Ιδιότροπη χρήση του «νομίζω», ως ερώτηση, στο τέλος αυστηρά πρότασης –σχετικά παλαιάς κοπής σλανγκ. Τώρα, τι περιέχει/περιείχε η προηγούμενη πρόταση...

Χμμμ, περιέχει/περιείχε βασικά ένα ακαταμάχητο επιχείρημα, μια απόδειξη για το επιχείρημα, που αντικρούει και εκμηδενίζει ότι είχε ειπωθεί πριν από τον ταπεινωμένο συνομιλητή-αντίπαλο. Περιείχε μια κωλοτρυπίδα τόσο μεγαλειώδη μέσα στο απροσδόκητό της και απροσδόκητη μέσα στο μεγαλείο της που κάνει ακόμα και αυτόν που την εξέφρασε να απορεί για αυτό που είπε («τι είπα πάλι ο πούστης!») –εξ ου και η ερωτηματική διατύπωση. Συνήθως δεν περιείχε παρά μια μαλακία, δηλαδή, αλλά το άτομο που το λέει είναι πάνω από όλα αυτά.

συζήτηση μπροστά στον υπολογιστήρα

- Εγώ πάντως νομίζω ότι αυτό το «νομίζω;» δεν το λέει κανείς πια...
- Μα γιατί το λες αυτό ρε μαλάκα, εγώ το ακούω συνέχεια...
- Μπα, εγώ νομίζω, δεν το λέει κανένας... μαλακίες λες...
- Μα γιατί ρε μαλάκα, δηλαδή, ο ψηλός δεν το λέει, ο χοντρός δεν το λέει, ο άλλος... Το λέει όλος ο κόσμος, βασικά, απλά είναι τόσο διαδεδομένο που δεν το παρατηρείς πια... Αυτό συμβαίνει σε πολλά πράγματα, πουχού...
- Ώχου ρε μαλάκα, άσε με να νομίζω να 'ούμε ότι δεν το λέει κανείς, άσε με ρε πούστη....
- ..................... Νά το ρε μαλάκα, το γράφει κι εδώ στο slang.gr... Νομίζω;
- Νομίζεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ουτοπικός κόσμος στον οποίο οι γυναίκες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, χωρίς υπόλοιπα. Αυτές που σου λένε:

1) μωρό μου, είμαι λίγο νευρική, να σου πάρω μια πίπα;

και αυτές που σου λένε:

2) μωρό μου, σε βλέπω λίγο νευρικό, να σου πάρω μια πίπα;

Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά μια άθλια, σεξιστική εξυπνάδα που ήθελα από καιρό να γράψω, και η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κι αν επέλθει το τσιμπούκι το επιούσιο, εύκολα ή δύσκολα, μερακλίδικα ή ερασιτεχνικά, με αφοσίωση ή από καθήκον, μπορεί να κρύβει παγίδες. Αν η σεξουαλική σύντροφος σκύψει, τότε θα σηκωθεί, ακολουθώντας το νόμο του ό,τι πέφτει σηκώνεται. Στην περίπτωση που, έχει κρατήσει χαρακτήρα μέχρι το τέλος, τότε μπορεί να θέλει φιλάκι ως επιβράβευση. Κι αν δεν έχει κρατήσει χαρακτήρα, ακολουθεί μέχρι τέλους το η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι, μπορεί αυτό που ήταν μια νίκη του ανδρισμού σου, γυρνάει μπούμερανγκ. Εξ ου και τσιμπούμερανγκ. Αντιγράφουμε:

μπούμερανγκ, ουδέτερο· - βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που αποτελείται από ένα κομμάτι σκληρού καμπύλου ξύλου και που έχει την ιδιότητα να επιστρέφει στο σημείο από το οποίο εκτοξεύθηκε.
- (μεταφορικά) Λέγεται για μια εχθρική πράξη που στρέφεται εναντίον του ίδιου που την έκανε.

Σημαντικό είναι, για να μπούμε και στην ψυχολογία του αποδέκτη του τσιμπουκιού, ότι δεν είναι απαραίτητα οι τσιμπουκλούδες που ζητάνε το φιλάκι -στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί δόλος, αλλά και πραγματικά συγκινημένες από το όλο συμβάν κοπελίτσες, οι οποίες απλά θέλουν το φιλί, για να μη νιώθουν και ενοχές κλπ. Και είναι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το φοβερό τσιμπούμερανγκ.

Το λήμμα αποτελεί λεξιπλασία ύστερα από σχετικό ανοιχτό κάλεσμα του χρήστη Βράσταμαν ο οποίος και εντόπισε το σχετικό κενό στην ελληνική slang και γι' αυτό του αξίζει ένα φιλί, κανονικό.

Εξίσου εύγλωττο συνώνυμο που προήλθε από την πρωτοποριακή αυτή διαδικασία: χυσόφιλο.

Η σλανγκ γύρω από το τσιμπούκι είναι τόσο μεγάλη, που το να παρατεθούν περαιτέρω σχετικά λήμματα, σίγουρα θα αδικούσε εκείνα που από αβλεψία θα λησμονούσα.

- Μωρό μου, σταμάτα να βλέπεις το ντοκιμαντέρ με τους Αβορίγινες την ώρα που σε πιπώνω, θα σου γυρίσει τσιμπούμερανγκ....!
- Ναι μωρό μου, το κλείνω μωρό μου, μην εκνευρίζεσαι γιατί βάζεις δόντια...

σπάνια φωτό τρομαχτικού τσιμπούμερανγκ, δημοσιεύεται με άδεια από australia heritage foundation, διακρίνονται και μερικά αχνιστά φλόκια (από xalikoutis, 22/01/09)Ένα από τα νησία Spratley στην Ινδοκίνα. "Spratley Islands" τσιμπουμεραγκικώς αναγραμματίζεται ως "Lady\'s lips, astern" (από Vrastaman, 23/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής φράση. Ως επιφώνημα σημαίνει «τρέλα!» ενώ ως επιθετικός προσδιορισμός, σημαίνει «τρελός/ή/ό», με την έμφαση να πέφτει στην άγνοια κινδύνου - στα όρια του απονενοημένου διαβήματος - που συνοδεύει μια ανορθολογική, παράτολμη, και γενικά φεύγα και γεια σου πράξη.
Προέρχεται από το «άλμα/πήδημα του θανάτου», το γνωστό νούμερο του τσίρκου, το οποίο προφανώς είχε γίνει γνωστό με την ιταλική του ονομασία, λόγω των ιταλικών καταβολών του τσίρκου ως θεάματος.

Το να κάνεις το άλμα στο κενό ή στην άλλη πλευρά (αυτή του παραλόγου) ως συνώνυμο της τρέλας ανακλάται φυσικά και στο κλασικότατο σαλτάρω.

Η φράση χρησιμοποιείται και σχεδόν κυριολεκτικά στην ειδησεογραφία σε σχέση με αυτόχειρες, και παίζουν και άπειρα λογοπαίγνια-σεφερλισμοί λόγω «πηδήματος».

- Πάω να της μιλήσω...Λίλιαν είπαμε;
- Σάλτο μορτάλε φίλε...
- Λες δηλαδή να πηδήξουμε
- μμμμ....

ΚΑΙ σαλταρισμένος ΚΑΙ σαλτάρει (από Galadriel, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται προειδοποιητικά ύστερα από την επισήμανση αστυνόμων στον οπτικό ορίζοντα, προς παρευρισκομένους που δεν έχουν χαμπαριάσει.

Η φράση προέρχεται από παιδικά βιβλία και παιδικές εκπομπές που μάθαιναν και μαθαίνουν στα παιδιά τα ζώα του αγρού, της φάρμας, της ζούγκλας κ.λπ.

Η φράση λέγεται στους μικρούς μας φίλους με παρηγορητική και παραμυθιακή προσωδαία, καθώς με την εμφάνιση των μπάτσων, δώσ' του κλότσο να γυρίσει κ.λπ.

- Και... οι φίλοι μας τα ζώααα... εκεί στο στενό με τα δέντρα...
- Έτσι, έτσι, και είχα ανησυχήσει...

(από xalikoutis, 19/01/09)(από xalikoutis, 19/01/09)(από xalikoutis, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχώρος είναι πλέον ένας σκωπτικός χαρακτηρισμός για τα διάφορα και καλά κουλτουριάρικα μαγαζά, που συνδυάζουν το κλασικό με το καινούργιο, τις εκθέσεις video art με το έντεχνο κατσιμηχέσω, το μεζεκλίκι με το μπλιμπλίκι, την έκθεση ασπρόμαυρης φωτογραφίας με το τάβλι, τα ζογκλερικά με το κοκορέτσι, και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Το να ονομάζεται το κάθε μαγαζί και το κάθε ο,τιδήποτε πολυχώρος, έχει ουσιαστικά την εξής λειτουργία: όσο και καλά διαφοροποιούνται και ποικίλουν οι χρήσεις ενός χώρου, τόσο ομογενοποιούνται οι και καλά εντός του.

Μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να χαρακτηρίσει και άτομα που έχουν ήδη αφήσει πίσω τους το λατέρνατιβ.

Ένα σημαίνον που το περιεχόμενό του τείνει προς το μηδέν, ακολουθώντας την ίδια πορεία που ακολουθεί και το σημαινόμενο.

- Και τι ναι αυτό το Psemmata;
- Τι είναι; Ε, βασικά έχει ένα καφέ, έχει ένα στούντιο για σύγχρονο χορό... διακόσμηση με επιρροές από σπαγγέτι γουέστερν...α, και κάνουν και παραστάσεις καραγκιόζη....
- Κατάλαβα, πολυχώρος...

(από Vrastaman, 16/01/09)ενοικιάζεται για όποιον ενδιαφέρεται (από gaidouragathos, 03/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είχε κύρια χρήση στο μπάσκετ της αλάνας, και λεγόταν με παράπονο από παίχτη που αστόχησε σε σουτ υπό πίεση ή που διέβλεπε ότι το σουτ του θα ήταν άστοχο (που ήθελε η μπάλα να κάτσει, δηλαδή να χλατσώσει).

Πέρα από αυτή τη χρήση προφανώς είχε χρήση ή προήλθε από το σεξουαλικό πεδίο. Προφέρεται γενικά για οτιδήποτε θηλυκό θέλουμε να (μας) κάτσει: μπάλα, μπίλια, ζαριά, γυναίκα... (το «Καύκασοoo» προφέρεται σε αυτές τις περιπτώσεις με fade out).

Η φράση αντλεί τη δύναμη της από την παρήχηση του «Κ» και από τη φαλλική εικόνα της οροσειράς του Καυκάσου ως προμηθείκού ύψους και όγκου βουνού. Ενέχει και ένα είδος ανιμισμού που θυμίζει το ρούφα κώλε το ποτάμι, μιας και γεννητικά όργανα μπλέκουν κι εδώ με στοιχεία της φύσης.

- Ουγκχχχ (σουτ με σπάσιμο μέσης και εν μέσω αγκωνιών)... κάτσε μωρή στον Καύκασοοο!
- Τι να κάτσει ρε μαλάκα, μάθε μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο «καλός» μπορεί να συνοδεύει το χαρακτηρισμό μαλάκας με στόχο να επιταθεί, ή μάλλον να αποκατασταθεί η, φθαρμένη από την πολυχρησία, έννοιά του. Το «καλός» λοιπόν κυρίως δηλώνει ότι ο χαρακτηριζόμενος ως μαλάκας είναι ένας μαλάκας που είναι απολύτως αντάξιος του τίτλου του μαλάκα: είναι ο άρτιος μαλάκας, ο άξιος να λέγεται μαλάκας.

Κύριο χαρακτηριστικό του «καλού μαλάκα» είναι, φυσικά, ότι κάνει τις ίδιες μαλακίες ξανά και ξανά, χωρίς να μαθαίνει από το ιστορικό μαλακίας του ή από την πανανθρώπινη ιστορική εμπειρία του τι συνιστά μαλακία.

Με λίγα λόγια: «καλός μαλάκας» είναι ο μαλάκας που είναι μαλάκας που είναι μαλάκας.

α) - Πεντακόσες φορές σου είπα να βάζεις το σωλήνα πάλι στη χέστρα, εσύ σαν καλός μαλάκας πάλι έξω τ' άφησες ... σφουγγάριζε τώρα μαλάκα ...

β) - Αφού ρε μαλάκα σ' το πα, ο μαλάκας δεν το έχει σ' αυτά, πάρ' την να βγείτε μόνοι σας και άσ' τον αυτό να λέει τις μαλακίες του στην άλλη ... - Μην είσαι μαλάκας να πούμε, εγώ δεν κάνω μαλακίες, παρέα ήμασταν ... εγώ νομίζω πως καλά τα λέει, αυτός τους μίλησε ... - Ε, καλός μαλάκας είσαι κι εσύ ...

Καλός Μαλάκας, της μοδός. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το με δικά σου λόγια!, η φράση «άγνωστες λέξεις» προέρχεται από το σχολείο και το φροντιστήριο, από τα γλωσσικά μαθήματα (ελληνικά και ξένων γλώσσων). Ο διδάσκων, μετά την ανάγνωση κάποιου κειμένου, καλεί τους μαθητές να του επισημάνουν τους όρους το περιεχόμενο των οποίων αγνοούν, για να τους διαφωτίσει.

Στη σλανγκ κυρίως βρίσκει χρήση σε καταστάσεις όπου ο χρήστης δεν θέλει να εμπλακεί σε συζήτηση για πολύπλοκα, τεχνικά ή αόριστα θέματα και εγκαλεί τον συζητητή του για το βαρύγδουπο των εκφράσεων που χρησιμοποιεί. Ειδικά σε περιπτώσεις που οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι δυσανάλογα βαρύγδουποι και σύνθετοι για το θέμα. Δεν σημαίνει δηλαδή απαραίτητα άγνοια των όρων, αλλά διάθεση απεμπλοκής από συζήτηση πριν αυτή καταλήξει στο να πεις «ε, το το γάμησες και ψόφησε».

- Κοίτα Λευτέρη, θεωρώ αποκλειστικά υπεύθυνο το Λουζιτανό γιατί με τους ντιλετάντικους χειρισμούς του στην άρρητη δυναμική των αποδυτηρίων αποδόμησε την, ανασταλτική κυρίως, παρρησία της ομάδας...
- Ώπα δικέ μου, έχω άγνωστες λέξεις... Θες να πεις ότι ήταν μαλάκας με τους παίχτες; Εγώ νομίζω ότι και οι παίχτες ήταν μαλάκες...
- Εεε, κι αυτό σωστό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επαναληπτική καραμπίνα: ηχοποίητος όρος που προκύπτει από το χαρακτηριστικό ήχο κατά την επαναγέμιση. Απαντά και ως «χράπα χρούπα».

Όπλο γαμαωδέρνουλων (βλ. και επαναληπτική καραμπίνα) αγαπημένο κατά χοιρινών θηραμάτων, στην ύπαιθρο και την πόλη, ειδικά στην, πριονισμένη ή όχι κοντόκαννη, εκδοχή της.

Προσανατολίζομαι στην αγορά μιας επαναληπτικής καραμπίνας (χράπα-χρούπα) και έχω κάποιους συγκεκριμένους προβληματισμούς...

από site για το κυνήγι...

[ο Steve McQueen [Getaway, 1972) σφίγγεται με τη χλαπαχλούπα στο χέρι και την πρωτο-λατίνα συμπρωταγωνίστρια στο πόδι και στο χέρι.... (από xalikoutis, 30/12/08)](http://s.slang.gr/media/200812/50d6f8615efaf302892d-1428190097_320x180.jpg)Ζαμπέτας - Μανταλένα: Χλάπα-χλούπα (δις), παίζω εγώ το μπαγλαμά, ντρίγκι-ντρίγκι (δις), τί τα θέλω τα λεφτά... (από HODJAS, 26/10/10)Κρητικό Βράιγ (από Vrastaman, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσκίζω την κωλοτρυπίδα, σκίζω τα βάρδουλα.
Πολύ ηχηρή φράση της κρεβατοκάμαρας, τόσο ηχηρή που περισσότερο παραπέμπει στους έρωτες των κωλομπαράδων παρά σε ετεροφυλικό πρωκτικό. Τόσο ηχηρή λέγω, που αν στην πει γκόμενα μάλλον έπεσες σε αυτό που λέμε γκόμενα - πούστη, γάμησε τα γενικώς, αλλά ειδικώς OK.

Η δύναμη της φράσης φυσικά έγκειται στο ότι αναφέρεται στη σωματική φθορά / ηδονή που προκαλεί το γαμήσι του ξεφτιλίζοντα τον πρωκτόν, αλλά έμμεσα, τουτέστιν μέσα από την ψυχοκοινωνικοηθική κατάντια που το συνοδεύει.

Από αυτήν την άποψη, η φράση είναι σπάνια καθώς αποδίδει ηθική αυτονομία στον πρωκτόν και βραχυκυκλώνει σώμα, ψυχή, όλον και μέρη, με κάργα ευφάνταστο τρόπο.

- Έλα, έλα δω, θέλω να μου ξεφτιλίσεις τον κώλο....
....
- ε όχι ρε μαλάκα....χαχαχαχαχαχ....
- Έλα αγόρι μου, τι γελάς αγόρι μου;
- Είσαι ότι να ναι μωρό μου....

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και σπάω (κάποιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified