Ο τσιφούτης και κακομοίρης, ο μίζερος τσιγκούνης. Η λέξη προέρχεται από παλιά ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία ο βασικός ήρωας είναι έμπορος λαδιού και απίστευτος τσιγκούνης, αν και υπερβολικά πλούσιος.

- Εντάξει, να νοικιάσουμε αυτοκίνητο, αλλά όχι το Hyundai, αφού είναι κατά 5 ευρώ ακριβότερο.
- Καλά ρε γερο-Λαδά, θα δώσουμε 5 ευρώ λιγότερα για να πάρουμε παλιό αυτοκίνητο σε πολύ χειρότερη κατάσταση; Μη τρελαθούμε τώρα... Με μισθό 3.500 ευρώ το μήνα, πώς μπορεί να είσαι τέτοιος γερο-Λαδάς;

Από τον ομώνυμο χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», του Νίκου Καζαντζάκη. Προφανώς ο φίλος εννοεί τη μεταφορά του βιβλίου σε σειρά στην κρατική τηλεόραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρρεν σχετικά προχωρημένης ηλικίας (άνω των 55), ο οποίος γλυκοκοιτάζει γκομενάκια-τρυφερούδια ηλικίας 17-23 και φυσικά τα επιβουλεύεται, σκεπτόμενος το κλασσικό σλόγκαν «έλα στον θείο». Η συμπεριφορά του είναι τις περισσότερες φορές γλοιώδης και η στάση ζωής «θέλω να γαμήσω γκομενάκια» είναι χαραγμένη στο κούτελο του.

  1. Από site ελληνικού blog:
    «Επρεπε να γνωρίζεις αγαπητέ μου ΑΦΜ ( σαν να μιλώ στην εφορία είναι γμτ ), έπρεπε να γνωρίζεις ότι εγώ είμαι γερομπισμπίκης και ουχί πιτσιρίκος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα σχόλια που δέχομαι είναι του στίλ : «Τι έγινε με την μικρούλα γερομπισμπίκη την κατάφερες;»»

  2. Τι καργιόλες είναι οι γυναίκες ρε φίλε... Πέτυχα στο δρόμο εκείνο το βρωμιάρη γερομπισμπίκη που μένει στην πολυκατοικία μου, με ένα μουνάκι γύρω στα 20. Εμένα μ' έχει στο κλάσιμο και πάει μ' αυτόν... Απίστευτο...

(από krepsinis, 13/09/08)Τώρα ΚΑΙ σε βάρκα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αφορμή την πρόσφατη έρευνα του ΣΚΑΪ, για τους 100 σημαντικότερους Έλληνες [ένας από αυτούς είναι και ο γνωστός Σχης - πραξικοπηματίας του 1967], παραθέτω τον κλασσικό πια αφορισμό, που ακούγεται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.

Ως γνωστό, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και ένας εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος των Συνταγματαρχών, το οποίο πρόλαβε τους Στρατηγούς και έθεσε τη χώρα στο γύψο για 7 χρόνια [1967-1974].

Ο αφορισμός αποτελεί έκφραση αγανάκτησης ανάμεσα σε Νεοέλληνες, ως επί το πλείστον γεννημένους μεταξύ 4ης και 5ης δεκαετίας του 20ου αιώνα, με το πολιτικό σύστημα της χώρας μας και τον Κοινοβουλευτισμό γενικότερα. Ο Παπαδόπουλος, κρίνεται ως τιμιότερος και γνησιότερος των σημερινών πολιτικών, και τον επικαλούνται ως σωτήρα για την έξοδο της χώρας από τη σημερινή δομολειτουργική και θεσμική κρίση.

Η έκφραση περικλείει το νόημα της ανάγκης για νομιμοφροσύνη και αυστηρότητα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν άμεσα τα κακώς κείμενα του έθνους: διαφθορά, ραστώνη, λούφα, ψευτιά, ωχαδελφισμός. Με μία λέξη: βούρδουλας.

Ουδεμία η σχέση του Συνταγματάρχου, με τον μακαρίτη Πρόεδρο της Κύπρου, που απεβίωσε πρόσφατα.

  1. Σχόλιο blogger:

'Aχ, βρε ένας Παπαδόπουλος χρειάζεται, τότε όλα δούλευαν ρολόι…’ ΑΥΤΗ η φράση δεν είναι δική μου και δεν συμφωνώ ποτέ με απολυταρχικά καθεστώτα. Είναι όμως τα λόγια απλών ανθρώπων στους σκοτεινούς δρόμους και γειτονιές της Αθήνας μετά από τις πολύωρες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος. Μερικοί μάλιστα σχολίαζαν δυσμενώς με λόγια που δεν μεταφέρονται στο γραπτό λόγο για λόγους δεοντολογίας. Οργή και αγανάκτηση παντού.

  1. Σχόλιο σε forum του ΣΚΑΪ:
    Αχ βρε Χάρη Χαβέλα, είμαι 27 ετών, δεν έζησα την εποχή του Παπαδόπουλου, αλλά πιστεύω ότι η σημερινή κατάντια της δημοκρατίας θα σωθεί μόνο με μια Επανάσταση.. δυστυχώς μας έφτασαν σε αυτό το σημείο οι ανίκανοι πολιτικοί. Να νοσταλγούμε την εποχή του Παπαδόπουλου. Πού είσαι Παπαδόπουλε να προστατεύσεις την πατρίδα μας από τους άχρηστους!!

(από pavleas, 23/02/09)(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προς εγκλεισμό. Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε την απόρριψή μας για κάποιον που θεωρούμε ότι δεν έχει σώας τας φρένας. Ως γνωστόν, τα ψυχιατρεία έχουν κάγκελα, προκειμένου να εμποδίσουν τη φυγή των ασθενών.

  1. Σχόλιο από το διαδίκτυο

Είσαι για τα σίδερα
Την προηγούμενη Τετάρτη βγήκα για ποτό με έναν φίλο μου. Αργότερα μας συνάντησε και μια φίλη μου. Η βραδιά κυλούσε όμορφα συζητώντας. Ο φίλος μου να λέει για μια γκόμενα που τον ταλαιπωρεί, εγώ να παραπονιέμαι για το 2008 που μου δείχνει τα δόντια του και με δαγκώνει ακόμη δεν γνωριστήκαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και κατά πάσα πιθανότητα είναι τουρκικής προελεύσεως. Σημαίνει ότι συγκρούομαι σφοδρά με κάποιον, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες και με μηδαμινές σχεδόν πιθανότητες επανασύνδεσης. Συνώνυμο με το γίναμε από δύο χωριά χωριάτες.

- Ο Στέλιος ήρθε χθες από τη Θεσσαλονίκη και βλέποντας ξαφνικά τον Βασίλη στο σπίτι γινήκανε ανάμια για τα κληρονομικά. Δεν θα το αντέξει η καημένη η μάνα τους, για πόσο καιρό θα συνεχιστεί αυτό άραγε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάλαι κραταιά Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, για παππούδια άνω των 60 ή μητσάρες ανά την ελληνική επικράτεια.

Έλα να δούμε ποδόσφαιρο, Νικολάκο. Σήμερα παίζ' η Γιουγκοσκλαβία με τσ Τσεχοσκλοβάκους!

(από krepsinis, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

H γκέλα, λέξη τουρκικής προελεύσεως [τουρκ. gele] είναι η αναπήδηση, το γνωστό γκελ, που χρησιμοποιείται και στα Νέα Ελληνικά. Χαρακτηριστικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αναπήδηση της μπάλας σε κάποια επιφάνεια. Μεταφορικά περιγράφει την αποτυχία, όταν δηλ. κάτι δεν έχει την επιθυμητή εξέλιξη. Συχνή έκφραση ταβλαδόρων, που περιγράφει το κακό αποτέλεσμα της ρίψης ζαριών. Κυρίως χρησιμοποείται στην αθλητική φρασεολογία, περιγράφοντας την κακή απόδοση μίας ομάδας.

  1. Τίτλος αθλητικού άρθρου: «Γκέλα» του Ιωνικού στην Α' Γυναικών

  2. Έτερο αθλητικό άρθρο: Τριπλή γκέλα των πρωτοπόρων
    Ήταν η πρώτη φορά φέτος στο πρωτάθλημα της Α’ Κατηγορίας, που κανείς από τους τρεις πρωτοπόρους δεν κατάφερε να κερδίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «γκιαούρης» είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους άπιστους, τους χριστιανούς, από τους Οθωμανούς. Συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στη λογοτεχνία, με στόχο να καταδείξει το μίσος των αλλόθρησκων εναντίον των χριστιανών. Λέξη προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. gâvur, δάνειο από τα Φαρσί - gäbr 'πυρολάτρης'].

  1. Από blog στο διαδίκτυο:

Αυτό συμβαίνει γιατί στερούμαστε Δικαιοσύνης, αγάπης, ειρήνης, κατανόησης. Ποτέ δεν βάλαμε τον εαυτό μας στην θέση του άλλου. «Είσαι αρμένης; Να ψοφήσεις. Είναι Ρωμιός; Να πάθεις τα χειρότερα, βρώμιε γκιαούρη». Με τι καρδιά τα λέμε όλα αυτά; Ποιοι είμαστε τελικά; Έχετε ακούσει κανέναν να λέει: «Ας ακούσουμε τα παράπονα των Κούρδων;». Μήπως οι αριστεροί συζήτησαν από την τηλεόραση τα γεγονότα του παρελθόντος; Λογοδότησε η νοοτροπία που θεωρεί του Αλεβίτες ανύπαρκτα όντα;

  1. Στίχοι ρεμπέτικου άσματος:

Όταν του έρθει ο σεβντάς
πεθαίνει ο γκιαούρης,
τότε γεμίζει ο ντουνιάς
και βγαίνει ο καμπούρης.

Το παλληκάρι της σκιάς
με το μακρύ το χέρι
ανάβει το φως της καρδιάς,
αθάνατο ξεφτέρι.

Είναι ο μύθος του φτωχού,
του λόγου παραστάσεις,
κι έγινε θρύλος του λαού,
του γέλιου αντιστάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πραγματική σημασία της λέξεως είναι η παρδαλή κατσίκα ή προβατίνα, άνω των 6 ετών, που δεν γεννάει πια. Υβριστικά χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός άσχημη γυναίκας προχωρημένης ηλικίας. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα αλβανικά [αλβ. gjosa, γίδα].

  1. Ο Εθνικός Σταρ είμαι εγώ και όχι η γριά γκιόσα! (δήλωση Εθνικού Σταρ Ανδρέα Ευαγγελόπουλου).

  2. (καταχώρηση από το Agrotravel.gr)
    «Επισκεφθείτε τα «γκιοσάδικα» στο Δήμο Μiδέας της Αργολίδας. Κάθε χρόνο, από τον Απρίλιο , την Κυριακή του Θωμά, έως τις 14 Σεπτεμβρίου (συνήθως), είναι η καλύτερη εποχή για τα παραδοσιακά εστιατόρια της περιοχής να ετοιμάσουν , με τον μοναδικό τους τρόπο, την γκιόσα , ψημένη σε πετρόχτιστο φούρνο. Πλησιάζοντας, η μυρωδιά προμηνύει τι «μέλλει γενέσθαι» και αποχωρώντας …δεν είστε σε θέση να σκέφτεστε καθώς η γαστριμαργική σας εμπειρία και το ντόπιο κρασί δεν σας το επιτρέπουν».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified