Τα γυναικεία στήθη όλων των μεγεθών. Κάποιοι τα αποκαλούν και φουσκόνια.

  1. «Παραδεξου το, θα ηθελες ανετα να εισαι σαν εκεινους τους παπουληδες πριν καποια χρονια που φαγανε και το τελευταιο ευρω των κοπων τους στα Ρωσσιδια. Τουλαχιστον πεθαναν αναμεσα σε 2 ζουμερα στητα φουσκουνια

(από post στο forum του insomnia.gr)

  1. - Έβαλε μία μίνι φούστα, κόκκινες γόβες, πέταξε έξω τα φουσκούνια της και πήγε αποφασισμένη να περάσει τις εξετάσεις.
    - Τι εξετάσεις;
    - Αίματος. Εκεί κόλλησες εσύ ρε γκέουλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που την χρησιμοποιούμε με έκσταση όταν συμφωνούμε 100% με τον συνομιλητή μας, αλλά και πιο ήπια όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτός έρχεται στα λόγια μας.

Ειδικά στη φράση «Α μπράβο!» τείνουμε συχνά να τονίζουμε το «μ» και να ακούγεται «Αμμμμπράβο».

Έχει παρατηρηθεί ότι στη Β. Ελλάδα λένε «Α να γεια σου!» και «Α να μπράβο!» αντίστοιχα.

- Ρε τελικά σαν τις Σουηδέζες, δεν υπάρχουν!
- Α μπράβο... Σ' τά 'λεγα εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία έχει λίγα κιλά παραπάνω, ανεξαρτήτως ύψους. Η ευσωμούλα.

- Τι έλεγε η φίλη της; Καλή;
- Καλή ρε συ... Λίγο βουζελάκι, αλλά εσένα θα σου αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικό παιχνίδι αλάνας όπου συνήθως 2 άτομα ή 2 διμελείς ομάδες προσπαθούσαν να σκοράρουν μη μπορώντας να ακουμπήσουν τη μπάλα πάνω από μία φορά. Η κατοχή περνούσε από τη μία ομάδα στην άλλη εναλλάξ.

- Μόνο οι 2 μας είμαστε; Οι άλλοι δεν θα έρθουν;
- Μπα, δεν τους αφήνουν οι γονείς τους, γιατί σήμερα πήραν βαθμούς.
- Και τι θα κάνουμε οι 2 μας μόνο;
- Ε μόνο αμερικανάκι μπορούμε...
- Άντε καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι αλάνας όπου ένας κάθεται τέρμα και οι υπόλοιποι προσπαθούν να του βάλουν γκολ μόνο αν, πριν το τελικό σουτ, έχει προηγηθεί πάσα-σέντρα στον αέρα. Αν η μπάλα βγει out -αλλά όχι πάνω από τα δοκάρια-, τότε ο τελευταίος που ακούμπησε τη μπάλα κάθεται τέρμα.

Αυτός που ορίζεται πρώτος τερματοφύλακας συνήθως ξεκινάει με 11 πόντους, ενώ οι υπόλοιποι με 9. Με κάθε γκολ που δέχεται, μειώνεται το σκορ του τερματοφύλακα κατά ένα. Βέβαια αν το γκολ επιτευχθεί με «τακουνάκι», με το στήθος, με «ανάποδο ψαλίδι» κτλ, τότε μετράει για παραπάνω γκολ.

- Λοιπόν, πάμε ένα ψηλάκι μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι να ζεσταθούμε κιόλας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί μου. Μάλλον κρατάει από Λάρισα μεριά. Λέγεται είτε χαριτολογώντας σαν αντικατάσταση της προσφώνησης «πουλί μου» ή «πουλάκι μου», είτε πιο χυδαία σαν αντικατάστατο του γενετήσιου μορίου.

Το λένε πιο συχνά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, οι κοπέλες σε φίλους / φίλες, αλλά και οι σταρχιδιστές για όλους.

  1. - Έλα πλιμ να φας το αχλαδάκι που σου καθάρισα. - Άσε με ρε γιαγιά, έχω ήδη φάει 2 κοτόπουλα, μισή κατσαρόλα πατάτες, 3 χωριάτικες, 1 τζατζίκι, 4 τυριά, μισό καρπούζι, 2μισυ πεπόνια, μία γαβάθα μανταρίνια και 9 κάστανα.
    - Στην ανάπτυξη είσαι πλιμ. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν τρως;
    - 23 χρονών είμαι ρε γιαγιά.

  2. (σχόλιο κάτω από φωτογραφία στο facebook μίας κολλητής στην άλλη):
    - Α ώστε έτσι πλιμ! Εσύ έκανες τα μπανάκια σου ωραία και καλά, κι εγώ δούλευα στο γραφείο... Σε μισωωωώ!

  3. (σχόλιο από blog)
    - Ρε δεν γαμιέστε όλοι; Ένα έχω να πω εγώ... ΤΟ ΠΛΙΜ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραλλαγή κατά τη γραφή της έκφρασης «τον παίζω».

Η ευστοχία της οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ ακούγεται και διαβάζεται ως μία εντελώς political correct έκφραση αναφερόμενη στον ηθοποιό Γιάννη Μπέζο, παρ' όλα αυτά μπορούμε να υπονοήσουμε κάτι όχι και τόσο σεμνό.

(συναντάται κυρίως σε sms, msn και γενικά net communities, γι' αυτό και τα greeklish)

- ela man. ti kaneis;
- ton Mpezo.

(από Hank, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρόσθεση σιλικόνης στο γυναικείο στήθος. Από το σιλικονίτσα. Χρησιμοποιείται ως πιο κομψός όρος όταν θέλουμε να ρωτήσουμε με τρόπο αν η συνομιλήτριά μας έχει κάνει προσθετική στήθους.

- Κονίτσα;
- Τι κονίτσα;
- Σιλικονίτσα;
- Όχι παιδί μου! Κληρονομικό χάρισμα. Όλες στην οικογένεια έτσι είμαστε.

δείτε το video που ακολουθεί.

(από john386, 24/05/09)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πνίγομαι» επειδή στραβοκατάπια ή επειδή κάποιος είπε κάτι και με έκανε να γελάσω, τρομάξω κτλ. Συνήθως ακολουθείται από βήχα και καθάρισμα λαιμού.

Ντιπ κρητική έκφραση και πολύ συνηθισμένη στο νησί.

  1. ... και της λέω: Παρ' τα μωρή άρρωστη! Χααα χαα!
    - Ρε μαλάκα, μην λες μαλακίες όταν τρώω. Θα γκρουφτώ!

  2. (Βήχας)
    - Τι έγινε ρε; Γκρούφτηκες; Να σε χτυπήσω στην πλάτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας που, υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, η φωνή του αλλοιώνεται και ακούγεται πιο ... «ζουζουνίστικη». Ίσως και κάποιες από τις κινήσεις του να προκάλεσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Θα το ακούσετε και ως ζούζουνας.

Τι πας να κάνεις τέτοια ώρα στην πλατεία ρε; Τώρα μόνο ζούζουνες θα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified