Στην στρατιωτική αργκό, ο στρατιώτης Υγειονομικού από τα αρχικά ΣΤΡ (ΥΓ). Με υπονοούμενο βέβαια ότι είναι φλώρος και πούστρινγκ.

Χαϊδευτικά: στρινγκάκι.

Σύγκρινε με στριπτιζέρ.

Τα γαμημένα το στριγκάκια την περνάνε ζάχαρη, κι εμείς πυξλαμούν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπούλης που το παίζει και πολύ άντρας, μάγκας και νταής, γαμιάς της γειτονιάς, και γενικά έχει πάααααααρα πολύ καιρό να κατουρήσει.

Θεωρείται σλανγκ της φυλακής, αλλά και της νύχτας με το caveat ότι ό,τι έχει φτάσει να καταγραφεί ευρέως πιθανόν να μην είναι η τελευταία λέξη της σλανγκ αυτών των χώρων. Από την άλλη, χρησιμοποιείται και σε ιντερνετικές φοράδες, λίγα χτυπήματα.

  1. Ειρωνείες προς φωνακλά εδώ:

- ρε συ, μιλα λιγο πιο δυνατα! Δεν ακουγεσαι! ρε ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ... - Ρε συ, εσυ που εισαι και μαγκας κι αλανι και ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ, μπορεις να μας πεις τι δουλεια εχεις με κατι ελεεινους χλεχλεδες;

  1. Το χαρτί όμως που πιστοποιούσε τον τραυματισμό του είχε πάει και το είχε παραλάβει κάποιος “Γκλίτσας”, που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ο δεύτερος καταζητούμενος με παραφρασμένο όνομα, τον οποίο οι αρχές θεωρούν σκληρό ποινικό και “σπαθόλουρο” της νύχτας, κατά το κοινώς λεγόμενο, μπράβος, πρωτοπαλλήκαρο δύο άλλων ποινικών που βρίσκονται στη φυλακή.
    (εδώ).

  2. Σπαθόλουρο μας προέκυψες...
    I like you more now :-) (εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοβυρνιά. Η λούγκρα εμιγκρές, που φεύγει από χώρα με καθεστωτική ομοφοβία (σ.ς.: λ.χ. από την Ελλάδα για να φέρω ένα τυχαίο παράδειγμα), και σεξομεταναστεύει σε μεγαλούπολη της Δύσης, που διακρίνεται για την ομοφυλοφιλόφιλη αύρα της. Τόποι υποδοχής- παράδεισοι εμιλουγκρέδων είναι η Μπαρτσελόνα, το Σαν Φρανσίσκο (Castro), το Marais στο Παρίσι, ΟΛΗ η Αγγλία, διάφορες συνοικίες της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου (ασφαλώς και άλλα μέρη που μου διαφεύγουν). Από εκεί τείνει ευήκοον ους προς τις καταπιέσεις ομο-ομοφυλοφίλων του και άλλα κρούσματα σεξουαλικής μισαλλοδοξίας στην χώρα προέλευσης και γρηγορεί για να τα καυτηριάσει, πάντα όμως εκ του ασφαλούς από τον λουγκροπαράδεισο, όπου λιάζεται τε και ξεκωλιάζεται. Η αναλογία είναι προφ προς τους πολιτικούς εμιγκρέδες από αυταρχικά καθεστώτα, όπως οι Ρώσοι εμιγκρέδες στο Παρίσι, ή οι Ιρανοί εμιγκρέδες τώρα στην Αμερική ένα πράμα.

- Πώς πήγε ρε Περιεργόπουλε το ταξίδι σου στο Σαν Φρανσίσκο;
- Καλά ήτανε, αλλά συνάντησα τον παιδικό μας φίλο, ξέρεις τον Τέλη τον Λομπαρδιάρη και πολύ με προβλημάτισε... Μού 'λεγε πώς αντέχω και κάθομαι στην Ελλάδα, όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά υπάρχει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα στον αέρα...
- Νταξ μωρέ, τον εμιλουγκρέ κάθεσαι και ακούς;...

Jean Marais. Έχει και το όνομα και την χάρη. (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα αθλητικά συνδέεται με την λόμπα και σημαίνει ότι με το να κάνω λόμπα αναγκάζω τον αμυνόμενο να πηδήξει και να τεντωθεί ψηλά, σαν να είναι κρεμασμένος. Περισσότερο λέγεται στο ποδόσφαιρο, κρεμάω τον τερματοφύλακα, όπου το κρέμασμα είναι η τιμωρία του απερίσκεπτου μεσολογγίτη τερματοφύλακα που κάνει ηρωϊκή έξοδο. Μπορεί όμως να ειπωθεί και στο μπάσκετ και στο τένις, οπουδήποτε γίνεται λόμπα.

τελικο σκορ 1-3 με ωραιο πλασσε του Νουνιεζ που κρεμασε τον τερματοφυλακα (εδώ)

Ο ένας τερματοφύλακας κρέμασε τον άλλο (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Στον στρατό είναι η Ασφάλεια Μονάδας, ο γνωστός και ως αλφαμίτης. Όταν κάνει πύλινγκ, τον φωνάζουν περιπαικτικά η Αυτού Μεγαλειότης λόγω της σύμπτωσης του αρκτικόλεξου, ως ένα γρήγορο προκαταρκτικό πείραγμα πριν του πουν εντέλει Άνοιξε (ρε) Μαλάκα.

(Αλφαμίτης πατόψαρο καθυστερεί στο άνοιγμα της πύλης).
- Θα μας ανοίξει η Αυτού Μεγαλειότης;
- ;;;
- Άνοιξε Μαλάκα, να τελειώνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί, και μπορέλι, λέγεται με ανάλογο ύφος βαριεστιμάρας.

- Σε παρακαλώ, αγάπη μου, θα πλύνεις τα πιάτα;
- Μπόρα...

Αφιερωμένο στην Ιρονίκ (από Khan, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Στον στρατό η ΟΜάδα Άμεσης Επέμβασης σλανγκίζεται ως Όπα Μεγάλε Αράξαμε Επιτέλους.

Υπάρχει ένα δίπολο, όπου ο μεν νέοπας πήζει στο σκοπέτο, οι δεν παλαίουρες την αράζουν στην Ομάδα Άμεσης Επέμβασης και τα ξύνουνε, μέχρι να συμβεί κάποιο επεισόδιο, οπότε απλώς πάνε και κράζουνε όποιον το προκάλεσε, συνήθως κάποιο πατόψαρο. Το σλανγκικό αρκτικόλεξο, επομένουσλυ, αναφέρεται στην περηφάνια με την οποία ο πρώην πόντικας συνειδητοποιεί ότι έχει πλέον παλιώσει και ήρθε η ώρα να κάνει ΟΜΑΕ αντί για σκοπιά. (Αυτά δεν ισχύουν βέβαια παντού, αλλά είναι σύνηθες η ΟΜΑΕ να θεωρείται αποκλειστικό προνόμιο των παλιών, ιδίως αν υπάρχει και τηλεόραση).

- Τι νούμερο σκοπέτο είσαι σήμερα;
- Δ.Π.. Είμαι ΟΜΑΕ.
- Όπα Μεγάλε Άραξες Επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές μη κυριολεκτικές σημασίες του εμπριμέ κουνούπ:

  1. Όργανο (και συναφής άσκηση) γυμναστικής που γυμνάζει το στήθος. Μάλλον γιατί όταν το χρησιμοποιείς έχεις μια πεταλουδόσχημη μορφή (με λίγη φαντασία).

  2. Αξεσουάρ γυμναστικής για τους προσαγωγούς και όχι μόνο, καθώς και συναφής άσκηση / στάση (Δες).

  3. Στυλ κολύμβησης όπου «τα χέρια βγαίνουν από το νερό και με την βοήθεια των ώμων ξαναμπαίνουν με δύναμη μέσα κατεβαίνοντας προς τα κάτω και τεντώνουν κοντά στα πλευρά, ενώ η λεκάνη βγαίνει στην επιφάνεια, καθώς τα πόδια κλωτσάνε λυγισμένα». Είναι απαιτητικό και θερμιδοβόρο. (Δες).

Ακόμη είναι:

  1. Η επί χρήμασι εκδιδόμενη γυνή ή πους τις, η (γουτσιστί) πεταλουδίτσα ή πεταλούδα της νύχτας.

  2. Στο πιο τριχωτό η αρκουδοπεταλούδα. Γενικότερα ο όρος πεταλούδα / πεταλουδίτσα εκφέρεται για γκέι.

  3. Είδος μαχαιριού με διπλή λαβή μέσα στις οποίες μπορεί να κρυφτεί η λεπίδα και να ανοίξει πάλι όποτε θέλεις. Λέγεται και Balisong. (Βλ. μήδι του notheitis). Για τους γκατζετάκηδες κυκλοφορεί και ως USB πεταλούδα.

  4. Είδος κλωστών, δες. Αγγλιστί butterfly threads. (Πάσα: Perkins).

  5. Είδος δονητή, αγγλιστί butterfly teaser (δες μήδι της Mes - χωρίς Νιντέντο). Επίσης η πεταλούδα είναι εσώρουχο με ενσωματωμένο δονητή (δες παράδειγμα).

  1. Πολλαπλές ρυθμίσεις των μπράτσων πεταλούδας και πίεσης στήθους, για την εύρεση της καλύτερης θέσης έναρξης και εκτέλεσης. (Δες).

  2. Ενώστε τις πατούσες (στάση πεταλούδα) για τους προσαγωγούς. (Δες)

  3. Διπλή ελληνική συμμετοχή στον τελικό των 200μ. πεταλούδα ανδρών (Δες)

  4. Ήθελα να την χύσω στα βυζιά της, αλλά δεν πρόλαβα κι έχυσα μέσα της. Κι αφού έχυσα, ενώ ήθελα να βγω, δεν πρόλαβα, κι εκείνη με σταμάτησε με τα πόδια της και για κανα λεπτό ακόμη ήμουν μέσα της. Απίστευτο για πεταλουδίτσα αυτό. Κάτσαμε λίγο (δεν έφυγε αμέσως) και μιλήσαμε.
    (Γκουφουέ η δύναμή σου, στο Πουτάνες, Ελληνίδες και αλλοδαπές).

  5. Υιοθετούμε εκφράσεις όπως «αδερφή», «πούστρα», «πεταλουδίτσα». (Gay Army).

  6. Η ηθοποιός της σειράς «Gossip Girl» Taylor Momsen χαλαρώνει παίζοντας με ένα μαχαίρι, που το κουβαλάει πάντα μαζί της. Όπως παραδέχτηκε και η ίδια: «Κάνω συλλογή μαχαιριών. Το αγαπημένο μου μαύρο μαχαίρι το παίρνω μαζί μου παντού. Είναι πεταλούδα και με χαλαρώνει«.
    (εδώ)

  7. Διαθέτουμε όλους τους τύπους κλωστών και κουμπιών.
    Κλωστές »πεταλούδα«, μονόχρωμε, πολύχρωμες και φωσφωρίζουσες για όλες τις χρήσεις. (εδώ).

  8. Οι πεταλούδες είναι ένα είδος γυναικείου εσώρουχου στο οποίο είναι ενσωματομένος ο δονητής, φοριέται κανονικά και είναι πολύ διακριτικό! Κανείς λοιπόν δεν θα ξέρει πότε και πώς εσείς αυτοικανοποιήστε, στο γραφείο στη δουλειά στο αυτοκίνητο και όπου αλλου σας παέι η φαντασία σάς! (εδώ).

8β. Μπεστ σέλλερ δονητή: [...] Νοείται η πεταλούδα είναι ένα σχετικά μικρό δονητή, που δεν μπορώ να μειωθεί αν συντάσσεται εσώρουχα. Κανονικά χρησιμοποιούνται για τα ταξίδια και την καθημερινή χρήση στο κοινό. [...] Φανταστείτε ένα κορίτσι με το τραμ, τρένο, αεροπλάνο, βαγόνι, καφενείο, με πεταλούδες από μόνη της συνεδρίασης, την οδήγηση στο Θεό ξέρει από πού, να πιείτε τον καφέ, και δεν έχετε ιδέα πώς μια χαρά, και ποιες εργασίες στα μάτια από ένα πλήθος ανθρώπων που δεν το γνωρίζουν .
(Ανύπαρκτο κείμενο εδώ. σ.ς. Η συντάκτρια του κειμένου ήδη υποφέρει από τις παρενέργειες της πεταλούδας).

Αιμοδιψης πεταλούδα (από perkins, 12/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να πούμε ότι στην κλασική αργκό λουκία είναι (για να το θέσω παππουδίστικα) η γυναίκα ελαφρών ηθών ή ελευθερίων ηθών, που όχι μόνο είχε προγαμιαίες σχέσεις, αλλά και ησκείτο στο λιμπεγτινάααζζ, τύλιγε κανάν κανακάρη, ή και αποπλανούσε κανάν κύρη που την σπίτωνε. Μπορεί να ήταν ακόμη και καμπαρετζού, τροτέζα, τσαγού, ή και κομμώτρια έως και καλντεριμιτζού.

Νομίζω, λοιπόν, ότι δευτερευόντως εσήμανε τη λούγκρα, κυρίως στην πάγια φράση μωρή λουκία και πού 'σαι μωρή λουκία; Συνώνυμα: πού 'σαι μωρή μαριάννα και το χότζειο πού 'σαι μωρή πρέσβειρα καλής θελήσεως;.

Πάσα: Αἷας, Jeanoir.

  1. Ναι κυρα-περμαθούλα μου, όχι μόνο που τύλιξε τον Νώντα μας, αλλά και μάγεψε τον κυρ-Σεραφείμ, που της νοίκιασε μέχρι και ειδικό σπίτι της λουκίας!

  2. Πάμε μωρή Lucy επί το αγγλικότερον, γκρουπάκι στο φατσοβιβλίο.

  3. άντε απο εδώ μωρή τσουρομαρία ... μας πουλάς μούρη και άποψη περι αναρχίας και προβληματισμού .... πότε ήξερες μωρη λουκία περί αναρχίας μωρη ξεβρακωτη που το μοναδικο μπουκαλι που πέταξες ήταν κοκα κόλας και ήταν και πλαστικο ρε ανεγκέφαλε .... και πίτα στο αναψυκτικο
    (εδώ)

Δεξιά ο Pierre Bergé, πρέσβης καλής θελήσεως στην UNESCO. (από Khan, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός ή αθλητής της ομάδας του Ηρακλή, λόγω της κυανόλευκης εμφάνισης (και δη συχνά μπλε μπλούζα- άσπρο σορτσάκι) που η ομάδα μοιράζεται με τα στρουμφάκια.

Πάσα: allivegp.

  1. - ρουλη ασε τον πρόλογο και ετοιμαζε τα 500.000 για τον Σκορτσιανιτη.. μετα να σε δουμε - τι λέει το στρουμφάκι 500χιλ;
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
    500χιλ φάπες θέλεις να πεις
    - Σατανοερπετό, εσύ έχεις μόνο 1 τίτλο, οι άλλοι είναι του μεγάλου Γκάλη ο οποίος σας έχει πάρει χαμπάρι γι αυτό και σας έχει συνδέσει κανονικά. Αλήθεια θυμάστε που τον παρακαλούσατε να μην έρθει στο μεγάλο ΗΡΑΚΛΗ; Ακόμα και το Γκάλη βρε αχάριστοι δεν το σεβαστήκατε. Ερπετά όνομα και πράμα. Ουστ γλιστεροί τύποι.
    (Στρουμφάκι vs ερπετό εδώ)

  2. Ανύπαρκτα γαλάζια στρουμφάκια την πέσανε στον μπορμπόκη εδώ

Στρουμφάκι επελαύνει (από Khan, 04/10/10)

Βλέπε και γριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified