Η ομάδα του Ολυμπιακού, συνεκδοχικά από την ψαραγορά του Πειραιά. Ο χαρακτηρισμός αυτός (κάπως παλιός και όχι και τόσο συχνός σήμερα) παραπέμπει και στο κύριο παρατσούκλι των Ολυμπιακάκηδων, που είναι το γαύροι. Ως ψαραγορά δηλαδή μπορεί να εννοηθεί και καλά το μέρος όπου πωλούνται οι γαύροι.

  1. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». (Εδώ).

  2. ολυμπι,ολυμπι,ολοι μπειτε μεσα τα πουλμαν να γεμισουμε στον πειραια να παμε τους γαυρους να γ*******
    και μετα και μετα στην ψαραγορα τους γαυρους να πουλησουμε το κυπελο να παρουμε που εμεις το αξιζαμε!!! (Ειρωνική τροπή του ύμνου του Ολυμπιακού εδώ)

(από Khan, 02/08/13)Οξύμωρον (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαίνεται μια μικρή άκακη τριχούλα κι όμως προκαλεί αμόκ στους τριχοφοβικούς, ενώ θεωρείται ως το απόλυτο σκοτεινό αντικείμενο του πόθου για άπλυτους, νταλικοθύματα, θεούσους, το Νίκο Καζαντζάκη και άλλους που γουστάρουν ωμοσέξουαλ καταστάσεις.

Η μασχαλότριχα κάνει την εμφάνισή της συνήθως σε λοιδορίες παρόμοιων λατέρνατιβ συμπολιτών μας, σε διλήμματα για το αν πρέπει ο άντρας να την ξυρίζει, ή, έστω, τριμάρει, ή απλώς μη επιδεικνύει, αλλά συχνά λαμβάνει και στάτους καθαρά φετιχιστικό.

  1. Το πιο τραγικό βέβαια είναι ότι μας περιβάλλουν Κνίτες κ Εαακίτες.(Εγώ στον ίδιο χώρο με αριστερούς-τι decadence) θυμάμαι ανυποψίαστη στην εγγραφή με πλησιάζει μία άβαφτη,άλουστη,τριχωτή-η μασχαλότριχα να πετιέται απ'τα μανίκια,με μπλούζα Che,ιδρωμένη(αυτές οι λαικιές ιδρώνουν) και τολμα να μου απευθύνει το λόγο(Εμένα που έχω κάνει καθαρισμό προσώπου πλάι πλάι με την Paris Hilton) με μία άνεση κ μου λέει να γραφτώ στην παράταξη. Λέω μόνο αν διαθέτει VIP section κ γυρνάει κ με βρίζει η αχτένιστη. (Εδώ).

  2. Δεν είναι απίθανο να έχουν ανοιχτή την τηλεόραση στο 4Ε και παρακολουθούν τις άπλυτες θεούσες να μιλάνε για τις ιαματικές ιδιότητες του φλαμουριού αλλά και την αρετή του να μην βγάζεις τα φρύδια σου και να μην ξυρίζεις την μασχαλότριχα... (Εδώ).

  3. Εντάξει, δεν θα θίξω το ότι στοιβάζεσαι στα λεσβιομάγαζα σαν το γίδι και γλύφεις τη μασχαλότριχα της διπλανής μέχρι να φτάσεις το καλαμάκι του ποτού σου. (Εδώ).

  4. μα είσαι μια ξεχωριστή νιφάδα..είσαι μια μασχαλότριχα από την ιερή μασχάλη του ρουβά. εντάξει, θα μετράω τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα.... (Εδώ).

  5. σιγά τον άντρα μωρέ, τι να τον κάνω εγώ αυτόν τον φλώρο, αυτός έτσι και δει μασχαλότριχα κοτσίδα και αξούριστο πόδι θα λιποθυμήσει μωρέ. (Εδώ).

  6. βάλτε στην βαλίτσα 1 βερμούδα, 1 μπλουζάκι αμάνικο (για να φαίνετε η μασχαλότριχα) και 1 σώβρακο. (Εδώ).

  7. Ιερά λείψανα: η μασχαλότριχα του Αγίου (Εδώ).

(από Khan, 03/08/13)(από Khan, 03/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός της ομάδας του Ολυμπιακού εκ του κουρέλας με ένα ψευδογαλλικό ζενεσεκουά, ο οποίος ήταν πολύ δημοφιλής στην δεκαετία του 1970 και ψιλοκράτησε και αργότερα. Σήμερα λέγεται περισσότερο νοσταλγικώς από παλαίμαχους αντι-ολυμπιακούς, ενώ η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πιο πρόσφατα ως μειωτικός χαρακτηρισμός για την αεροπορική εταιρεία της Ολυμπιακής.

  1. Υπεράνω όλων, όμως, η μεγάλη επιτυχία της εποχής «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ» του Δημου Μούτση
    Παρά το ότι ερμηνεύεται από την Βίκυ Μοσχολιού, (ή, ισως, ακριβώς γι αυτό!) θα ακουστεί στο Καραϊσκάκη, όσο η χρονιά προχωρεί προς το φινάλε της «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , Θρυλε, Θρυλε ομαδάρα, είμαστε πρωταθλητές» Δειλά, δειλά, αντιτείνεται στην ...;Λεωφόρο «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , ΠΑΟ, ΠΑΟ ομαδάρα, Ολυμπίκ ντε Κουρελέ». (Εδώ).

  2. Ολυμπικ ντε κουρελέ θα σκάσουν από το κακό τους, που στην Ευρώπη η Ελλάδα έχει μόνο μια ομάδα, την ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΑΡΑ! (Εδώ).

  3. Ήταν ένα site εμπνευσμένο από τα αξέχαστα λόγια του κυρ-Αντρέα στην πρώτη συνέντευξη τύπου της ΠΕΚ, τότε που φώναζε «ρεουλελέ-ρουλελέ-ολυμπίκ ντε κουρελέ».
    (Αλήθεια λέμε, τα έχουμε ζήσει αυτά στον Παναθηναϊκό, δεν κάνουμε πλάκα) (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, χαρακτηρίζονται έτσι υβριστικά οι οπαδοί / μέλη της ομάδας του Ολυμπιακού (κυρίως από Παναθηναϊκούς). Εννοείται ως μια ψαροκασέλα γεμάτη με γαύρους.

Για την καθιέρωση της βρισιάς αυτής θεωρώ εύλογο ότι έχει επιδράσει και η κλασική αργκοτική σημασία της ψαροκασέλας ως της παρτόλας γυναίκας (βλ. ορισμό Vrastaman) που μυρίζει ανδρικό σπέρμα, όπως η ψαροκασέλα βρωμάει ψαρίλα.

  1. Ο Παναθηναϊκός επιβεβαίωσε τον τίτλο της καλύτερης ομάδας, επικράτησε ... ΡΕ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΥΣΗΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΑΡΟΚΑΣΕΛΕΣ ΛΕΜΕ. (Εδώ).

  2. Ψαροκασέλα, σου αρέσει να συχνάζεις στα πράσινα μπλογκς, ε; Λογικό, κανείς δεν ξεχνάει αυτόν που του πρωτοέμαθε τον έρωτα! Σας έχει πιάσει κρύος ιδρώτας στο τουρκολίμανο…Εκεί που μας είχατε για διαλυμένους αλλάξανε τα κόζια και τρέμετε γιατί ξέρετε ποιος είναι ο αιώνιος δυνάστης σας…Υπομονή, έχετε χρόνο ως τους τελικούς του Μάη να ξυριστείτε/ντυθείτε/πάτε κομμωτήριο για να μας περιμένετε… (Εδώ η στιχομυθία).

  3. «Οσο για τις ψαροκασελες, τις αφηνουμε στην θλιβερη καταντια τους» εγραψα και ορθα ο εξαδελφος σχολιασε οτι αδικω την ομαδα μπασκετ του ολυμπιακου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος στα καλιαρντά, προφ εκ των σκέλη και σάλιαγκας. Πρβλ. και σαλιγκαροψώλης.

  1. Από το παράδειγμα του Αίαντος στο σικ ρανζέ οριεντάλ:

Πρὰνς πουλοβιδώθηκε ὁ πουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσὸς καὶ σὶκ ρανζὲ ὀριεντὰλ ὁ σκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

  1. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.

ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, είναι ο γέρος, ο γεροτραχανάς. Προέρχεται από το γεγονός ότι, -παλιότερα κυρίως-, ο τραχανάς ήταν ένα εύκολο φαγητό για τους ηλικιωμένους που είχαν χάσει τα δόντια τους.

  1. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος -άσχετα αν είναι ένας γεροτραχανάς που έχει ξεχάσει το κολύμπι- δίνει καθημερινά το παρών στην πισίνα των φυλακών, σε μια προσπάθεια να ξεχάσει το δράμα της ζωής του που τον κρατάει μακριά από την πολυαγαπημένη του Βίκυ Σταμάτη. (Εδώ).

  2. Καλιαρντή χρήση αποκατέ:
    Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Κατ' αρχήν, αυτός που το γένι του μοιάζει με τράγου. Ήδη στους αρχαίους ημών προγόνους βρίσκουμε τη λέξη τραγοπώγων (δες), ενώ στην δημώδη (μετα)Βυζαντινή Γραμματεία βρίσκουμε την ίδια τη λέξη τραγογένης στην παρωδία «Ακολουθία του ανόσιου τραγογένη σπανού» (για την σημασία του «σπανός» βλ. τα λίνκια στο πρώτο παράδειγμα). Έχω την εντύπωση ότι ως τραγογένης μπορεί να χαρακτηριστεί και γενικά ο μουσάτος, αλλά και ειδικότερα ο μουσάτος είτε με αραιό γένι που θυμίζει περισσότερο τράγο, είτε ο φέρων την λεγόμενη barbe à l'impériale, το στυλ Ναπολεόν Τρουά, που άργκιουαμπλjυ φέρνει περισσότερο σε τράγο.

Ως σλανγκ μας ενδιαφέρει κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός για ιερείς, για παπάδες. Η χρήση είναι πολύ παλιά, το βρίσκουμε επανειλημμένως στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, γενικά βγάζει μια καζαντζικίλα, αλλά και στον Κώστα Βάρναλη και τον Γιάννη Σκαρίμπα. Πρόκειται, δηλαδή, για συνώνυμο των τραγόπαπας και τράγος, ένα κλικ πιο πάνω στην εκκλησιαστική βιολογική αλυσίδα από τον μεσότραγο. Ο χαρακτηρισμός βρίζει και γενικά τους παπάδες, αλλά και ειδικά όσους δίκην οργιαστικών τράγων εμπλέκονται σε ατοπήματα σεξουαλικής φύσης.

  1. Ἄξιόν ἐστι, τοῦ ὑβρίζειν σὲ τὸν τραγογένη, τὸν ἐν τοῖς γαϊδάροις πρωτεύοντα, καὶ τὸν ἐν τοῖς τράγοις τερατουργόν. (Από την ακολουθία του τραγογένη σπανού, δες εδώ, εδώ και εδώ).

  2. Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
    ω αγνή Πολύμνια, στ’ ασημένιο βάζο,
    που στ’ άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
    θεϊκό νεχτάρι. Με τον τραγογένη
    θεούλη, που διδάχος μου ’χει γένει,
    σταφύλια στα μελίγγια μου αραδιάζω.
    (Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ο Ποιητής» εδώ).

  3. Σα να 'νιωσε πίσω του βαριάν ανάσα, στράφηκε ο λοχαγός, είδε κοντόχοντρο, τετράγωνο μπροστά του, ανταρεμένο, με τα μάτια που πετούσαν φωτιές, τον παπά. Μάζεψε τα φρύδια, γύρισε το πρόσωπο, έσκυψε χάμω. Τον μισούσε, τον φοβόταν τον έβδομηντάρη ετούτον άγριόπαπα· ένιωθε να τινάζεται από τα μάτια του μια δύναμη βουβή, να θέλει να τον ρίξει κάτω με τα Δισκοπότηρα του, τα Βαγγέλια, τα πετραχήλια, με τις ψαλμουδιές του και τα ξόρκια, κυβερνούσε ο τραγογένης ετούτος φοβερές αόρατες δυνάμες, κι ο λοχαγός, κι ας ήταν παλικάρι, τον φοβόταν. (Από το μυθιστόρημα Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη εδώ).

  4. Ο παπάς καθώς προσπερνάει τον κοιτάζει· τον ξέρει. Μόλις ανθίζει ένα τραγίσο χαμογελάκι στο χείλι του.
    ...Σιχτίρ τραγογένη… (Από έργο του Γιάννη Σκαρίμπα εδώ).

  5. Την ίδια στιγμή που ο τραγογένης της Αιγιαλείας, έχει παραιτηθεί ουσιαστικά από τον ποιμαντικό του ρόλο, και από ταγός ενότητας, πνευματικής και ηθικής ανάτασης του ποιμνίου του που θα έπρεπε να είναι, μετατρέπεται σε κύρηκας του μίσους και σε επικίνδυνη οχιά για τον Ελληνισμό... [...] Ένας πραγματικά λεβέντης παπάς, αυτή τη φορά στην Κρήτη, σηκώνει ψηλά τη σημαία της αντίστασης και της περηφάνιας, συναισθανόμενος το ρόλο του και την ποιμαντική αποστολή του. (Εδώ).

  6. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικώς το παίγνιο με ηχηροποίηση, δηλαδή ο άνθρωπος που έχει καταστεί άθυρμα, καταγέλαστος, καραγκιόζης, που γελάει ο κόσμος με την πάρτη του, ειδικά σε μικρές κοινότητες που το κουτσομπολιό πάει σύννεφο και υπάρχει ανάγκη για τρελό ή τρολό του χωριού. Τον μη καθαρευουσιανοειδή αυτόν τύπο με την ηχηροποίηση τον βρίσκουμε συχνά στη λογοτεχνία και την ποίηση.

Πάσα (Δ.Π.): selsa

  1. Γιατί να γεννηθεί, τι κακό έκαμε στο Θεό και την παιδεύει τόσο; Και τι κακό έκαμε κι ο άντρας της, να καταντήσει μπεκρής, άσωτος και μπαίγνιο του χωριού; (Από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», σ. 251).

  2. Σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται και όνειρο στα βλέφαρα μωρού
    μπαίγνιο του αέρα, περιγέλιο του καιρού
    οι άνθρωποι περνούνε και ξεχνιούνται
    σαν τις σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται. (Από άζμα των Χαϊνηδων).

  3. Γελάνε οι νέοι με τα κατάντια σου ,
    αλλά εσένα δε σου καίγεται καρφί,
    παλιόγερε , μπαίγνιο μιας πουτάνας. (Εδώ).

  4. Δεν γίνεται, Θέ μου, να κάνεις ένα θαύμα
    να σηκωθεί ο Κόντες,
    ν' αρπάξει ένα στυλιάρι από τ' αλώνι
    ή να ξεκρεμάσει το βούρδουλα απ' το γάντζο
    και ν' αρχίσει να βαράει,
    να κοπανάει όπου βρει κι όπου πονεί
    –αλύπητα, χωρίς σταματημό–
    φωνάζοντας «Όξω μπαίγνιο! Όξω πούστη!»,
    όπως εφώναζε σα ζούσε
    σ' όσους δικούς του στίχους είτανε κακοί, [...].
    (Από ποίημα του Γιώργου Κεντρωτή εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published