γαμώφωτο, το (ουδ.)

Ο «ρομαντικός» φωτισμός, ο χαμηλός, αυτός που προετοιμάζει το έδαφος για γαμησάκι... Συγγενής λέξη με τη γαμωτζάζ. Λέγεται και γαμησόφωτο.

Σχετικά με το θέμα της ορθογραφίας όπου ξενίζει το γαμω-, βλ. το σχόλιο που βάζω επί τη ευκαιρία στο λήμμα γαμο-.

- Λες να έχω πρεσβυωπία; Προσπαθώ να διαβάσω και δεν βλέπω την τύφλα μου...
- Ε άναψε κανα φως που προσπαθείς να διαβάσεις με το γαμώφωτο ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για την καλής πχιόττας και φρέσκια ζουζού, η οποία, στο κουτάλι όπου την καις, σπαρταράει και καλούα σαν το ετοιμοθάνατο αλλά ακόμα ζωντανό έρμο ψάρι στο καφάσι του ψαρά. Με αυτήν δεν έχει ντέρτι, λέμε τώρα.

Έλα από το σπίτι απόψε να γίνουμε, έχω καλό σταφ. Σπαρταράει στο κουτάλι μιλάμε!

(από joe909, 30/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος αναψυκτικού (δεν είναι μάρκα, γι' αυτό και το καταχωρίζω). Υπήρξε, ας πούμε, η ελληνική κοακόλα πριν έρθει η αυθεντική. Χρονολογείται από το 1928, αλλά υπάρχει ακόμα, σε διάφορες μάρκες: «Γεράνι», «Τεμένια», πιθανόν κι άλλες.

Βλ. εδώτο βιογραφικό και τα συστατικά της.

Θερινό σινεμά δεκαετίας 60-70, στο διάλειμμα, ο πωλητής με τον δίσκο:
- Μπυράλ, κωκ, πασατέμποοοο!

(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαύρο που καπνίζεται με μια πατέντα που μετατρέπει σε ναργιλέ ένα ποτήρι γεμάτο νερό.

Αντί νορμάλ τζιβάνας βάζουμε μια πολύ μακριά, σχεδόν σε μέγεθος καλαμακιού, την τυλίγουμε με σελοτέι ώστε να αδιαβροχοποιηθεί (το απλό καλαμάκι δεν μας κάνει, έχει πολύ μεγάλη και ελεύθερη διάμετρο σε σχέση με τη τζιβάνα), ανάβουμε το γάρο, βυθίζουμε το ιδιότυπο αυτό τσιγαριλίκι (όχι από τη μεριά της κάφτρας) μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, καπακώνουμε το ποτήρι με την παλάμη μας, ο μπάφος είναι ανάμεσα σε 2 δάχτυλα και όλο το άλλο στεγανό, και από το κενό του αντίχειρα με τον δείκτη, το οποίο εφάπτεται του χείλους του ποτηριού, ρουφάμε τον καπνό θαρραλέα.

Πατέντα περασμένων ένδοξων δεκαετιών, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα, τώρα που τεσπα η αγορά βρίθει μικροναργιλεδακίων.

Θυμάσαι ρε μαλάκα τότε που κάναμε διάφορα κόλπα για να γίνουμε; Τι γεμιστάκια, τι με το σπιρτόκουτο, τι ποτηράτα...

Δεν βρήκα ποτηράτο, βρήκα όμως κοκακολάτο. (από Vrastaman, 19/06/11)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζώο, το οποιοδήποτε ζώο, αλλά κυρίως ο σκύλος, το άλογο, η γάτα, γενικά τα έξυπνα εξημερωμένα.

Παλιά λέξη (του λαού) που χρησιμοποιούνταν από όσους παραδέχονταν ότι τα ζώα έχουν νοημοσύνη, άρα από αυτούς που τα σέβονταν και τα αγαπούσανε.

  1. σ.ς. σε αυτό το παράδειγμα, που είναι και η μόνη αναφορά στο νέτι, ο Παλαμάς χρησιμοποιεί τη λέξη για το άλογο, αλλά ο Γ.Π. Σαββίδης δίνει μια διαφορετική ερμηνεία, μάλλον του κεφαλιού του. Το καταθέτω όμως, να υπάρχει.

χρήστης Α:
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε !»

Από το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ο Γκρεμιστής».

Το ''νοητάκι« τι είναι;

Χρήστης Β:
Μου κίνησε την περιέργεια το »νοητάκι« και το έψαξα λιγάκι. Σύμφωνα με το γλωσσάρι του Γ.Π. Σαββίδη στα Άπαντα του Παλαμά:
ΝΟΗΤΑΚΙ Μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες

από εδώ

  1. Πού είναι το νοητάκι; το φωνάζω για τάισμα αλλά δεν έρχεται...

Got a better definition? Add it!

Published

Σκοντάφτω.

Κανονικά υπάρχει και το ενεργητικό περδικλώνω, αλλά δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου.

Μεταφορικά σημαίνει «μπερδεύομαι».

περδίκλα = τρικλοποδιά
περδίκλωμα = μπέρδεμα

Λήμμα το οποίο αναθεωρήθηκε (το είχα βάλει εγώ και είχα γράψει άλλ' αντ' άλλων). Από τα σχόλια του Πονηρού και του Ίωνα που ...διακριτικά ανέφεραν το σωστό, κρατάω τα εξής:

Λέει ο Πονηρόσκυλος (27/11/10):
Περδικλώνω και πεδικλώνω < από το μεσαιωνικό πέδικλον που είναι το δέσιμο με σχοινί (συνήθως) των ποδιών του ζώου για να μην μπορεί να απομακρύνεται γρήγορα.

Επίσης ο Ίων (21/11/10) λέει:
Περδικλώνω και μπουρδουκλώνω: βάζω τρικλοποδιά, μπερδεύω: «δεν πιστεύω να σε μπουρδούκλωσα, με το σχόλιο μου»

Βλ. και περδικλοπούτσι.

  1. Όπως ξέρετε, σε κανα 15 μέρες μπαίνω στον μήνα μου... έκανα δουλειές στην κουζίνα και ξαφνικά περδικλώθηκα με αποτέλεσμα να βρεθώ για άλλη μια φορά στο πάτωμα...

  2. Κοχύλι που βαριανασαίνεις θάλασσα
    Τη θάλασσά σου άκουσα
    Και περδικλώθηκα σε κότσο αναμνήσεων

  3. γεια σου ανηψι με τα περδικλώματα σου...
    Θειούλι μου,δεν κατάλαβες. Δεν περδικλώθηκα εγώ αυτή τη φορά αλλά θειούλι μου, νομίζω είναι καιρός να ενηλικιωθώ και να επιτρέψω στους άλλους να ζουν χωρίς εμένα.

από το δίχτυ όλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπροσθέτως του χότζειου ορισμού, είναι η καραπουτανάρα, η αδήλωτη, η παρτόλα. Αυτή που είναι πιο πουτάνα κι από την πουτάνα του μπουρδέλου. Όχι μόνο σαρκικά αλλά και ψυχικά. Μέσα κι έξω.

ασίστ: Μαλακία και Γαϊδουράγκαθος από το λήμμα ξεμπουρδελεύομαι.

  1. εσυ φαινοσουν τι ξεμπουρδελο θα γινοσουν κριμα για τους γονεις που τωρα στα γεραματα τους ντροπιασες τοσο.

  2. Εγω αυτο που εχω συμπερανει ξημεροβραδιαζομενος σε αγγλικα κλαμπακια ειναι οτι οι αγγλιδες ειναι ξεμπουρδελα αλλα γαμιουνται μονο με αγγλους.Αν δεν εισαι αγγλος δυσκολα πηδας ξεμπουρδελο στην αγγλια

  3. κλασσικο ξεμπουρδελο...μικρη, και τωρα εγινε και αυτη Κυρια...

(όλα από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσούλα, πουτάνα, κοκότα.

Λέξη σλάβικης καταγωγής και όχι από το «κυρτός» όπως αναφέρθηκε εδώ, μετά το ηπειρώτικο τραγούδι, στα σχόλια, ούτε από τα λατινικά που το θέλει και η Βίκυ...

Στα ρωσικά η λέξη курва (προφέρεται «κούρβα») σημαίνει τσούλα, πουτάνα, προέρχεται από το кур (προφέρεται «κουρ» = κοτόπουλο) και είναι παρόμοια περίπτωση με το γαλλικό сосоt(t)е (κοκότα, το λέμε και μεις, σημαίνει όμως καταρχήν κότα, και μετά πουτάνα).

Κурочка (κούροτσκα) στα ρώσικα είναι η κότα και η πουτάνα επίσης.

Άρα πρόκειται περί παραφροράς λέξης που στα ρωσικά σημαίνει «κότα». Το βρίσκουμε στα ουκρανικά, ρώσικα, σέρβικα, βουλγάρικα, σλοβένικα, πολωνικά, και δεν ξέρω πού αλλού.

Προφ μας ήρθε από κει λοιπόν, πιθανολογώ από τα βουλγάρικα. Προφ λέγεται μόνο σε ιδιόλεκτους και μάλλον βορειοελλαδικές, όποιος ξέρει συγκεκριμένα ας το καταθέσει.

Παρόλ' αυτά όμως, το θέμα περί κυρτού, κάπου ισχύει για τη λέξη: λέμε μεν «κούρμπα» κανονικά, αλλά όπως διαπίστωσα, μια τάση εξελληνισμού της την έχει καταστήσει «κούρβα» -όπως λέμε Χάυδν, ένα πράμα... (βλ. παρ. 2 και 3).

Πάντως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η σημασία «πουτάνα», μόνο αυτή είναι η αληθινή κούρβα, το άλλο είναι φτιαχτό.

πάσα: Πειρατίνα από το καζαντζίδης και πάλι.

  1. Άλεσε μύλε μ', άλεσε της κούρβας το κεφάλι,
    κάμε αλεύρι πάσπαλο, ο σκύλος να το φάει!

από την ηπειρώτικη παραλογή «Κωνσταντίνος», βλ. λήμμα καζαντζίδης στα σχόλια.

  1. Τελικά τι πείρες με κούρβα ή ευθεία;

  2. Πόρτες: Υψηλής ποιότητας βακελιτικό HPL με περιθώριο πάνω-κάτω και κούρβα σε χρώματα κερασιά-magnolia.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified