Κάπως απαρχαιώμενος τρόπος να δηλωθεί κορεσμός από κάποιο έδεσμα - με έμφαση στο λάδι.
Πλέον χρησιμοποιείται κυρίως από έμπειρα γκαρσόνια ταβέρνας που προσπαθούν να σπρώξουν κάποιο επιπλέον πιάτο σε πελάτη που κάνει κράτει.

- Να βάλω αδελφέ και μια αγγουροντομάτα να λιγδώσει τ' άντερο, να σε πιάσει να 'ούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To eπιφώνημα αυτό, δηλωτικό στοιχειώδους νοητικής διεργασίες την οποία διέρχεται ο εγκέφαλος του ομιλητή, εσχηματίσθη κατά το μούμπλε μούμπλε, το οποίο και αντικατέστησε στις αρχές του 21ου αίωνα.
Σημαίνει είτε «ψάχνω στο google», είτε «ψάξε στο google» όταν αναφέρεται σε δραστηριότητα, ενώ όταν αναφέρεται σε εσωτερική διεργασία περιστρέφεται γύρω από τα ερωτήματα «πως μου το είπε μωρέ» ή «πως το λέγανε» ή ακόμα χειρότερα «τι ήθελα να ψάξω;» που είναι και οι μόνες μορφές αυτοδιερώτησης και γενικά σκέψης που έμειναν στον άνθρωπο μετά την εφεύρεση του παντοδύναμου και πανθορόντος ψαχτηρίου.

- Ρε συ, πως τον λέγανε αυτόν που πέθανε στο σταυρό, θρησκεία κι έτσι;
- Χριστέ και παναγία μου, ψάξε στο google, τι με ρωτάς...βάλε σταυρός, θάνατος....
- Mμμμ, γούγλε γούγλε....

Το γούγλε σε 20 χρόνια (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπακαλιάρος στην Κρήτη, προφ ο παστός, τι παστός, δηλαδή, αλίπαστος και βάλε! Γιατί ήταν κάποτε το φτηνό διαθέσιμο ψάρι, ειδικά στην σχετικώς μακρινή από τη θάλασσα ενδοχώρα.

Ηταν "πιστός φίλος" των Πορτογάλων, "ψάρι του βουνού" το έλεγαν οι Ισπανοί, "Φτωχογιάννη" οι Κρητικοί, άλλαξε το διατροφικό χάρτη της Ευρώπης. Στα παραθαλάσσια μέρη είναι εύκολο να βρεθεί ψάρι, στα ενδότερα όμως ο παστός μπακαλιάρος δίνει τη λύση, φτηνή και νόστιμη». πηγή

Η τιμή του παστού μπακαλιάρου φαίνεται πως ήταν προσιτή. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει πως στο χρηματιστήριο της αγοράς τροφίμων ένα κιλό μπακαλιάρος πήγαινε ένα κιλό λάδι όσο θυμόταν! Προχθές που τον αγόρασα 11 ευρώ είχε το κιλό. Το λάδι φέτος ίσα που ξεπερνά τα 2 ευρώ! Αχ γιαγιά που είσαι να δεις πως έγινε είδος πολυτελείας ο φτωχογιάννης! πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβάντζα ή καβάτζα: κατάλληλο μέρος για στήσιμο σκηνής (απήνεμο, ανήλιαγο, κλπ κλπ).

Το αίσθημα ιδιοκτησίας, νομής κατοχής και ψιλής κυριότητας προς αυτό το μέρος και των βοηθητικών του χώρων (γύρω καβάτζες) συνήθως αυξάνει ευθέως ανάλογα προς το βαθμό χιπισμού (άρα και αντι-ιδιοκτησιακής ρητορείας) του κατασκηνωτή.

Επίσης, βαρετό θέμα συζήτησης μεταξύ ελευθεροκατασκηνωτών που βρίσκονται τον Σεπτέμβρη και δεν έχουν ουσιαστικά κάτι να συζητήσουν...

- Μου 'κατσε στο Κεδρόδασος μια καβάτζα μπερεκέτι, φίλε...μέχρι Νοέμβρη καθόμουνα, σου λέω...
- Ναι, ε; Γαμώ φίλε...

Βλέπε και χεσοκαβάντζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το τσόκαρο, το παραδοσιακό με ξύλινη σόλα, και το σαμπώ
    και κυρίως
  2. η γυναίκα τσόκαρο, η Κατίνα.

Ηχοποίητη λέξη από τον ήχο του τσόκαρου σε μαρμάρινα και ξύλινα κυρίως πατώματα.

  1. Άσε μας μωρές με την κλατσάρα, που έμαθε και τα σπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είχε κύρια χρήση στο μπάσκετ της αλάνας, και λεγόταν με παράπονο από παίχτη που αστόχησε σε σουτ υπό πίεση ή που διέβλεπε ότι το σουτ του θα ήταν άστοχο (που ήθελε η μπάλα να κάτσει, δηλαδή να χλατσώσει).

Πέρα από αυτή τη χρήση προφανώς είχε χρήση ή προήλθε από το σεξουαλικό πεδίο. Προφέρεται γενικά για οτιδήποτε θηλυκό θέλουμε να (μας) κάτσει: μπάλα, μπίλια, ζαριά, γυναίκα... (το «Καύκασοoo» προφέρεται σε αυτές τις περιπτώσεις με fade out).

Η φράση αντλεί τη δύναμη της από την παρήχηση του «Κ» και από τη φαλλική εικόνα της οροσειράς του Καυκάσου ως προμηθείκού ύψους και όγκου βουνού. Ενέχει και ένα είδος ανιμισμού που θυμίζει το ρούφα κώλε το ποτάμι, μιας και γεννητικά όργανα μπλέκουν κι εδώ με στοιχεία της φύσης.

- Ουγκχχχ (σουτ με σπάσιμο μέσης και εν μέσω αγκωνιών)... κάτσε μωρή στον Καύκασοοο!
- Τι να κάτσει ρε μαλάκα, μάθε μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που συνοδεύει την επαναδιατάξη μαλαπέρδας και καμπανελιών, τα οποία έχουν μετατοπιστει σε άβολη ή και επώδυνη θέση λόγω έντονης -λέμε τώρα- σωματικής προσπάθειας ή ξεχειλωμένου εσώβρακου, ή -συνηθέστερα- και των δύο.

Γίνεται και λέγεται χαρακτηριστικά σε άκυρες στιγμές και κενό επικοινωνιακά χρόνο, δλδ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φράση/χειρονομία αντίστοιχη του σε συνδέω (με Κάιρο).

- Λοιπόν, απορώ με σένα ρε φίλε, πώς μπορείς να βγαίνεις κάθε βράδυ με αυτούς τους...
- Μισό λεπτό, να βάλω τα πράγματα στη θέση τους... αααχ, έτσι είναι καλύτερα... τι έλεγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονολεκτική απαξίωση προς κάποιον που καυχιέται (μισοκακόμοιρα) επειδή έκανε κάτι το αυτονόητο και μάλιστα καθυστερημένα. Αρχαίο μεν, σλανγκ δε.

- Κοίτα μωρό μου, έπλυνα τα πιάτα! καλά δεν έκανα, ε; ε, μωρό μου;
- Εδέησες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι άντρας (ή όπως λένε στις φυλακές «100% αρσενικό») και μπεσαλής. Και λογοτιμήτης.
Συχνή η αθλητικο-καφενειακή (ραδιόφωνα, φόρουμ κλπ) χρήση.

«Ζητάω προστασία από τον πρόεδρό μου. Αυτό που ζητάω δεν είναι παράλογο. Όχι, δε θέλουμε να τον φάμε. Θέλουμε να γίνει δυναμικός και να μας δείξει πράγματι ότι είναι παντελονάτος».

Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified