Το β' συστατικό -ιδι ενώ κατά κανόνα σημαίνει το υποκοριστικό, ενίοτε χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πληθώρα από ενέργειες, ίσως μικρές σε χρονική διάρκεια, αλλά πάντως πολλές. Λ.χ. κλωτσίδι, κλωτσομπουνίδι, κλανίδι (πορδοκλανίδι, μουνοκλανίδι) κ.ά. Έτσι και εδώ, το μπουνίδι είναι η πληθώρα από πολλές γροθιές που πέφτουν αβέρτα, συχνά με διασκεδαστικό τρόπο.

Το μπουνίδι μπορεί επίσης να είναι μία γροθιά, αλλά γερή. Και εδώ έχει ενδιαφέρον ότι το -ίδι, ενώ κατά κανόνα δηλώνει υποκορισμό, συχνά σημαίνει τελικά επίταση του α΄συστατικού.

Στο Δ.Π. υπό ironick.

  1. Το μπουνίδι της αγανάκτησις που γάμισε την μάπα του Χατζηδάκη. (Εδώ).

  2. Μπουνίδι στο Αλβανικό Κοινοβούλιο. Η ένταση στην βουλή της Αλβανίας είναι κάτι συνηθισμένο, το βρίσημο - που περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες συγγενείς πρώτο βαθμού των βουλευτών (μάνα, γυναίκα, κόρη, αδερφή κλπ) - επίσης, μπουνίδι όμως δεν έχουμε τι χαρά να βλέπουμε συχνά. Αυτή τη φορά τη φορά τη σειρά την είχε ο βουλευτής του ΔΚ Edi Paloka που δέχτηκε καρατίστικη μπουνιά του «σοσιαλιστή» Armando Prenga. (Εδώ).

  3. Χορταστικό και θεαματικό μπουνίδι στα Ιεροσόλυμα. Μιλάμε για πολύ χορταστικό ξύλο μεταξύ ελληνορθόδοξων και Αρμένιων κληρικών στα Ιεροσόλυμα. Ειδικά ο Αρμένιος με τα κόκκινα που ρίχνει τη σφαλιάρα στο μαυροντυμένο Έλληνα καλόγερο και μετά βουτάει και προσγειώνεται πάνω στα κεφάλια των Ισραηλινών σεκιουριτάδων βάζει υποψηφιότητα για κατσέρ. Στον Τάφο του Ινδού θα έκοβε όλα τα εισιτήρια! (Εδώ).

(από Khan, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πόλη έχει τουλάχιστον μία, στην Αθήνα όταν λέμε αμαρτωλή λεωφόρος εννοούμε την λεωφόρο Συγγρού, που φημίζεται για την πληθώρα ευαγών ιδρυμάτων στις δύο όχθες της, και όπου συχνάζουν συγγρουσιακοί τύποι. (O γούγλης βέβαια δίνει και άλλες λεωφόρους ως αμαρτωλές, αλλά κυρίως για λόγους που αφορούν σε αμαρτίες ως προς την δόμηση και χωροταξία τους).

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού. Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στο νούμερο 143 της αμαρτωλής Λεωφόρου. (tzimakos.gr).

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που κοσμούν την λεωφόρο Συγγρού. (από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει εκπορνεύομαι, και γενικά, αλλά κυρίως ως τραβεστί, ως τραβέλι, ή ως τρανσέξουαλ, λόγω ασφαλώς του ότι η αμαρτωλή λεωφόρος Συγγρού είναι τόπος πιάτσας για τους τοιούτους. Μεταφορικά, λοιπόν, χρησιμοποιείται για ακραίες περιπτώσεις ξεφτίλας, όπου κάποιος αναγκάζεται να εκπορνευτεί (κυριολεκτικά ή ηθικά), αλλά να χάσει και τον ανδρισμό του.

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού.

Στο 6.20. (από Khan, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου φτάνουν τα χρήματα. Πιο πολύ χρησιμοποιείται στο αρνητικό δεν βγαίνω, δε βγαίνω, μάνα μου. Σχετικό και το (δεν) βγάζω τον μήνα / τον χρόνο κ.τ.λ.

Τώρα με την κρίση δεν βγαίνω με την καμία.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πίπα, δηλαδή η πεολειχία, στα ποδανά.

Επίσης σημαίνει το καυλί στην έκφραση κάτσε στο παπί μου.

  1. - Μωρό μου είσαι να τραβήξουμε κανά παπί;
    - Τραβήξου μόνος σου ρε σαλιγκαροψώλη!

  2. Λοτρέ το μεναγκό! Παπί, νιμού, λώκο και πάλι παπί.

(από Khan, 18/02/11)(από Khan, 16/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.

Πάσα: Χότζας.

Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...

(από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική αργκό, εννοείται το μίνιο, δηλαδή η μολυβδούχος χρωματική ουσία που χρησιμοποιείται ως αντισκωριακό και ως πλαστικό χρώμα. Σημαίνει γαμώ και εκσπερματίζω. Η έμφαση είναι στο μαζικόν της εκσπερμάτισης. Μπορεί να σημαίνει και τον αυνανισμό, όπως το ασπρίζω τοίχους κ.τ.ό. (Να μην συγχέεται με τα μίνια, εκτός κι αν τα μίνια απλωθούν πάνω στα μίνια, όπως στην περίπτωση του Πλύντον).

- Πώς πήγε χτες μάστορα; Άπλωσες τα μίνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρβανίτικο κεφάλι, ο ξεροκέφαλος, το αγύριστο μυαλό, κάποιος που δεν ψάχνει ένα θέμα που δεν καλογνωρίζει και βγάζει βιαστική απόφαση. Κάποιος που αποφασίζει κουτουρού, που δεν διαπραγματεύεται, αλλά θέλει να περνάει το δικό του, κάποιος που παραμένει κολλημένος στις αρχικές του ιδέες ακόμα κι αν τον πείσεις ότι λέει βλακείες.

Πηγή: Γκάτζμαν.

  1. Τι ντελιάπης είσαι μωρ' αδερφάκι μου! Έπρεπε να το ψάξεις πριν αγοράσεις. Πάλι γουρούνι στο σακί πήρες.

  2. Τι ντελιάπης είναι αυτός ρε; Ήθελε ντε και καλά να πάμε διακοπές στην Πάρο. Τόσες εναλλακτικές προτάσεις κάναμε. Εκεί αυτός! Πάρο και μόνο Πάρο.

Le Con de Liapis (από Vrastaman, 20/02/11)Τζερονύμο Λιάπης. Φημολογείται πως το pc του είναι dell.Αρα Ντελιάπης; (από GATZMAN, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μακαρίτη/-ισσας, ή συγχωρεμένου/-ης, δηλαδή πρώην γκόμενου/-ας. Το αντικείμενο της μεταφοράς είναι ο ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου (αγγλιστί Emeritus), δηλαδή ο Καθηγητής Πανεπιστημίου που έχει πάρει σύνταξη και έχει τελειώσει την ενεργό του καριέρα, πλην απολαμβάνει ίσες τιμές με τους εν δράσει καθηγητές και του δίνεται και η διακριτική ευχέρεια να παρεμβαίνει στην πανεπιστημιακή ζωή, λ.χ. για να παρακολουθεί κάποιο ΠουΤσουΝτου που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.

Με αυτήν την λογική, ομότιμη γκόμενα (επικεντρώνω στο αντρικό βλέμμα) είναι μια πρώην γκόμενά μας, με την οποία έχουμε χωρίσει χωρίς να την θάψουμε οριστικά, μνημόσυνα κιετς όπως στην περίπτωση της μακαρίτισσας, αλλά διατηρούμε καλές αναμνήσεις και της επιτρέπουμε φού και φού να διεκδικήσει κανένα φιλικό (πλέον) for ol' times' shake δίκην ΠουΤσουΝτου.

Συχνά είναι μιλφού την οποία ο άντρας σφύριξε κι έληξε, χάριν κάποιας πιπινωτέρας. Όμως διατηρεί όλες τις τιμές της σχέσης. Λ.χ. αν ο άντρας λέγεται Γιώργος, μια ομότιμη θα συνεχίσει να λέγεται Γιώργαινα, καθώς θα έχει παγιωθεί η ταύτισή της μαζί του. Επίσης, παρ' όλο που την έχουμε συνταξιοδοτήσει, της αποδίδουμε τις πρέπουσες τιμές που της αξίζουν, εξίσου όσο και στην καινούργια γκόμενα. Μια γυναίκα είναι πιο δύσκολο να κάνει κάτι αντίστροφο, καθώς οι γυναίκες αγαπάνε και θάβουν πιο οντολογικά, πλην στην εποχή που θάλλουν οι γυναίκες πούστηδες όλα είναι δυνατά.

Σημείωση για τον Fritz Slang: τον χρησιμοποιώ μόνο εγώ αυτόν τον όρο, απλώς ως μια σλανγκάζ διάκριση από την μακαρίτισσα, η οποία κάπως πρέπει να γίνει.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο, θα βγούμε το βράδυ;
- Δεν μπορώ ρε συ, θα περάσω από την Γιώργαινα...
- Χαλάλι, αν πρόκειται για το καυλοράπανο...
- Δεν λέω για την πιπινέζα ρε συ, για την ομότιμη μιλάω, τον τσολιά.
- Ακόμα με το μιλφ τραβιέσαι ρε πόντιε;
- Τι να κάνω, χρειαζόταν ένα σέρβις η κοπέλα... Έλα και στην θέση της...

Με λένε Γιώργο (από johnblack, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε στο γενικότερο φαινόμενο ότι τα τοπωνύμια που βρίσκονται σε Πληθυντικό Αριθμό συχνά τρέπονται σε Ενικό για χάρη σλανγκίστικης χαριτωμενιάς στον λόγο.

Κλασικά παραδείγματα είναι τα: Γιάννινο αντί Γιάννενα/ Ιωάννινα, Τρίκαλο αντί Τρίκαλα, Γιαννιτσό αντί Γιαννιτσά. Από ξένα τοπωνύμια, το πιο χαρακτηριστικό είναι η Βρυξέλλα αντί για Βρυξέλλες.

Θα λέγαμε ότι έχουμε εδώ μια υπερ-δημοτική, αντίστροφη προς τον υπεραστισμό/ υπερ-καθαρεύουσα. Δηλαδή, καθώς μια σειρά από πόλεις που ήταν σε πιο αρχαΐζουσες μορφές της γλώσσας μας στον Πληθυντικό, έχουν τραπεί στην Δημοτική (ή και πιο πριν) στον Ενικό, λ.χ. αἱ Ἀθῆναι- η Αθήνα, οἱ Παρίσιοι- το Παρίσι, αἱ Πάτραι- η Πάτρα, αἱ Θῆβαι- η Θήβα, κάποιοι σύσλανγκοι σπεύδουν αυτοβούλως να ολοκληρώσουν αυτήν την διαδικασία, τρέποντας στον Ενικό και τις εναπομείνασες πόλεις που βρίσκονται ακόμη στον Πληθυντικό.

Ο Ενικός δίνει κυρίως μια μεγαλύτερη οικειότητα. Ενίοτε αυτό είναι μια υποτίμηση, μια απαξιωτική σμίκρυνση. Άλλοτε όμως δεν λέγεται υποτιμητικά, αλλά και με κάποια τρυφερότητα. Βλ. και καλό το Τρίκαλο.

Σε κάποιες πόλεις συμβαίνει το αντίστροφο, μια τροπή στον Πληθυντικό. Λ.χ. τα Λονδίνα, τα Παρίσια. Εδώ, όμως, μάλλον εννοούμε τις πόλεις που ανήκουν σε παρόμοιο τύπο μεγαλούπολης, όπως το Λονδίνο ή το Παρίσι. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!

Πάσα: Jeanoir.

  1. στην περιοδο ζαγορακη-βρυζα αντιμετωπισαμε πολλες δυσκολιες κι αναταραχες (απανωτες αγωνιστικες φαπες την πρωτη χρονια,οδυνηρος αποκλεισμος απο θρασο,περυσι αποτυχια στα πλει-οφ,φετος αποτυχια σε γιουροπα λιγκ,αποκλεισμος απο γιαννινο). (Paokmania.gr).

  2. Για ΓιαννιτσΟ δε ψήνομαι. Μην ξεχνάμε οτι ο jan έκανε απλά μια πρόταση. Δε ''έκλεισε'' το θέμα για εκεί. Κατά τα άλλα, οπου να ναι όποτε να ναι. (Εδώ).

  3. Το αντίστροφο:
    Στα... «Λονδίνα» ο Ραγκούσης τη Δευτέρα! (Εδώ).

(από Khan, 21/02/11)τα ένδοξα Παρίσια (από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified