- Βλ. παραδείγματα 1 έως και 3.
Συνώνυμο: στρώνω, πιθανώς και άλλα, περιμένω συμβολή.
Φτιάχνω, με την έννοια του παρασκευάζω. Γιατί όταν σαββατιάζεις, κάθεσαι. Ναι, είμαι εβραιοκαθολικός το θρήσκευμα. Πρόβλημα;
Βλ. παραδείγματα 4 έως και 6.
Το σάχνω στο αμετάβατο σημαίνει έρχομαι στα ίσα μου, γραδάρω, συνέρχομαι μετά από ταλαιπωρία, ή απλά τρώω-πίνω-κάνω κάτι που απολαμβάνω.Βλ. παραδείγματα 7 έως και 7.
Πάλι πίσω στο μεταβατικό, σάχνω κάποιον πα να πει τον φτιάχνω, του δείχνω εγώ, τον κανονίζω, του ξηγιέμαι μόρτικα. Κυρίως σε απειλή και συνεπώς σε χρόνο μέλλοντα, ή σε αφηγηματικό περιβάλλον, οπότε σε αόριστο.
- Άσε, ρε, δε βγαίνω απόψε. Ε, μέχρι να πάω σπίτι, να σάξω μια ομελέτα που δεν έχω φάει τίποτα, πήγε μεσάνυχτα και πού να τρέχεις με τα τακούνια μετά...
- ...και που λες, πήγαμε σπίτι μου, κάναμε γλυκά έρωτα όλη νύχτα και το πρωί της πήγα πρωϊνό στο κρεββάτι.
- Τι μαλακομούνης είσαι συ αγόρι μου... Τέτοιες γκόμενες τις πηδάς το βράδυ, το πρωί τις βάζεις να σου σάξουν μια καφεδιά από 'δω ίσαμ' απέναντι και τις κλωτσάς να φύγουν και να μην ξανάρθουν.- Βάλε τίποτα ρε μάνα να φάμε να σάξουμε, γιατί πολύ κουραστική δουλειά η παραλία.
- Έχω γεμιστά, αγόρι μου, να φάς να θεραπαείς. Σού 'χω και μια Κάιζερ στο ψυγείο.
(θεραπεύομαι, σε τετελεσμένους χρόνους και μόνο: να θεραπαώ - θεραπάηκα κτλ. απολαμβάνω στα λευκαδίτικα. μεταβατικό και αμετάβατο.)
- Θα πιούμε καμιά ουϊσκούμπα να σάξουμε, ή θα τη βγάλουμε στο στεγνό απόψενες;
- Έριξα κάτι τούφεν σλάφεν κι έσαξα.
- Κά-λάααααα...κάνε τέτοιες πουστιές εσύ, και θα σε σάξω εγώ.