Σε έχω, σε κουλαντρίζω απόλυτα, είσαι για τον πούτσο, αν παιζόταν στο στοίχημα η διαμάχη μας (σε οποιοδήποτε επίπεδο), θα με έδιναν φαβορί με 1.10 απόδοση.

  1. (από τα φοιτητικά χρόνια...)
    - Ρε κωλόπαιδα, ανοίξτε την πόρτα, τώρα αμέσως...
    - Ποια πόρτα, πάλι κλειδώθηκες στην τουαλέτα με το «διάβασε με»;
    - Ανοίξτε την πόρτα, γιατί θα σας γαμήσω όλους, έναν έναν, και πιο πολύ εσένα κοντέ, που είσαι και του χεριού μου...

  2. (στίχοι)
    Δεν είμαι του χεριού σου και του φιλιού σου
    που το 'χεις τσαλακώσει σ' άλλα χείλη
    δεν είμαι του χεριού σου και του φιλιού σου
    καλύτερα να μείνουμε δυο φίλοι ...

  3. ...Την ίδια στιγμή που η κινηματογραφική εμπειρία είναι πια... του χεριού μας μέσω υπερσύγχρονων γκάτζετ, σε κάποια σινεμά γιγαντώνεται σε βαθμό εξίσου ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με το «ντεκαπάζ», παρ' ότι κάνει ωραία ρίμα. Χαρτοπαικτικός όρος της πόκας, που αφορά την αναδιοργάνωση ενός τραπεζιού αφού συμπληρωθεί κάποια ώρα παιχνιδιού ή στην περίπτωση που κάποιος καινούριος (ή κάποιοι) θέλουν να μπουν σε ένα τραπέζι που παίζει για αρκετή ώρα.

Ντεκαβάζ σημαίνει ότι τελειώνει το παρόν παιχνίδι, εξαργυρώνονται οι μάρκες (γίνεται κάβα) και ξεκινάει καινούριο παιχνίδι με τους ίδιους παίκτες, ή με καινούριους και με καινούριο αρχικό κεφάλαιο, ίδιο για όλους. Δηλαδή οι κερδισμένοι παίρνουν τα κερδισμένα λεφτά, τα βάζουν στην τσέπη και ξεκινάνε όπως και οι χαμένοι (ή και οι καινούριοι παίχτες) με το ίδιο ποσό «πάνω στο τραπέζι», καινούρια παρτίδα.

Disclaimer
Ο όρος αυτός είναι ελληνικός (μάλλον) και αποτελείται από το γαλλικό «de» (δηλώνει τέλος, βγάλσιμο από μία κατάσταση, απόσυρση), τον όρο «κάβα», και την γαλλική κατάληξη -αζ (για το εύηχο του πράγματος). Δηλώνει ότι ξαναγίνεται κάβα (η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, σε ευρηματικότητα, και σε ελπίδα για ρεφάρισμα!!).

  1. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι;
    - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ.
    - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα η κάβα είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  2. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά... - Και στις δύο, ντεκαβάζ, χωρίς διαμαρτυρίες, αλλιώς χαμηλώστε την κάβα, ή δηλώστε ώρα λήξης.
    - (ομοβροντία) Καλώς!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτικός (αφορά την πόκα, αλλά λέγεται και στην πρέφα) όρος που αναφέρεται:

α) στο αρχικό ποσό που πρέπει να αγοράσει σε μάρκες ο παίκτης για να μπει στο παιχνίδι (πόκα)
β) στο ποσό που του ζητείται να βάλλει στο τραπέζι αν μπει κατά την διάρκεια ενός παιχνιδιού (πόκα)
γ) στο συνολικό ποσό που μαζεύεται, και αντιστοιχεί σε μάρκες πάνω στο τραπέζι. Ενίοτε αναφέρεται και το μέρος που είναι μαζεμένα τα φράγκα, π.χ. το άδειο κουτί που ήταν οι μάρκες, ή κάποιο συρτάρι, ή το σακάκι του ιδιοκτήτη της λέσχης... (πόκα)

Επίσης υπάρχει και ο όρος «κάνω κάβα», που αναφέρεται στον παίχτη που:

α) όλο το βράδυ έχει υπ' ευθύνη του την κάβα (δίνει μάρκες για λεφτά) και που στο τέλος της βραδιάς αναλαμβάνει να εξαργυρώσει τις μάρκες με χρήματα (πόκα)
β) καλείται να κερδίσει τις χαρτωσιές που δήλωσε μετά την αγορά (πρέφα).

Ο όρος «κάβα», προέρχεται από τα ιταλικά, όπου «cava» σημαίνει σπηλιά (και κουφάλα). Και χρησιμοποιείται για να υποδείξει μεγάλη ποσότητα σαν έκφραση, δηλαδή «μια σπηλιά χρήματα» (una cava di denari). Με τον καιρό έμεινε μόνο η λέξη «κάβα», για να υπονοεί τα πολλά χρήματα που μαζεύονται και παίζονται στο τραπέζι.

  1. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά...
    - (ομοφωνία) Καλώς!!!!

  2. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι; - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ. - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα, είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  3. - Πόσα βάζω;
    - Πενήντα ευρουδάκια.
    - Πού είναι η κάβα;
    - Στην κουζίνα.
    - Πάλι μέσα στο κουτί με τα μπισκότα έβαλες τα λεφτά. Αμάν αυτές οι προλήψεις!!!!
    - Κοίτα ποιος μιλάει! Αυτός που βάζει ζιβάγκο όταν χαρτοπαίζει, ενώ έχει φύγει από τη μόδα τριάντα χρόνια τώρα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς αδόκιμη, αλλά ψιλομαγκιόρικη σύνταξη. Τείνει να αντικαταστήσει την παλιομοδίτικη και ολίγον ελιτίστικη έκφραση «που είναι και του γούστου σου», ή το άχρωμο και ψιλοπουστρέ «που σου αρέσει».

Η σλανγκιά κάνει χρήση της πολυβασανισμένης πρόθεσης «να» για να δώσει τη σιγουριά και πώρωση (σαν ψυχολογική ένεση), σε αντίθεση με το ψιλομίζερο «που». Η έκφραση συνήθως συνοδεύεται και από γκριμάτσα, κάτι που με δυσκολία μπορεί να αποτυπωθεί στον ορισμό....

  1. -Τι χαμπάρια Μιχάλη;
    -Τα ίδια...
    -Ακόμα τη Μαίρη σκέφτεσαι; Ξεκόλλα με το μυαλό σου ρε φίλο! Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.
    -Έχεις δίκιο, αλλά γενικότερα δεν είμαι σε φάση.
    -Ρε φάε μια λάκτα και χέστηνα που σου λέω. Να κανονίσω μια έξοδο το βράδυ με γκομενάκια έξτρα πρίμα γκουντ, να γουστάρεις;

  2. - Ρε συ, κατάθλιψη έπαθε η «μες»;
    - Γάμησε τα, πολύ νταουνιασμένη. Εδώ αντί να πει χρόνια πολλά στον «τζονβλακ», τον καταχέριασε μέρες που 'ναι! Ευτυχώς ο άλλος το πέρασε στο ντούκου. - Να τους βάλω και τους δύο σε ένα παράδειγμα να γουστάρουν;
    - Εγώ λέω ότι θα βρεις τον μπελά σου!!!
    - Η πρώτη θα 'ναι...

(από electron, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καθαρό» για την πιάτσα των αυτοκινήτων και των μηχανών, σημαίνει ότι ένα μεταχειρισμένο είναι σε καλή κατάσταση, δηλαδή δεν θα «κουράσει» τον επίδοξο αγοραστή με απρόσμενες εκπλήξεις. Με λίγα λόγια, αυτός που το είχε δεν του έχει γαμήσει την πίστη. Του έκανε τα σέρβις του, και το δούλευε σωστά.

Ο όρος προέρχεται από το ότι η μηχανή είναι καθαρή (ανέγγιχτη), δηλαδή δεν ανοίχτηκε ποτέ ο κινητήρας για επισκευή ή για πείραγμα. Ειδικότερα για τα αυτοκίνητα μπορεί να αναφέρεται και στο σασί (δηλαδή το αυτοκίνητο δεν είχε κάποιο γερό τράκο). Εξωτερικά, ένα μεταχειρισμένο μπορεί να φαίνεται τέλειο, αλλά μηχανικά ποτέ δεν ξέρεις. Μόνο μια έμπειρη μηχανικάντζα μπορεί να σε διαβεβαιώσει ότι το μεταχειρισμένο είναι «καθαρό».

- Γεια σας, ωραίο το ΚΤΜ, πόσο πάει;
- 7200, και είναι καθαρό. Τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα έχει. Καινούριο πάει 9.300.
- Πριόνι, και καθαρό; Τι μας λες;
- Σου λέω, το τυπάκι το είχε τρεις μήνες. Κατά λάθος το πήρε. Το πουλάει για να πάρει αυτοκίνητο. Τι να σου λέω! - Θα το πάω σε δικό μου μηχανικό να μου βάλει τζίφρα ότι είναι καθαρό. Αν ναι, αύριο έχεις τον παρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυριολεκτική έννοια του ρήματος, είναι «κυλάω άτσαλα σε κατηφόρα». Προέρχεται από την κούτρα, που σημαίνει κεφάλι, και υπονοεί ότι με παίρνει η κατηφόρα, με αποτέλεσμα να γίνομαι σαν μπάλα τραυματίζοντας την κούτρα μου.

Κου(ν)τρουβαλάω ή κου(ν)τρουβαλάμε, είναι η κλασσική (σχεδόν μηχανική) απάντηση ενός Χιώτη, στις ακόλουθες ερωτήσεις:

  • Πώς τα πας; / Πώς τα πάτε;
  • Τι κάνεις; / Τι κάνετε;
  • Πώς τα περνάς; / Πώς τα περνάτε;
  • Τι νέα; Τι χαμπάρια;

    Η απάντηση είναι συνώνυμη, του «την παλέυω / -ουμε». Δηλαδή, δύσκολα τα πράγματα, αλλά τι να κάνεις;

- Κυρ-Μήτσο, τι χαμπάρια;
- E, να εδώ... Κουντρουβαλάω...
- Όλο παράπονο μου είσαι. Μακάρι στην ηλικία σου να είμαστε όλοι έτσι λεβέντες.
- Εσύ Μανολάκη, που «πολεμάς»;
- Τώρα φτιάχνω το μαγαζί του Σπύρου παραδίπλα, οπότε θα σε βλέπω πιο συχνά. Χαιρετίσματα στην Κυρά-Μαρκέλλα.
- Έγινε παιδί μου... Να σ' έχει ο Θεός καλά...

(από electron, 06/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριόνι λέγεται η μηχανή κάποιου κυβισμού (όχι παπάκι δηλαδή, από 450 και πάνω), το οποίο ακόμα και σταματημένο, έχει πάνω του όλες τις παραβάσεις του Κ.Ο.Κ. Σε περίπτωση που πάρει μπρος, και στα χέρια ενός «τεχνίτη» περνάει και σε παραβάσεις αστικού και ποινικού κώδικα.

Πριόνι ονομάστηκε:

  • διότι κάνει πιο πολύ θόρυβο από αλυσοπρίονο
  • είναι ανεξέλεγκτο στα χέρια κάποιου που δεν το έχει το σπορ, όπως το αλυσοπρίονο
  • αν δεν προσέξεις σε σκοτώνει, όπως το πριόνι
  • κόβει στα δύο ό,τι άλλο μηχανοκίνητο βρει μπροστά του, σαν κορμό, όπως το αλυσοπρίονο
  • όπως και το αλυσοπρίονο, έχει μόνο τα βασικά, δηλαδή έναν κινητήρα νευρώδη και καλά φρένα (για endo και burnout βέβαια, όχι για φρενάρισμα).

    Πράγματα που δεν πρέπει να έχει ένα πριόνι:

  • φλας (τι είναι αυτό που αναβοσβήνει στα άλλα μηχανάκια;)

  • εργοστασιακή εξάτμιση (απορώ με τα εργοστάσια!)
  • καθρέφτες (για κούρεμα πας και θέλεις και καθρέφτες;)
  • κοντέρ (αν ξεκίναγαν τα κοντέρ από τα 100, θα είχα βάλει ένα)
  • πινακίδα (λεπτομέρειες...)

- Γεια σας, ωραίο το ΚΤΜ, πόσο πάει;
- 7200, και είναι «καθαρό».
- Άλλο όμως μπήκα να ρωτήσω. Το crf to 450, πόσο πάει;
- Καινούριο το 450 του 2009, από 8970, βγαίνει σε προσφορά 7980. Καθαρόαιμο βέβαια.
- Σε μοτάρ έχεις τίποτα άλλο;
- Ένα ΧΤ660, ένα ΤΤ600 και το ΚΤΜ στην είσοδο. Αλλά το crf, δεν βγαίνει πια μοτάρ.
- Μπα, αυτά δεν λένε τίποτα. Βέβαια το ΚΤΜ κάνει την δουλειά μου, αλλά πολλά για μεταχειρισμένο. Το crf σκεφτόμουν.
- Δυστυχώς, δεν βγαίνει πια. Αυτά ήταν τα κρος τα τεσσεραμισάρια, που τα πείραζαν στην Ιταλία, αλλά διεκόπη η συνεργασία. Τώρα αν θες, παίζει κάτι από Κομοτηνή μεριά, κάτι παλουκάρια τα πειράζουν, σου κάνουν ρυθμίσεις, κομπλέ. Αλλά πάλι θα τα στάξεις. Και αν στάξεις κι αρκετά σου βγάζουν και πινακίδες ακόμα....
- Τι να τις κάνω τις πινακίδες; Για πριόνι ψάχνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα ωραιότερα χαρακτηριστικά της φυλής μας, είναι η γκρίνια και η μουρτζουφλοσύνη. Γενικά παρότι ζούμε σε έναν παράδεισο (για το κλίμα λέω), είμαστε λίγο στραβοί.

Κάποιοι αυτό το χαρακτηριστικό το βρίσκουν αντιεπαγγελματικό, αντιτουριστικό κλπ. Αλλά έχει και την ομορφιά του. Στο κλίμα αυτής της μουρτζουφλοσύνης, εντάσσεται και η παραπάνω έκφραση. Δηλαδή, είμαστε λίγο τσατισμένοι, και πριν (ή κατά την διάρκεια) από τα μπινελίκια, κολλάμε το «...μέρες που 'ναι...». Και δεν θα ήταν σλανγκ, αν λεγόταν μόνο το δεκαπενταύγουστο, ή το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα. Έλα όμως που το κολλάμε και κάτι τσαγκαροδευτέρες...

- Ρε Μάστρο-Νίκο, θα βγεις να ρίξεις μια ματιά στο αυτοκίνητο
- Χθες στο παρέδωσα και ήταν ΟΚ!!
- Κάτι ακούγεται από τη μηχανή.
- (μουρμουρίζοντας) Θα μου ζαλίσεις τ' αρχίδια ρε μπινέ, μέρες που ναι...

- Έλα Γιώργο, έφυγε η παραγγελία για Καρδίτσα;
- Το 'παμε και χθες Μαράκι. Με κούριερ.
- Γαμώτη, κι ήθελα να προσθέσεις κάτι φλάντζες για το Κασκάϊ.
- Σου είχα πει να περιμένεις, αλλά δεν ήθελες. - Ναι, αλλά μέρες που 'ναι, παρασύρθηκα η χριστιανή (το Μαράκι είναι τόσο τριβίδι, που δουλεύει μηχανικάτζα σε συνεργείο αυτοκινήτων).
-Δεν μου λες, τι μέρες είναι ρε Μαράκι; - Δύσκολες.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντ(ι)βέντσουρ είναι ο τύπος...

  • ...που ασχολείται μανιωδώς με το πιο μοδάτο «επικίνδυνο» σπορ. (πχ. το κάϊτ την παρούσα δεκαετία, bunjee jumping την προηγούμενη),
  • ...που επιβιώνει σε οποιεσδήποτε συνθήκες, και το ευχαριστιέται σαν γνήσιος ξάδελφος του Ταρζάν. Κάτι σαν τον Bear Grylls. Ενίοτε, χαστουκίζει κάνα λιοντάρι έτσι για να δείξει ποιος είναι o ρουμάνος στη ζούγκλα,
  • ...ο οποίος όταν βγει το βράδυ, τα κάνει πουτάνα. Ποτέ δεν είναι βαρετή η έξοδος μαζί του. Το καλύτερο φινάλε σε μια τέτοια έξοδο, είναι το αυτόφωρο, το χειρότερο το νοσοκομείο.
  • ...που είναι χύμα, και δεν λέει ποτέ όχι σε οποιαδήποτε πρόταση, άντρας έτοιμος για όλα. Δηλαδή ο τύπος «vivere pericolosamente».

Η έκφραση προφ προέρχεται από την αγγλική λέξη για την περιπέτεια (adventure), και έλκει την καταγωγή της, από τις καμπάνιες του Κάμελ και του Μάλμπορο, την δεκαετία του '80, με τις περίφημες adventure teams, και τους τυπάδες να χέζουν στο δάσος, γύρω από μια φωτιά, στη μέση του πουθενά.

- Τι κ΄ναι το τυπάκι ρε; Θα μας τρελάνει; Πέφτει με αλεξίπτωτο στη μέση του πουθενά;
- Και που να δεις παρακάτω τι πρόκειται να κάνει. Θα σε κουφάνει...
- Πολύ αντβέντσουρ ο τύπος. Και είναι αληθινά ρε, ή μας δουλεύουν, και ο τύπος έχει από πίσω του κάνα συνεργείο υποστήριξης;
- Τι να σου πω....

- Τι θα κάνουμε το βράδυ;
- Τι να σου πω; Αλλά έχε υπόψη σου, καλύτερα να πάμε για φαγητό, ήρεμα. Είπε ο Μάκης ότι θα φέρει τον ξάδελφο του, οπότε καλύτερα ήρεμα.
- Συμφωνώ, αυτός είναι πολύ αντβέντσουρ τύπος. Θα μας μπλέξει άσχημα με τις γνωριμίες του και το τσαμπουκαλίκι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified