Ερώτηση που δηλώνει πλήρη έλλειψη κατανόησης από τον συνομιλητή μας. Σημαίνει «πώς;», «τι;», «ποιος ήρθε;».

Ακουσμένο στην κεντροανατολική Μακεδονία. Ετυμολογία άγνωστη στον γράφοντα.

  1. - Δεν έχεις bluetooth στον υπολογιστή αλλά νο πρόμπλεμ, έχω φέρει μαζί μου το καλώδιο USB.
    - Ντάγκανε;

  2. - Γιώργο θα με δώσεις την μπέμπα για μια βόλτα με τις φίλες μου;
    - Ντάγκανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια. Μπορεί να τα υποκαταστήσει σαν λέξη σε όλες τους τις σημασίες, δίνοντας εκφραστικά ένα διαφορετικό, συνήθως ηπιότερο, αποτέλεσμα.

Μερικές συνήθεις χρήσεις του όρου, πιο συγκεκριμένα:

  1. Μπορεί να σημαίνει απλά τους όρχεις.

  2. Ως συνώνυμη των απαξιωτικών για αντικείμενο, πρόσωπο ή κατάσταση μούφα, μάπα, πίπα, κόφα, απάτη.

  3. Στην έκφραση αδιαφορίας «στα μπομπόλια μου» ως απόλυτα ισοδύναμης της «στ' αρχίδια μου».

  4. Για να καταδείξει ανδρισμό ή και αποτελεσματικότητα. Βλ. νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να, γκόμενα με αρχίδια, μηχάνημα μ' αρχίδια.

Η λέξη έγινε ευρύτερα γνωστή από το βιντεάκι του «Σαλονικιού στο Άμστερνταμ», το οποίο προβλήθηκε, εκτός από αλλού, και στην εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου Αλ Τσαντίρι Νιουζ. Από αυτό, άλλωστε, το βιντεάκι και τα σίκουέλ του, έχει αυτονομηθεί η έκφραση «μπομπόλια Ευρώπη!».

Η ετυμολογία της, όμως, δεν είναι εξίσου σαφής. Μπορεί εμείς εδώ στο slang.gr να είμαστε ό,τι να 'ναι αλλά, μερικές φορές πάνω στην τρέλα μας και από μεράκι, κάνουμε ρεπορτάζ - απλά δεν καταλήγουμε οπωσδήποτε κάπου... Τουλάστιχον εμείς το δηλώνουμε!

Ακολουθούν raw data που βαρέθηκαν να περιμένουν διασταύρωση στο word:

  1. Πολλοί το θεωρούν σαλονικιώτικο ή βορειοελλαδίτικο ιδιωματισμό, προφ λόγω του Μητσάρα, πρωταγωνιστή στα βιντεάκια (άσχετο: λαμπρό δείγμα νεο-μπαγιάτη κττμγ). Ωστόσο, με λίγο γούγλε-γούγλε, εντοπίστηκε σε εφημερίδα του Ελληνικού Γορτυνίας αλλά και σε γλωσσάρι κερκυραϊκών όρων.

  2. Επισταμένη τηλεφωνική και επιτόπια έρευνα σε πηγές μας, επανέλαβε την άγνοια των Μακεδόνων περί της προέλευσης του λήμματος και την πίστη τους ότι πρόκειται για νοτιοελλαδική υπόθεση. Εις εξ αυτών χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ακουγόταν πολύ σε παρέα συμφοιτητών του εξ Ηλείας.

  3. Παράλληλες κυριολεκτικές σημασίες που εντοπίστηκαν στο ίντερνετ παραπέμπουν σε σαλιγκάρια (ξηράς και θαλάσσια), μπαλάκια γενικώς, βρασμένο καλαμπόκι (μάλλον ενν. οι κόκκοι αυτού), μικρά κομματάκια φελιζόλ σε λούτρινα ζωάκια, οι κόκκοι σταριού στα κόλλυβα, οι κόκκοι του χοντροκομμένου αλατιού, οι οποιοιδήποτε σπόροι.

  4. Άλλοι τύποι της ίδιας λέξης είναι μπουμπόλια, μπορμπόλια, μπόλια, μπουσμπουρέλια, αν όχι σε όλες τις σημασίες, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές.

  5. Τέσσερα γνωστά λεξικά συν ένα λεξικό της αργκό που λαθρανάγνωσε ο γράφων στον Παπασωτηρίου για χάρη του σλανγκεπώνυμου πλήθους, την λέξη την έχουν γραμμένη κυριολεκτικά. Σο, τζίφος κι από κει.

  6. Borbolya στα ουγγαρέζικα σημαίνει τον θάμνο barberry/berberry, μερικά είδη του οποίου έχουν πράγματι σφαιρικούς καρπούς. Bo-bol είναι slang της καραϊβικής για την οικονομική διαφθορά (σ.σ. εδώ φαίνεται τι σκάλωμα έφαγε ο γράφων με το παρόν λήμμα...).

Ακολουθώντας δυο φιλοσοφικές αρχές όλος-χρόνος φαβορίτες του γράφοντος, ήτοι την Occam's razor και αυτή της ήσσονος προσπάθειας, καταλήγουμε στο απρόσμενα απλό συμπέρασμα ότι ο όρος προέρχεται είτε από την μπάλα είτε από την μπόλια, με κάποιους περίπλοκους γλωσσικούς μηχανισμούς. Πιο πολύ δεν το ψάχνω, μη με αγριοκοιτάτε. Έχω και ζωή, ξέρετε.

  1. - Το μαλακιστήρι τον ξα σου θα του ρίξω πολύ ξύλο καμιά ώρα, να ξέρεις.
    - Αμ εγώ τι θα του κάνω; Μόνο στα μπομπόλια μην τον βαρέσεις κι έχουμε άλλα. Τον έχω χρεωμένο απ' τη θεία μου το τσογλανάκι για το καλοκαίρι.

  2. - Τι είναι αυτά ρε; Δημόσια τουαλέτα το λένε αυτό οι βρωμιάρηδες;
    - Είδες; Ένα διαχωριστικό μόνο, στην άκρη του δρόμου και το κανάλι γίνεται ο κατουρώνας ολονώνε.
    - Μπομπόλια Ευρώπη...

[και λοιπές χρήσεις, ως εκ του ορισμού]

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρονική περίοδος στην ζωή ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη, χαρακτηριστική φαινομενολογία στον τρόπο έκφρασης και τις επιλογές του.

Καθώς ο όρος περικλείει την έννοια της αναπόφευκτης παροδικότητας (αφού η περίοδος, εξ ορισμού, κάποτε θα ολοκληρωθεί), λέγεται κυρίως από τους τρίτους, τους αντικειμενικούς παρατηρητές. Ο ίδιος ο άνθρωπος που τη βιώνει, δύσκολα θα αρθεί στο αυτογνωστικό ύψος που απαιτείται για να παραδεχθεί ότι περνά μια φάση. Αντιθέτως, μπορεί να έχει την βέβαιη πεποίθηση ότι πρόκειται για μια ριζική και μόνιμη αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται πλέον τον κόσμο και προτίθεται να τον διαχειριστεί. Μόνο αργότερα, όταν θα έχει βγει από αυτήν, θα μπορέσει να της δώσει την αναλυόμενη ή οποιαδήποτε άλλη ετικέτα.

Από την προαναφερθείσα έννοια της φάσης αλλά και του μοντ, η μπλε περίοδος διαφέρει πρώτιστα στην χρονική διάρκεια, η οποία εδώ είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη. Εκτός αυτού, όμως, αφορά εκτροπές της ψυχολογίας, της κοσμοθεώρησης και, τελικά, της συμπεριφοράς μας που επισυμβαίνουν ύστερα από την βίαιη παρέμβαση συνταρακτικών και επίπονων γεγονότων: ενός χωρισμού, μιας επαγγελματικής κλπ απογοήτευσης, ενός θανάτου δικού μας ανθρώπου.

Η έκφραση, βέβαια, στην καθημερινή χρήση της, φέρει πάντα ένα χαμόγελο, έστω ειρωνικό, έστω αμφίσημο: αισιόδοξο ή απαισιόδοξο.

Προέρχεται, προφανέστατα, από την μπλε περίοδο του Πάμπλο Πικάσσο: Ευρέως αναγνωρίσιμη, εύκολα διακριτή από άλλα έργα του ιδίου, με αρχή και τέλος και την δική της αύρα, οπωσδήποτε ψυχρή, ενίοτε ζοφερή και απέλπιδα (για αρχή βλ. εδώ).

Πρόκειται για έκφραση της λεγόμενης ποπ κουλτούρας. Σίγουρα της λείπει η βρωμιά και η ανατρεπτικότητα ενώ, ταυτόχρονα, απαιτεί την προΰπαρξη, στον χρήστη και στον αποδέκτη, ελάχιστων εγκυκλοπαιδικών ερεθισμάτων περί της σύγχρονης τέχνης, ώστε να γίνει κατανοητή. Όταν όμως αυτό συμβεί, περνά το νόημά της αρκετά αποτελεσματικά.

Αατα.

  1. - Μ’ έχει σκίσει κολλητέ, από τη στιγμή που βρήκε εκείνο το σουτιέν στο αμάξι, με χορεύει στο ταψί. Τέλειωσε, το πάνω χέρι το ‘χασα οριστικά. Απορώ γιατί δεν με χωρίζει στην τελική.
    - Για να σε δει να υποφέρεις ρε φίλε. Και για να προλάβει να σε κερατώσει κι αυτή.
    - Χθες ξαφνικά, εκεί που έκοβε ψωμί, σταμάτησε κι άρχισε να χαζεύει τη λάμα του μαχαιριού. Τα χρειάστηκα.
    - Τι της είπες;
    - Τίποτα. Αυτή μου είπε: «Η σχέση μας, μωρό, έχει μπει στην μπλε περίοδό της».
    - Και; Καλό είναι αυτό;
    - Πάλι καλά φίλε. Πάλι καλά που δεν έπιασε Βαν Γκογκ, εκεί κοβόντουσαν και αυτιά…

  2. - Πού είσαι ρε καρντασάκι! Τι κάνεις γαμώ το φελέκι μου, χρόνια και ζαμάνια!
    - Αρραβωνιάστηκα φίλε, γάμος τον Δεκέμβριο, κανόνισε!
    - Εσύ ρε; Που μού 'λεγες «όλες πουτάνες είναι» και τέτοια;
    - Νταξ μωρέ, ήταν η μπλε περίοδός μου τότε, είχα φάει την πίκρα από τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου, σκατά στα μούτρα μου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την λεξικογραφημένη σημασία της, πέρα από την υπάρχουσα καταχώρησή της στο slang.gr, και γιατί όχι, και πέρα από την Αφρική, η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ελαφρώς μη δόκιμα: προσδιορίζοντας τον μήνα, τον χρόνο ή άλλη παρόμοια έννοια, δηλώνει ότι αυτή η χρονική περίοδος δεν πρέπει να λογίζεται ολόκληρη αλλά ελαττωμένη κατά κάτι, λειψή.

Συνήθως αναφέρεται στο παρελθόν, επιτρέποντας στον ομιλούντα να οριοθετήσει κάποιο ήδη διανυθέν χρονικό διάστημα.

Η διαφορά της παρούσας με την πιο καθιερωμένη σημασία έγκειται στο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ελλείπουσα ποσότητα, και μάλιστα άυλου μεγέθους (του χρόνου) και όχι ποιότητα.

  1. «Αντί για 11,90 ευρώ τελική τιμή συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19% για τον Ιούνιο και κάτι λιγότερα για τον Μάιο (που είναι σκάρτος μήνας και όχι ολόκληρος), με χρεώνουν 20,5 € ανά μήνα! Δηλαδή 72% πάνω από [...]»
    (Από εδώ)

  2. «Αν θέλετε μπορείτε να μην το πιστέψετε. Το πιο αξέχαστο (όχι το καλύτερο) το έκανα σε ένα οίκο ανοχής στην Πάτρα. Και λέω αλήθεια. Πάει σκάρτος χρόνος. Είχα πάει κάνα δυο φορές και είχα γνωριστεί λίγο με την κοπέλα. Απλά είχαμε ξεπεράσει τα πολύ τυπικά. Όμως εκείνη την νύχτα [...]»
    (Η συνέχεια εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός ηθελημένης ασάφειας και τιραμισουρεαλισμού. Είναι, ας πούμε, η διπλωματική αντιπροσωπεία του στερεοτυπικού επαρχιωτισμού στην μεγάλη μας πόλη. Αυτή η χαιρέκακη λεκτική αντιπαράθεση της ντεμέκ εκλεπτυσμένης ευγένειας των τρόπων ενός διπλωμάτη με την φάτσα-φόρα χωριατοσύνη του άξεστου τυρόβλαχου (με την καλή έννοια, λέμε τώρα).

Ο τυροπρόξενος είναι συνοπτικά ο άνθρωπος 100 χρόνια πίσω απ' τα γελάδια που βρίσκεται τριγύρω για να σου χαλάσει την μανέστρα, να σ' εκνευρίσει, να σου διώξει το γκομενάκι που ψήνεις υπομονετικά πετώντας σου καγκούρικες ατάκες ή πρηξαρχίδικες προτάσεις για ξεφαντώματα σε σκυλάδικα, χασαποταβέρνες και ζωοπανηγύρεις. Αν μάλιστα η μοίρα, ο εργοδότης ή ο στρατός τού δώσει εξουσία πάνω σου, θα σε πει και μαλάκα διότι, ενώ έβγαλες πανεπιστήμιο, τώρα πρέπει να βαράς προσοχή όταν σου εξηγεί με επιχειρήματα του κώλου «γιατί πρέπει να βγάλουμε τ' άρματα πάλι στους δρόμους, όπως τότε, με τον μεγάλο».

Σε περίπτωση που πέσετε πάνω του στην δεξίωση του βλαχοδήμαρχου, μπορείτε να του συστήσετε τον γυφτοπρόξενο και να την κάνετε με ελαφρά.

  1. - Γκάιζ όλα ΟΚ; Γουστάρετε το πάρτυ;
    - Όλα γκουντ, μόνο πήγαινε να μαζέψεις αυτόν τον τυροπρόξενο τον ξάδερφό σου.
    - Γιατί;
    - Πιάνει μία-μία τις γκόμενες και τους εξηγεί πώς χωράνε τέσσερα γίδια αν ρίξεις τα καθίσματα στην μπέμπα...

  2. - Καλά ρε σειρά τι σου έλεγε ο ανθύπας τρεις ώρες μέσα στο Α2;
    - Μου εξηγούσε γιατί κατέρρευσε ο κομμουνισμός...
    - Με τον τυροπρόξενο κάθεσαι ρε και πιάνεις τέτοιες συζητήσεις; Αυτός τον στρατό περίμενε για να βγει απ' το χωριό του!
    - Εγώ δεν του είπα κουβέντα. Άρχισε να μιλάει μόνος του για κάτι ρωσίδες που πηδούσε στο Πολύκαστρο και το ένα έφερε τ' άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση. Ακολουθεί νοερώς ισχυρότατη άρνηση, διότι κανένας άνθρωπος δεν κωλώνει στην κατηφόρα. Την κατηφόρα μπορείς να την διασχίσεις και κουτρουβαλώντας που λέει ο λόγος, τεσπά χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Το πεζικό έρχεται στην εικόνα για να της δώσει έμφαση, αφού η εκπαίδευσή του περιλαμβάνει πολλά χιλιόμετρα πορείας, καταλήψεις υψωμάτων, πυρ και κίνηση και τα παρόμοια, κάνοντας την κατηφόρα να μοιάζει παιχνιδάκι (βλ. βρωμοπόδαρος, Τ/Φ).

Η έκφραση λέγεται για να βεβαιώσουμε μετ' επιτάσεως τον συνομιλητή μας ότι διαθέτουμε το κουράγιο, τον τσαμπουκά, το τσαγανό να ανταποκριθούμε σε μια δύσκολη κατάσταση ή ότι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε πραγματικά δεν είναι ούτε απαιτητική ούτε απειλητική για εμάς.

  1. - Λοιπόν, να σου χρεώσω και τρεις πλαστογραφίες;
    - Ναι ρε μπος, μέσα, δώσε ό,τι έχεις!
    - Μπράβο όρεξη... Κοίτα, μη σε βρω καμιά μέρα τέζα πάνω στις δικογραφίες. Αντέχεις;
    - Κωλώνει το πεζικό στην κατηφόρα;
    - Εσύ ή ξεσκίζεσαι στον μπούτσο ή δεν γαμείς καθόλου, δεν εξηγείται αλλιώς τόση αποδοτικότητα...

  2. - Να σου πω ρε αρχηγέ, εσύ που ξέρεις από κουμπιούτερ και τέτοια, μπορείς να βρεις τίποτα φωτογραφίες της γης από τη σελήνη για μια εργασία του γιου μου;
    - Ναι ρε συ, το συζητάς;
    - Σίγουρα δεν σου είναι κόπος ε;
    - Όχι ρε, τι λες τώρα; Κωλώνει το πεζικό στην κατηφόρα;

βλ. αυτοκτοσχόλιο (από GATZMAN, 19/09/09)

Κωλώνουν ο Βούδας, ο Φούντας, το πεζικό στην κατηφόρα;... Σχετικά: κωλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική, μη δόκιμη σύνταξη.

Αρθρώνεται με δύο τρόπους:

  • Συνηθέστερα, με την προσθήκη ενός επιθετικού προσδιορισμού: Επιθέτου: - Είσαι και πολύ κωλόφαρδος! Επιθετικοποιημένου ουσιαστικού: - Είμαι και πολύ άντρας ρε παιδάκι μου!
  • Δευτερευόντως, με την προσθήκη ενός ουσιαστικού, μάλλον ουδέτερου γένους, μάλλον μη μετρήσιμου: - Αν βρεθούν ο πρώην και ο νυν θα πέσει και πολύ ξύλο! - Κιβωτός των Γεύσεων αδερφέ, στην Ροτόντα. Και πολύ μάσα... - Καλά που με τράβηξε η αδερφή μου στο πάρτυ. Μιλάμε, και πολύ πανικός. (σ.σ. ίσως δύσχρηστο)

Ο σύνδεσμος «και» στην περίπτωση αυτή λειτουργεί επιτατικά, ιδίως για αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Για θετικούς χαρακτηρισμούς, υπάρχει μερικές φορές μια υφέρπουσα ειρωνεία:
- Είσαι σαράντα χρονών και σε ταΐζουν οι γονείς σου; Είσαι και πολύ ξύπνιος...

Η γλωσσική αυτή δομή ενδέχεται να σχηματίστηκε από την απομόνωση του τελικού μας χαρακτηρισμού για ένα πρόσωπο, κατάσταση, αντικείμενο κλπ, όταν παραθέτουμε περισσότερους από έναν χαρακτηρισμούς. Για παράδειγμα:
- Ωραίο φίλο έχεις! Τσιγκούνης, κλαψιάρης... και πολύ μαλάκας γενικά.
Για να δώσουμε έμφαση στο ένα χαρακτηριστικό που θεωρούμε καθοριστικό και για να συντομεύουμε, το παράδειγμα γίνεται:
- Ωραίο φίλο έχεις! Και πολύ μαλάκας!

Να σημειωθεί ότι η πρόταση, εντός της οποίας χρησιμοποιείται, πρέπει να είναι θετική και όχι αποφατική, διότι διαφορετικά η αναλυόμενη σύνταξη δεν είναι [I]και πολύ[/i] αδόκιμη.

Όπως ίσως φάνηκε από τα παραδείγματα, η σύνταξη είναι στο στοιχείο της και ολοκληρώνει καλύτερα το γλωσσικό της πεπρωμένο όταν ακολουθείται από την λέξη μαλάκας.

Πρβλ. άλλες ιδιόμορφες χρήσεις του «και»: και γαμώ, και καλά.

Παραδείγματα εντός του ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά, οι σάλτσες είναι όλα αυτά τα γευστικά αλλά μη απαραίτητα στοιχεία με τα οποία εμπλουτίζουμε τον λόγο μας για να τον κάνουμε πιο ελκυστικό. Συνήθως βάζουμε σάλτσες όταν αφηγούμαστε μια ιστορία, όταν περιγράφουμε ένα κατόρθωμά μας ή όταν λέμε ένα ανέκδοτο.

Βασικό συστατικό της σάλτσας στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι υπερβολές προς την κατεύθυνση που μας βολεύει. Οπωσδήποτε, όμως συναντώνται και οι άσχετες λογοτεχνίζουσες αναφορές και περικοκλάδες του λόγου μας. Ο όρος χρησιμοποιείται όταν υπάρχει έστω και μια μπουκιά πραγματικό φαγητό πάνω στο πιάτο, δηλαδή ένα γεγονός ή μια άποψη, διαφορετικά έχουμε περάσει στην παπαρολογία.

Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, στην έκφραση βάζω σάλτσες, αν και ο γράφων έχει ακούσει να χρησιμοποιείται και ο ενικός. Πρβλ. και άσε τις σάλτσες και έλα στο ψητό και άσε τα φιλοσοφικά.

Πρόκειται για πολύ παλιά χρήση της λέξης «σάλτσα» που, περιέργως, δεν βρέθηκε καταγεγραμμένη στον Τριανταφυλλίδη (βλ. εδώ, όπου και η κυριολεκτική σημασία και ετυμολογία). Όχι, δεν έχω άλλα λεξικά να το κοιτάξω γιατί είμαι ένας φτωχός πλην τίμιος σλανγκιστής...

  1. - Λέγε ρε, από γκόμενα ζειπέ ποτατί;
    - Ναι φίλε! Τραβιέμαι με μία από τη σχολή τώρα. Χθες ήρθε πρώτη φορά από το σπίτι.
    - Και;
    - Είχαμε βγει για ένα ποτάκι παραλία, μετά κλαμπάκι, χορέψαμε λίγο, εντωμεταξύ έχει μια κορμάρα κόλαση. Μας χάζευαν όλοι σά πεινασμένοι. Φορούσε ένα μπλουτζίν κολλητό, κάτι πόδια, τι να σου λέω, από τον κώλο μέχρι το πάτωμα πόδια. Είχε και κάτι στρασάκια πίσω, ακόμα μπροστά στα μάτια μου τά 'χω. Μού 'κανε κάτι κουνήματα, κάτι ματιές, μιλάμε τρελή για μένα με καραγουστάρει η κοπέλα.
    - Και;
    - Ε, την έβαλα σ' ένα ταξί, αυτή όλο μού 'λεγε πρέπει να πάω σπίτι και θ' ανησυχεί η συγκάτοικος και τέτοια, αλλά άλλο που δεν ήθελε. Εγώ είχα μάθει γι' αυτήν ότι κάνει την δύσκολη στην αρχή, μου τά 'χε πει ο Μπάμπης απ' το Παιδαγωγικό που την πηδούσε ένα φεγγάρι αλλά τα χαλάσανε γιατί...
    - Ρε μαλάκα άσ' τις σάλτσες, γάμησες ή όχι;
    - Ε ναι ρε φίλε, γάμησα!
    - Α να γεια σου πια! Ο προστάτης μου θά 'σκαγε!

  2. - Ωχ! Τι έγινε στο στενό, τι φασαρία είναι αυτή;
    - Κάποιον μαζεύει το περιπολικό. Στάσου, έρχεται ο Ντάνης. Ρε Ντάνη, πήρε το μάτι σου τίποτα, τι παίχτηκε;
    - Γκάιζ, πήγα στον Νοστιμούλη να χτυπήσω ένα σαντουϊτσάκι...
    - Ναι;
    - ...και δεν είχε κοτόπουλο και του είπα βάλε ένα μπιφτέκι...
    - Ν-ναι;
    - ...ήτανε κι ο Τζόνις εκεί, από το ΤΕΛ...
    - Ντάνη, άσε τις σάλτσες, με τον τσαμπουκά τι έγινε;
    - Δεν ξέρω, δεν πήρα πρέφα τη φάση. [Σ.σ.: Ο Ντάνης αποδείχτηκε παπαρολόγος και όχι σαλτσολόγος.]

  3. - Γιάννη τελικά πώς ήτανε η μονάδα σου στην Ξάνθη;
    - Ψιλογαμησάκι ρε συ... Αγγαρείες, σκοπιές, αγήματα, εμπλοκή δεκαπέντε-μία...
    - Τι πίπες μας λες ρε; Ο Μπιλάκος που ήτανε μαζί σου μας είπε ότι σας πήγαινε δύο-μία!
    - Νταξναούμ, έβαλα και λίγη σάλτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριθμός που δεν είναι «στρογγυλός», που περιέχει δηλαδή ψηφία διαφορετικά του μηδενός στις μικρότερες τάξεις μεγεθών, ξεκινώντας από τις μονάδες, ή περιέχει δεκαδικά, ή και τα δύο. Η λέξη συχνά αναφέρεται σε χρηματικά ποσά.

Λέγεται και κατσαρό νούμερο (ή ποσό κλπ).

Στο γυμνασιολύκειο είναι μια ένδειξη ότι κάπου έχεις κάνει λάθος στην άσκηση.

  1. ...νά το και το συνημίτονο. Σο το x πρέπει να είναι... μούμπλε μούμπλε... επ! Wtf; 324,486; Δεν παίζει! Αποκλείεται να βάλανε σγουρό νούμερο για το x. Πάμε πάλι...

  2. - Τι είναι αυτά τα σγουρά ποσά; 2.934,7 ευρώ, 14.673,51 ευρώ...
    - Είναι από την εποχή των δραχμών κύριε επιθεωρητά. Ένα εκατομμύριο, πέντε εκατομ-
    - Καλά με τα ποσά. Αυτό το σάιτ πού έχεις συνέχεια ανοιχτό τι είναι;
    - Τίποτα κύριε επιθ-
    - Κεριά και λιβάνια! Έλα ρε, λέγε. Ποιος είσαι; Ο knasos; Ο vikar; Ποιος;
    - Ο patsis κύριε επιθεωρητά, εσείς;
    - Η mariahomorfi.
    - Τι έγινε ρε παιδιά; Πώς είναι έτσι η μαριαχόμορφη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσικό, στην καθιερωμένη σημασία της λέξης, είναι το παιδικό τμήμα μας ποδοσφαιρικής ομάδας (βλ. εδώ τον ορισμό του Τριανταφυλλίδη).

Στην έκφραση «παίζω με τα τσικό» αποκτά μεταφορικώς μια υποτιμητική σημασία. Σημαίνει δραστηριοποιούμαι σε περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών, ασήμαντου ανταγωνισμού, που δεν μου αρμόζει, που δεν προάγει την προκοπή μου. Ένα περιβάλλον που με κάνει να μένω στάσιμος, αν όχι να χειροτερεύω με την πάροδο του χρόνου.

- Άντε ρε, δεν θα κάνεις την πρακτική σου στην Θεσσαλονίκη;
- Φίλος, καλή-χρυσή η Θεσσαλονίκη αλλά για την διαφήμιση τι να την κάνω; Με τα τσικό θα παίζουμε τώρα; Θα κατέβω Αθήνα, ν' αρχίζω να μπαίνω στα κόλπα, ξέρεις, εκδοτικά συγκροτήματα, τηλεόραση κι έτσι.
- Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified