

  2. - Θα κατέβεις αύριο Φυσική;
    - Δεν έχω διαβάσει χριστό. Θ' αράξω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified