Το γαλλικό bonjour (καλημέρα, «μπονζούρ») με άθλια ελληνική προφορά, έτσι, για να πλάκα. Κατά σύμπτωση παραπέμπει στο παντζούρι που ανοίγουμε το πρωί μόλις σηκωθούμε.

Μπαντζούρ! τι μου κάνετε; Όλα καβλά;

Banjo-ur! (από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εντάξει, αυτός που τον έχει μεγάλο.

Δείτε όμως και τι άλλες ερμηνείες δίνει ένα παλιό λεξικό (Δημητράκου, 1959). Αντιγράφω:

  1. Άνθρωπος αντοχής

  2. Γενναιόκαρδος

  1. Μαλάκα, τερμάτισες τον Μαραθώνιο;! Είσαι και γαμώ τους πουτσαράδες!

  2. Το μόνο σίγουρο που έχω να πω για τον καλό μου είναι ότι είναι μεγάλος πουτσαράς.

Ριχάρδος ο Πουτσαρόκαρδος (από Khan, 07/05/10)

Δες και -άρας, -αράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή /-ός που δεν κουνάει το δαχτυλάκι της /του για τίποτε στον κόσμο, τα περιμένει όλα έτοιμα και με κάθε τρόπο προσπαθεί να έρθουν όλα εύκολα στη ζωή.

Από το ρήμα βολεύομαι.

Η λέξη δηλώνει μάλλον την συμπάθειά μας παρά την πλήρη αποδοκιμασία μας προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

– Την χαίρομαι την Στέλλα, έχει φτύσει αίμα στη ζωή της για να βρεθεί εκεί όπου είναι...
– Καααλά! δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Μεγαλύτερη βολεψού απ' αυτήν δεν υπάρχει, που ζεις;...
– Για πε, για πε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονδέρνα παραλλαγή του «Άει γαμήσου». Από τη στιγμή που έγινε κατανοητό πως το τελευταίο δεν αποτελεί κατάρα αλλά ευχή, τα πράγματα άλλαξαν και η βρισιά βρήκε το ανανεωμένο της πρόσωπο. Ειδικά όταν το άτομο προς το οποίο απευθύνεται είναι καμιά παρτόλα ή πράγματι αγάμητη, βδομάδες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες.

Μπα που να μείνεις αγάμητη μωρή κακόγλωσση, τι θες και μιλάς και τα γκαντεμιάζεις όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μεγάλο κλουβί

  2. Ημιφορτηγό σε στυλ βαν

  3. Όχημα που διαθέτει κάγκελα στα παράθυρά του και χρησιμεύει για την μεταφορά κακοποιών ... ή αστυνομικών. Στην πρώτη περίπτωση τα κάγκελα είναι για να μην δραπετεύσει ο κακοποιός, στην δεύτερη για να προστατευθούν οι μπάτσοι.

  4. Το καφάσι

  1. Το κατάστημά μας διαθέτει κλούβες αναπαραγωγής, διαβίωσης, πτήσης, μεταφοράς σε ό,τι τιμές και μεγέθη θέλετε.

  2. από αγγελία
    Πωλείται Ford Transit κλούβα με ανοιγόμενες πόρτες (€ 6.000,00)

  3. Επίθεση σε κλούβα των ΜΑΤ Νεαροί πέταξαν μολότοφ σε κλούβα των ΜΑΤ
    Ομάδα κουκουλοφόρων κινήθηκε στη 1:00 μετά τα μεσάνυχτα εναντίον κλούβας των ΜΑΤ που βρίσκονταν στην οδό Αγγελάκη στη Θεσσαλονίκη. από δελτίο του ΣΚΑΪ

  4. - Και πώς θα τα κουβαλήσουμε όλ' αυτά ρε μάνα στην Αθήνα;
    - Μα θα σας τα βάλω εγώ παιδάκι μου σε δύο κλούβες, μην έχεις έγνοια για τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. εκνευρίζω κάποιον, τον κουρδίζω, τον προκαλώ / θυμώνω πολύ, τσαντίζομαι, είμαι έτοιμος να τσακωθώ
  2. ερεθίζω /-ομαι, καβλώνω
  3. μαστουρώνω, μεθάω
  4. σουλουπώνομαι, φτιασιδώνομαι, βάφομαι, ντύνομαι.
  5. ταχτοποιούμαι (ανέρχομαι) επαγγελματικά
  6. χαλάω την διάθεση κάποιου
  7. διορθώνω
  1. Τον έφτιαξα τον δικό σου, τον έκανα πύρκαυλο με αυτά που του αποκάλυψα για τη Λίλιαν και πάει γραμμή τώρα να της τα πει ένα χεράκι... θα γίνει χαμός!

  2. Γιατί ρε μωρό μου δε φοράς πια εκείνα τα καβλιάρικα εσώρουχα που με φτιάχνανε έτσι ωραία και μου' ρχεσαι όλο με το περιοδόβρακο...

  3. Πάλι τα ίδια, κάθε μέρα έρχεται φτιαγμένος στη δουλειά, τα κάνει μαντάρα και πρέπει να βγάζω εγώ το φίδι από την τρύπα...
    (σ.σ. σόρυ για το λινκ, αυτό έχουμε!)

  4. Δώσε μου μισό να φτιαχτώ λιγάκι να μην είμαι έτσι χάλια -και σε πέντε φύγαμε!

  5. Είδες πώς φτιάχτηκε ο γιόκας τής κυρα-Περμαθούλας; Όχι θα τον άφηνε στα χαμηλά, τι νόμιζες... Σε λίγο θα γίνει Λαμπράκης στη θέση του Λαμπράκη έτσι όπως πάει.

  6. Τι να σου πω, μας έφτιαξες με τις αηδίες σου πρωινιάτικα...

  7. Φτιάξ' το μου ρε συ το γαμίδι, πάλι χάλασε ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη για το σεσουάρ. Επειδή φυσάει.

Ρε κούκλα μου, πούστοδιάολο το έβαλες το φυσητήρι, το ψάχνω σα μαλάκας και κοντεύω να συναχωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ σύντομη μουσική στιγμή / σύνθεση που χρησιμοποιείται στις ταινίες, στα δελτία ειδήσεων, στις διαφημίσεις κλπ, κυρίως για εισαγωγή, κλείσιμο, επισήμανση ή προειδοποίηση.

Από την αγγλική λέξη sting, βλ. εδώ για περισσότερα.

Ο σκηνοθέτης στον μουσικό:
- Σε τούτο το σημείο θα μπει ένα πολύ σύντομο πλάνο. Εκεί δεν θέλω μουσική, ένα στιγκάκι μόνο, ίσα-ίσα.

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έχει εμμονή στο να συνάπτει σχέσεις με πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία. Εκεί οπωσδήποτε μιλάμε για βαρύ οιδιπόδειο. Μας έλειψε ή ο μπαμπάς ή η μαμά όταν είμασταν μικροί και τον/την αποζητάμε στο πρόσωπο κάθε πολύ μεγαλύτερού μας, ή, όχι μόνο δεν μας έλειψε, αλλά ήταν τόσο ανεπανάληπτη προσωπικότητα που δεν την χορτάσαμε και, ωσεκτουτού, δεν μπορούμε να αποζητήσουμε τίποτε παρόμοιο σε +/- συνομήλικούς μας. Ή, απλά, ο γέρος / η γριά έχει λεφτά.

Το φαινόμενο είναι σύνηθες στις κοπέλλες που, από το σχολείο, από τα 15 τους, εκδηλώνουν προτιμήσεις προς πολύ μεγαλύτερούς τους (40άρηδες). Η συνήθεια αυτή διαιωνίζεται και διατηρείται σε όλες τις ηλικίες. Όταν πια αυτές ακουμπήσουν τα πενηνταφεύγα και ο αγαπητικός τους είναι με το ένα πόδι στον τάφο, το μόνο που τους απομένει είναι τα λεφτά του, ή η απόγνωση -αν είναι πράγματι ερωτευμένες. Αλλά επειδή όλα είναι σχετικά και το τεκνό μπορεί να σου σκοτωθεί σε τροχαίο, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ή τέλος πάντων μαζί με τον γέρο.

Η γεροντοφιλία μοιάζει ακατανόητη, σε όσους δεν την έχουν νιώσει, από την πλευρά του νεώτερου. Από την πλευρά του γηραιότερου όμως, χα!

Διάσημες γεροντόφιλες:
Η Ιουλίτα που την κόλλησε στον Ελύτη
Η πωστηναλένε που συνόδευε τον Μπόρχες

- Νόστιμο παστάκι η Αμαλία, γιατί μας την έκρυβες ρε παπάρα;
- Γιατί δεν είναι για μαλάκες σαν κι εσένα, της αξίζουν πιο ώριμοι άντρες και τέτοιους ζητάει.
- Δηλαδή;
- Να της ρίχνουν καμιά εικοσπενταριά χρονάκια, ντεφάκτο.
- Σοβαρολογείς; Η Αμαλίτσα γεροντόφιλη;

(από Vrastaman, 05/03/09)true lav (από pavleas, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified