O μαλάκας.

Λέξη του κώδικα επικοινωνίας στο Μοδιάνο και στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης –κεντρικές αγορές της πόλης– μεταξύ των μανάβηδων, χασάπηδων ψαράδων και λοιπών επαγγελματιών (τουλάχιστο στην δεκαετία των εβδομήντας –το πολύ αρχές ογδόντας, μετά όλα πήγαν κατά διαόλου στο Μοδιάνο).

Ως γνωστό η επικοινωνία και τα πειράγματα μεταξύ τους ήταν γραφικά και οι φωνές τους πιάναν απίστευτα decibel! Αλλά όπως δεν ήταν κόσμιο να αγριοφωνάζεις «μαλάααααακα» στην μέση της πόλης, ο μαϊντανός βόλευε για υποκατάστατο.

Φυσικά μαϊντανοί δεν ήταν μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι περίεργοι πελάτες, οι αγορανόμοι, τα φρικιά, οι τουρίστες, ιδίως αυτοί που θέλαν να αγοράσουν ένα μήλο δίνοντας χιλιάρικο, αλλά και οι Σέρβοι που φέρναν να μεταπουλήσουν λαθραία μπανάνες!

Φυσικά, η χρήση του ήταν καλοκάγαθη κάτι που τείνει να εκλείψει σε ένα κόσμο που χάνεται...

- Έχω και καλό μαιντανό έχω!
- Μα τι λέτε κύριε, φρούτα πουλάτε!
- Άντε κύριος, τα έλιωσες τα μούσμουλα, διαλέχτε κύριος, δεν είναι διαμάντια.
- Μισό μεσιέ, είναι για την πεθερά μου...
- Μαιντανόοοοος, φρέσκος μαιντανόοοοοος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «άει στο διάoλο» + «διάλογο». Να μην συγχέεται με την αστική τάξη, άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει.

Είδος διάλογου που σχεδόν από την αρχή του εμπεριέχει την ανταλλαγή βρισιών, μπινελικιών, σωματικών εκκενώσεων, θεολογικών αναφορών, ξένων γλωσσών, κλπ.

Συνήθως δε, σύμφωνα με την πανάρχαια δημοκρατική μας παιδεία λέγονται το ένα σε απάντηση του άλλου άρα όντως μπορεί κανείς να τον πει διάλογο, after all…

Τέτοιου είδους διάλογοι συνηθίζονται σε καφενεία μεταξύ παππούδων για τα πολιτικά, την πρέφα ή το τάβλι, σε γήπεδα μεταξύ οπαδών, σε συνεδριάσεις δημοτικών συμβουλίων, σε φοιτητικές συνελεύσεις, μεταξύ οδηγών για το παρκάρισμα ή για προσπέραση αλλά και σε διάφορες άλλες κοινωνικές σχέσεις (έχω δει συνεδριάσεις μεταξύ προέδρων ΚΑΠΗ που εξελίσσονται πουτάνα όλα…).

Η κατάληξη ενός αστοδιαλόγου είναι άγνωστη αλλά μπορεί να ξεκινήσει από κρασάκι σε ταβέρνα με τραγουδάκια μέχρι ταβερνόξυλο.

Απέκδυση ευθυνών (Δισκλεμέρι): φυσικά η έμπνευση προέρχεται από τούτο δω το βλόγιον! Φενκς στον Βρασίδα και τον Τζόνη, το χρησιμοποιώ ήδη και είμαι σίγουρος ότι το κάνουν πολλοί άλλοι!

Γραμματέας : Άρχεται η συνεδρίαση! Κύριε πρόεδρε, ξεκινήστε…
Πρόεδρος : Καταρχάς να πω ότι οι μισοί εδώ μέσα είστε μεγάλες κουφάλες… Ποιος ξερνάει στον Τύπο όλα αυτά τα μαϊμουτζιλίκια, γαμώ την πανακόλα!
Αρχηγός αντιπολίτευσης : Άντε και γαμήσου ρε πούστη άνδρα! Παλιό-σκουληκαντέρα, μήπως θέλεις να σου κάνουμε και καμιά πίπα;, ναουμ ; Tα θέλει ο κώλος σου βλέπω, μην βγάλω στην φόρα τις ντεμεκιές σου!
Γραμματέας : Κύριε συνάδελφε, πως μιλάτε έτσι στον πρόεδρο!
Έτερος Σύμβουλος : Άντε χάσου μωρή πεταλουδίτσα της νύχτας και συ!
Γραμματέας : Τι πετάγεσαι εσύ ρε πίτσκο! Σε έχω γραμμένο ρε στα τέτοια μου, σώγαμπρε!
Έτερος Σύμβουλος : Μπά, σου φύτρωσε, ορθιοκατούρω ; Ομόρφυνες βλέπω…
Σύμβουλος Χουντάλας : Γάμησες μας ρε αρκούδα, κάτσε κάτω και συ μωρή Κερατώ, άντε γιατί χιτλεριάζομαι
Αριστερός : Nαι σιγά μην πάθεις καμιά αγκύλωση στο δεξί, μωρή ναζιάρα
Σύμβουλος Χουντάλας : Nαι μίλησε και ο κουκουές, yes master, παλιό σταλίνα!
Εναλλακτικός light : άντε ρε μαδαφάκας, τελειώνετε, στην Ίφκινθο τώρα θα έχει μουνόβραση!
Αριστερός : Άντε ρε φυματικό ραδίκι, άμα δε σ’ αρέσει, ντύνεσαι και φεύγεις!
Γραμματέας : Αυτά λοιπόν για σήμερα κύριοι, η επόμενη συνεδρίαση σε 3 μήνες. Θα ακολουθήσει δεξίωση στο εξοχικό κέντρο τα 5 Φ. Ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας…


Καφετζής από την Πόλη : Τι ρεμπέτ ασκέρ αυτοί οι μισκίνηδες, για τον χουρδά είναι, για! Είπαν τα μπινελίκια τους, μάζεψαν τα τσαμασίρια τους αλλά με αφήσαν τόνγκα… Την άλλη φορά να πιούνε Κυφωνίδη, γαμώ το χαΐρι τους…

ασταδιάλα ρε! (από BuBis, 08/07/09)ασταδιάλα ρε! (από BuBis, 08/07/09)

Δες και μάνογουορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την φιλοσοφική αρχή γνωστή και ως Occam's razor, από διάφορες πιθανές εξηγήσεις για ένα φαινόμενο, η πιο απλή είναι η πιο προτιμητέα. Οι Popper, Swinburne και Sober έφαγαν τα νιάτα τους και χύσανε τα ματάκια τους πάνω από τόμους συγγραμμάτων για να το παν το γράμμα ακόμα πιο πέρα και να συμφωνήσουν στο αυτονόητο: η πιο απλή λύση, συνήθως είναι και η σωστή.

Άρα το λήμμα τα αυτιά σου τα πέτσινα παρόλο που μπορεί να κάνει πολλούς από εμάς να εικάζουμε για το ορισμό και την ετυμολογία, προσπαθώντας να το προσεγγίσουν από το ζωικό βασίλειο (π.χ. αναφορά στα αφτιά του ελέφαντα σε κάποιο σχόλιο) θέλοντας μέχρι και τους Σείριους (γνωστοί τοις πάσοι Πρωτοελληνάρες) να εμπλέξουν με τα υπερηχητικά πέτσινα αυτιά τους από δέρμα νεφελίμ...

Μετά από ενδελε-χέστατη πεντάλεπτη μελέτη είμαι σε θέση να σας αποκαλύψω την αλήθεια. Τα πέτσινα αυτιά δεν σημαίνουν ή σηματοδούν τίποτε το παράξενο ή παράδοξο αλλά απλά το ότι ο φέροντας τα είναι είτε κουφάλογο ή δεν καταλαβαίνει Χριστόαπό τα λεγόμενα, φέρει δηλαδή αυτιά μόνο για μόστρα, άχρηστα δερμάτινα κομμάτια, πετσιά χωρίς χρήση.

Η συνήθης χρήση της φράσης στον έντεχνο ή άτεχνο λόγο βρίσκεται στη φράση γαμώ τα αυτία σου τα πέτσινα αλλά κάνει και σόλο καριέρα. Να μην συγχέεται με το τον παίρνει από τα αυτιά αλλά με την έμφυτη ανάγκη του Έλληνα να γαμάει έμψυχα και άψυχα,ιδίως στα λόγια.

Παραγγελιά: Mes

  1. - Τι είναι αυτά ρε φίλε; Μάλμπορο σε είπα; Kαι η μπουγάτσα είναι με κιμά… Kαι ο καφές με χωρίς γάλα! Γαμώ τα αφτιά σου τα πέτσινα, γαμώ! Και δεν εχεις και ADSL…
    - Ρε συ, μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα ; Άντε μυγαμήσω...

  2. - Καλά η Τούλα ρε συ, έχει πέτσινα αυτιά, ότι και να τις λες, αυτή είναι αλλού, ωραία φέτα που λένε, πίασε μια άμστελ δηλαδή…
    - Τι εννοείς φιλαράκι, αφού ξέρεις ότι την γουστάρω…
    - Να, προχθές που την καλέσαμε για φαγητό, εκεί που μιλούσαμε στο τραπέζι πήρε το πιάτο με την σούπα και το έριξε χάμω…
    - Καλά και σεις γιατί μιλούσατε στο τραπέζι και δεν μιλούσατε μεταξύ σας ;
    - A, καλά, τρία πουλάκια κάθονταν... άρχισες και συ τα ξανθά… Θα τακιμιάσετε τα δυό σας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λεει και η Ironic χρησιμοποιείται ως πρόσταγμα για να κοιτάξεις τον φακό της φωτογραφικής μηχανής τη στιγμή που ακούγεται το «κλικ» ιδίως για παιδιά.

Δυστυχώς για τα πιο μεγάλα παιδία, το πουλάκι δεν είναι μόνο αυτό που κελαηδάει... ίσως γι’ αυτό πολλές φορές στις φωτογραφίες άλλοι κοιτάν τον φακό, άλλοι τον πέοντα του φωτογράφου ή κάποιου άλλου εκεί τριγύρω και άλλοι έχουν κλειστά τα μάτια λόγω ντροπής…

Χρησιμοποιείται χωρίς χρήση κάμερας, συνώνυμο του τσίμπα ένα αρχίδι.

Επίσης είναι η «πολεμική ιαχή» των επιδειξιών. Αν είναι δε μικροτσούτσουνοι, τότε είναι κυριολεξία.

  1. Μπάμπης: Έλα μωρό μου να σού τραβήξω μια φώτο με την Ακρόπολη από πίσω. Κοίτα το πουλάκι!
    Σβετλάνα: Α, όκι εντώ Μπάμπης, μας μπλέπουνε και ντέρπομαι… Περίμενε να πάμε στο ντικό σου χώρο πρώτα, χαρασό;

  2. Κοίτα το πουλάκι, μαλάκα, και χαμογέλα που θα σου δώσω δανεικά. Tέρμα τα δίφραγκα!

  3. Έξω από σχολείο:
    - Τζα!!! Κοίτα το πουλάκι!!!!
    - ααααχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχααα!! Τσιου, τσιου, πουλάκι!!! μουαχαχαχαχχχχχαααααααχχχαααχααα!!!

ένα πουλάκι! (από BuBis, 28/06/09)το πουλάκι, το πουλάκι! (από BuBis, 28/06/09)τσίου! (από BuBis, 28/06/09)το πουλάκι! (από BuBis, 29/06/09)Με την κλασική έννοια... (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουφό, χαζομάρα, κάτι το οποίο περιμένεις να πει μια ξανθιά.

Εάν δε το άτομο που εκφέρει αυτού του είδους τα μαργαριτάρια, το κάνει συνεχώς μπορούμε να πούμε ότι μιλάει «ξανθά»

Άρα μετά το ποδανά, τα καλιαρντά, τα γαλλικά, τα θεσσαλονικιώτικα, τα σλανγκ, τις ντοπιολαλιές, τα σιχτίρια, τον γουτσισμό, την σεφερλίτιδα, την τρεντογλωσσούζ, μια νέα λεκτική περιπέτεια αλλά και πηγή έμπνευσης ήρθε να προστεθεί στην Ελληνική γλώσσα και στο slang.gr!

Τα ξανθά, πετάγονται σε καθημερινές συζητήσεις αλλά και στα πρωινάδικα από ξανθές, ξανθούς αλλά δυστυχώς και προς κατάρρευση του μύθου της χαζής ξανθιάς, από πολλούς άλλους ανεξαρτήτου φύλου και χρώματος μαλλιών.

Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ελληνικούς γλωσσικούς λαβύρινθους, τα ξανθά χαρακτηρίζονται από μια αφέλεια, ένα νάζι και μια βαθιά αθωότητα που προσφέρουν σε όλους τον γέλωτα και την χαρά.

Βαριές μορφές των «ξανθών» είναι ο αντζελισμός αλλά και ο τιραμισουρεαλισμός.

Σε συνδυασμό με Ανορθογραφική Παράτονη Ακρόαση, τα ξανθά γίνονται ακατάληπτα από όλους…

  1. - Γιατί γελάτε έτσι ρε μαλάκες, μήπως πέταξα κανά ξανθό;

  2. - Καλά, χθες, βγήκαμε με δύο γκόμενες, μας τρέλαναν! Μιλούσαν ξανθά όλοι την νύχτα! Δεν μας άφησαν άντερο! Σκέτο ανέκδοτο! Η μια μάλιστα γυρνάει και μου λεει: «Ioρδάνη σε λένε ; έχεις καμιά σχέση με τον ποταμό ;» Αχαχαχαχαχ!
    - Γαμήσατε, γαμήσατε;
    - Ωραία μέρα σήμερα, ε; Πάμε παραλία;

  3. - Πάλι δεν κλείσαμε μπούτι χθες βράδυ… Πρώτα για φραπέ, ήρθε και ένας τρίποδος και πήραμε CD από την μαύρη αγορά, μετά επήγαμε να φάμε είδη υγιεινής, μετά σε ένα μπαράκι, αλλά τι να πω, αυτοί οι δύο δεν ήταν του δικού μας βεγγαλικούς… Ιδίως αυτός ο Ιορδάνης, ο μάνατζμεντ, όλο μου μιλούσε για μειονότητες αλλά όπως ξέρεις εγώ μόνο πλεονεκτήματα έχω, χελλόου… Τελικά τους παρατήσαμε ξυλιασμένους και εκεί που περπατούσαμε για σπίτι βλέπω μια μπανανόφλουδα... Ακόμα πονάει ο κώλος μου από την τούμπα…
    - Μπράβο Μαιράκι, βλέπω μιλάς πολύ καλά τα ξανθά!
    - Mα βρε Ντόλυ μου, μελαχρινή είμαι…

Eγώ επίσης τραγουδώ και ξανθά! (από MXΣ, 05/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικό λήμμα για τους σλάγκους που επιδίδονται στην συγγραφή λημμάτων, ορισμών και σχολίων, αλλά και αναγνώσκουν σλανγκιές κατά την διάρκεια της εργασίας τους ή στο σπίτι, μετά την κατάκλιση του ετέρου ημίσεώς τους ή όταν τα παιδιά αφήσουν επιτέλους τον υπολογιστή ελεύθερο.

Το pericolosamente του πράγματος, τουτέστιν επικινδυνότητα πέρα από τα προφανή (απόλυση, χωρισμός, αύριο σεξ, κατάρριψη του μοντέλου «καλός γονιός », κ.λπ.) μπορεί να οδηγήσει ακόμα σε πολλές και διάφορες ευτράπελες καταστάσεις:

  • Εξάσκηση στην άμεση απόκρυψη οθόνης, όταν το αφεντικό, συνάδελφος, σύζυγος, παιδί πλησιάζουν σε απόσταση 2 μέτρων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στο χάσιμο, π.χ., του ειρμού της σκέψης, όταν επιτέλους θα έγραφες ΤΟ λήμμα, που θα ικανοποιούσε και τον Khan, και την Mes, και τον johnblack, και τον Πανούλη και τους άλλους σλανγκους και επιτέλους θα είχες ένα πεντάστερο… (O Gatzman είναι φίλος μου έτσι κι αλλιώς…ναι;).
  • Μερικές φορές χύνεται και ο καφές…
  • Εύρεση χαζο-δικαιολογιών, γιατί η δουλειά τρενάρει, γιατί δεν έπλυνες τα πιάτα, γιατί δεν μου έλυσες όλες τις ασκήσεις μαθηματικών, κλπ…
  • Κίνδυνος να χαρακτηριστείς χαμοκελάηδας αν γελάς σαν χάχας χωρίς εμφανή λόγω όλη την ώρα.
  • Να σε παρεξηγήσουν ότι περνάς την ώρα σου σε πορνο-σαιτ ενώ εσύ διαβάζεις το λήμμα η χείρα με τα πέντε ορφανά.
  • Από το πολύ γέλιο μπορεί να σου φύγει κανά κλανίδι.
  • Από το πολύ γέλιο να κατουρηθείς απάνω σου.
  • Να σε ειρωνεύεται η σύντροφος του στυλ «εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτός ο μαλακοπίτουρας διαβάζει για Σαλαμύκονος…».
  • Nα σε εκβιάζουν τα πίτσκα για έχτρα χαρτζιλίκι, μη σε κάνουν βούκινο…
  • Να γίνουν τα παιδιά σου ναρκομανείς, πολιτικοί, δικαιόροι ή μικροαστοί αν περνάς τον χρόνο σου στο slang.gr αντί να τα νουθετείς και να τα εκπαιδεύεις…

    Σημ.: Αν έχετε και άλλες παρόμοιες ιστορίες να μοιραστείτε ή ιδέες για καμουφλάζ προσθέστε τες στα σχόλια!

- Αν με απολύσουν από την δουλεία, θα ζητήσω να γράψουν ως λόγω απόλυσης το «oύτος ανήρ slangare pericolosamente».

- Μήπως θέλεις και το παράσημο της ανοικτής παλάμης; Kαι μετά τι θα τρώμε ρε Μήτσο, πέτρες; Στο μάρμαρο σου θα το γράψω αν συνεχίσεις έτσι…

(από BuBis, 29/06/09)(από BuBis, 29/06/09)(από BuBis, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που συνήθως απαντάται στην κλητική και θαυμάζεται.

Κατά περίεργο τρόπο δεν αναφέρεται σε gay άνδρα, (που παρεμπιπτόντως είναι ο κατάλληλος και political correct ορισμός για ομοφυλοφίλους), αλλά σε άνδρα που κάνει πουστιές σε άλλους άνδρες, κάτι σαν τον κακό πούστη δηλαδή, αλλά και στον άνδρα που γαμιέται γενικώς με την κακή την έννοια.

Ίσως η αναφορά στο «άνδρα» γίνεται για λόγους νουθεσίας...

Σημείωση: Ο κάνων πουστιές σε γυναίκες, δεν είναι άντρας ρε!

  1. - Ρε πούστη άνδρα, δεν ντρέπεσαι ρε να μου φερθείς έτσι;
    - Tι έκανα πάλι ρε;
    - Ρε συ, δεν ξηγιέσαι καλά, δεν είπαμε ότι εγώ γουστάρω την ψηλή, γιατί της την έπεσες χθες;
    - A, καλά, έχεις χάσει επεισόδια! Εγώ της την έπεσα ρε αρκίδι; Aυτή με τάραξε στα εσεμέσια εδώ και μια βδομάδα…
    - Α, σόρι… χεσεμές δηλαδή…

  2. «Ρε πούστη άνδρα Σαλπιγγίδη, ξεκωλιάρη, τολμάς να έρχεσαι εδώ στην Πολίχνη για να πιεις τον καφέ σου ρε μπινέ! Ξεπουλήθηκες στους βαρδιλογιάννηδες, βρωμοβάζελε. Τον μπούλο από δω, μην τα κάνουμε όλα μπίλιες εδώ μέσα!»

(καθόλου φανταστικός διάλογος, 22/6/09, Πολίχνη Σίτυ, Σαλλονίκη)

gay man (από BuBis, 25/06/09)macho man (από BuBis, 25/06/09)salpigidis man (από BuBis, 25/06/09)όξω! (από MXΣ, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακροσκελέστατο λήμμα που περιγράφει μια απλή και γνώριμη Ελληνική ομορφιά.

Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε απαιτήσεις, φιλικών συνήθως ατόμων, που σου ζητούν κάτι που απλά θα μπορούσαν να το κάνουν και μόνοι τους, αλλά, είτε σκυλοβαριούνται, είτε σε χτυπάν εκεί που πονάει, στο φιλότιμο, γαμώτο… Και να δεις, που στο τέλος θα του την κάνεις… όχι φυσικά την πίπα!

Να μην χρησιμοποιείται σε αγνώστους, γιατί μπορεί να δημιουργηθούν τίποτε παρεξηγήσεις… Αν τώρα κάποιος όντως θέλει να του κάνει μια, πάω πάσο…

  1. - Ρε μεγάλε, μιας και θα μου φτιάξεις εκείνον τον καφέ, δεν πετάγεσαι μέχρι το περίπτερο να μου πάρεις και ένα πακέτο τσιγάρα… Α! Και καμιά σκέτη μπουγάτσα ρε. Με κρέμα, ε! Α να σου πω, να συνδεθώ στο facebook, από το λαπτόπι σου;
    - Μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα, λέμε;

  2. - Aχ, μωρουλίνι μου, θα μου πάρεις εκείνο το αυτοκίνητο, που μ’ αρέσει πολύ, για τα γενέθλια μου;
    - Nαι μωρό μου, μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;
    - …

(από BuBis, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται στον πούστη.

Μαλλιαρή μορφή του «τοιούτος». Συντάσσεται με το ρήμα «είναι».

Χρησιμοποιείται συνήθως από κυράτσες, 60+ σε κουτσομπολίστικες συζητήσεις στις γειτονιές, συνοδευμένες από διάβασμα καφέ και προξενήματα. Σαν την μάνα μου ένα πράμα...

Να μην μπερδεύεται με την μορφή «o τέτοιος ρε», όταν αναφερόμαστε σε κάποιο άτομο που δεν θυμόμαστε το όνομα του, αλλά ντε και καλά περιμένουμε από τον συνομιλητή μας να ξέρει σε ποιόν αναφερόμαστε.

Σε ουδέτερο, «έχει τέτοιο» σημαίνει ότι κάποιος έχει κακιά αρρώστια (λες και υπάρχουν και καλές!), το «έξω από δω», το «μακριά από μας», κ.λπ.

  1. -Aχ, κυρία Αφροξυλάνθη μου, ο γιόκας μου ο Περικλής, τι να σε λέω, το πάει το γράμμα, το πνίγει το κουνελάκι…αχ, χολόσκασα… Θαλα μούρθει νταμπλάς…
    -Τι τρέχει καλέ Δουκαίνη μου, με μπέρδεψες... μπας και έχει τέτοιο;
    -Mακάρι να είχε τέτοιο, κακό χρόνο να ‘χει, υπάρχει γιατριά…
    -Έ τι, τότες;
    -Eίναι τέτοιος, μάναμ!
    -Τον κανελώνει τον χαλβά δηλαδής, ε;

  2. -Ρε συ, τον έχεις δει τελευταία τον έτσι;
    -Ποιόνα ρε;
    -Tον τέτοιο μωρέ!
    -Ποιόν τέτοιο;
    -Ωχου, μωρ’ αδερφάκι μου, πολύ κεφάλας είσαι, τον δικό σου ντε!

το πάει το γράμμα! (από BuBis, 24/06/09)το πνίγει το κουνέλι! (από BuBis, 24/06/09)Τον κανελώνει τον χαλβά! (από BuBis, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά της αγγλικής λέξης motherfucker ή mothafucka.

Στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που κάνει σεξ με την μάνα του, τον έχοντα έντονο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (Oedipus, the original motherfucker), τον μαμογαμίκο. Κατά τα Ημιζ, ο μαμογαμίκος δε, μπορεί και να σημαίνει τον γαμέτη μητέρας, όχι απαραιτήτως της δικιάς του, αλλά και αλλονώνε.

Το motherfucker στις Αφρο-αμερικάνικες κοινότητες των ΗΠΑ χρησιμοποιείται όπως στα Ελληνικά το μαλάκας. Πάντα έχει σημασία πώς το λες, γιατί το λες και σε ποιόν το λες.

Στα Ελληνικά, δεν έχει το βάρος του «γαμάς την μάνα σου» που ευκόλως θα κατέληγε σε χοντρό τσαμπουκά, αλλά χρησιμοποιείται σε ιντερνετικές τσατιές ή βλόγια από συνήθως μικρής ηλικίας άτομα, μιμητιστές της χίπι-χοπ κουλτούρας, είρωνες ή παπαρολόγους.

Με 564 χτυπήματα στο google, η λέξη πλέον έχει περάσει στο Ελληνικό λεξιλόγιο, πλέον και με Ελληνική γραμματοσειρά!

  1. Ρε τον μαδαφάκα, κοίτα αμαξιά ο τρίποδοςΆρε πστ!, δεν έπαιζα κι εγώ μπάσκετ από μικρός να δω χαΐρι... με έφαγε το μπάφκετ και το μπαλέτο...

  2. Έλα ρε μαδαφάκα, δάνεισε μου για λίγο την μπέμπα, να, έτσι να κάνω μια περαντζάδα από το Μπουρνάζι και στην επιστρέφω…

  3. Iντερνετικό βρίσιμο:

- Σανοφεμπίτς, μαδαφάκα, φακόβ, γκαντέμιτ…
- Sorry, can you please change your Greek font to English, I don’t understand shit…
- This is Sparta, re malaka, karagiozi!

Μαδάει η φάκα (από Hank, 10/06/09)(από jesus, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified