Οι παλαιοί κουτσαβάκηδες συχνά χρησιμοποιούσαν όπως όπως και λανθασμένα αρχαιοπρεπείς και λόγιες εκφράσεις και λέξεις στο λόγο τους. Έτσι οι λέξεις αυτές αποκτούσαν μια καινούργια δυναμική και ποιητική.

Βλ. και λήμματα στυλιανοπούλου, αντιλαβού, καταλαβού.

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ανήκει βέβαια στην κουτσαβάκικη αργκό, είναι πολύ μεταγενέστερο. Αποτελεί όμως κατάλοιπο ή και συνέχεια αυτής της μεθόδου της αργκό και της πιάτσας, να εκφέρονται δηλαδή με τρόπο αρχαιοπρεπή κάποιες λέξεις.

Mου κάνει για ανύπαρκτος αόριστος β΄, τάχαμου εις την αρχαία ελληνικήν, του δόκιμου ρήματος μαγκεύω (βλ. και ξετσουτσουνεύω).

Λέγεται ειρωνικά σε κάποιον ή για κάποιον που το παίζει [μάγκας]. Εννοούμε δηλαδή να κάτσει στ' αυγά του και να μην κομπάζει, αφού δεν το 'χει γενικώς. Εναλλακτικά, άραξε στα κυβικά σου.

Ο συνηθέστερος τύπος είναι του 1ου πληθυντικού, παρόλο που συνήθως λέγεται για ένα άτομο, βλ. παράδειγμα 1 και 2 αλλά ευρίσκεται και σε άλλες πτώσεις, βλ. παράδειγμα 3.

Όποιος ξέρει πώς κλίνεται το ρήμα στον προπερσυντέλικο, να σηκώσει το χέρι του και θα κερδίσει μια γραμματική του Τζάρτζανου.

  1. - Ε και τι πειράζει που δεν έχουμε ξανακάνει δουλειά με νυχτερινά κέντρα. Θα μπούμε στο κόλπο με φόρα και θα τους πάρουμε και τα σώβρακα.

- Ώπα, εμαγκεψάμεν ρε χτεσινέ;

  1. - Εμαγκεψάμεν και ο Παντελής και θέλει να πλακώσει τον Θωμά γιατί λέει του πήδηξε τη γκόμενα. Πού πα ρε Καραμήτρο, ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, μιλάμε θα του αργάσει το τομάρι ο μπήχτης ο Θωμάς.

  2. - Και ποιος είσαι εσύ ρε φιλαράκι που κανονίζεις meeting χωρίς την έγκριση της διεύθυνσης;;; Εεεε;;; Εμαγκεψάμην και αποφασίζουμε και διατάσσουμε;;; Εεεε;; Το βράδυ που θα σε δω από κοντά θα σε κάνω ρεμπέτη... Άρχισε να αφήνεις μουστάκι λέμε...

(φόρουμ στο νέτι από http://www.zortal.gr/modules/newbb/viewtopic.php?post_id=58659).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική παλιά έκφραση που ζωγραφίζει παραστατικά μια ζωή χαρισάμενη, όπως θα την ήθελαν οι φτωχοδιάβολοι της ρεμπετάδικης αργκό.

Άφθονο φαγητό, οι ποταμοί από γάλα και μέλι των κήπων του Αλλάχ, ατελείωτες τούφες , δροσερά ουρί του παραδείσου και φυσικά η ηδονή του καπνίσματος, καϊνάρια, αργιλέδες και βιομηχανικά, όλα εν αφθονία, άκοπα, σβηστά και χαλαρά.

Η φράση παρέμεινε ως σήμερα, για να δηλώνει την καλοπέραση, πολλές φορές και με μία αρνητική σημασία ωχαδερφισμού και ιδιοτέλειας, βλ. παράδειγμα 2.

Και ένα σύντομο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, δεν μπορώ να κρατηθώ, όποιος δεν γουστάρει το αγνοεί.

Όσο κι αν η παραγωγικότητα είναι σήμερα η ύψιστη αρετή, όσο και αν ο χρόνος είναι χρήμα, όσο και αν μας έχει πάρει η μπάλα της καθημερινόπιτας και δεν προλαβαίνουμε ούτε να κλάσουμε, όσο και αν τελικά ο άνθρωπας με κάποιου είδους έργο πρέπει να ασχολείται σε αυτή τη ρημάδα τη ζωή του για να μην σαπίζει ο εγκέφαλός του, πάντα μέσα μας θα υπάρχει το ιδεατό μιας ζωής όπως την περιγράφει η φράση του λήμματος.

Ο αγώνας ανάμεσα στην προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού και στο δικαίωμα στην τεμπελιά συνεχίζεται αμφίρροπος.

1) Χαίρετε, καλάς διακοπάς, μάσες, ξάπλες, φούμες (από το διαδίκτυο).

2) Μετά τα μέτρα τίποτα μέχρι να πέσει το μάνα εξ ουρανού. Όσο έχουμε και τρώμε τι ανάγκη έχουμε; Μετά έχει ο Θεός. Βλέπετε οι μηδενιστικές και αρνητικές παροιμίες και τα ρητά μας βολεύουν. Η ξάπλα η μάσα και η φούμα έχει διαβρώσει τόσο πολύ τον νεοέλληνα που για να ξυπνήσει πρέπει να γίνει σεισμός 10 ρίχτερ και επάνω. Εμείς βλέπετε τα μυαλά τα διώχνουμε για να μη μας χαλάσουν την βόλεψη μας ( από το διαδίκτυο).

3) Υπάρχει και εκείνο το τραγουδάκι που λέει «Θέλω τις μάσες μου θέλω τις φούμες μου θέλω τις ξάπλες μου στην εξοχή»

4) ….. «Που ΄σαι, μωρέ Μανώλη;» μουρμούρισε αποκαρωμένος μισόκλεισε τα μάτια – έχιδνα και ζηλότυπη ναι μεν αλλά πιστή ρε κατρουλή τον είχε ώπα ώπα αφέντη μάσες ξάπλες φούμες χρόνια ο δεσμός να σου τον ταΐζει εκ του ασφαλούς να σου τον ποτίζει να σου τον σπιτώσει σε ρετιρέ τεσσάρι αντιπαροχή αμ τον χαρτζιλικώνει για την πόκα του στη λέσχη για τον μπακαρά για τον ιππόδρομο ζωή χαρισάμενη σου λέει ……… (Η μηχανή, νουβέλα, Αλέξανδρος Κοτζιάς 1990.)

...θέλω τις μάσες μου, θέλω τις φούμες μου, θέλω τις ξάπλες μου στην εξοχή... (από Galadriel, 29/03/10)Escapisme rembetique (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χι, η ισοπαλία για τους στοιχηματάκηδες.

Όσο για το ντέρμπυ του Καμπιονάτο, το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως Ρόμα και Γιούβε, θα παραταχθούν με σοβαρές απουσίες στην άμυνά τους. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βάσει στατιστικής δέχονται εύκολα το γκολ, αναδεικνύει το όβερ ως την κορυφαία επιλογή μας γι΄αυτό το παιγνίδι. Από εκεί και πέρα εκτιμώ ότι ένα καραούλι και στο χηνόπουλο δεν θα ήταν κακή ιδέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι ρομαντική λέξη! «Ήτανε εκείνη τη νυχτιά, που φύσαγε ο Βαρδάρης», που λέει κι ο ποιητής. Αυτά είναι!

Καμία σχέση όμως.

Νυχτιά, στην επαγγελματική διάλεκτο των (ελληνίδων) πορνών, είναι το να φορτωθείς ένα πελάτη για όλο το βράδυ. Δεν σημαίνει και ότι θα του κάνεις όλα τα γούστα, αυτό είναι πάντα θέμα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, κατά τους αιωνίους νόμους της αγοράς.

Παρόλο που πληρώνεται καλά, οι πουτάνες το αποφεύγουν γιατί το θεωρούν πιο κουραστικό από το να ξεπετάξουν δέκα – είκοσι πελάτες τη βραδιά, ανά πεντάλεπτο. Βλ. και λήμμα περιποίηση, για τις κοπέλες που και καλά «δεν βιάζονται».

Συντάσσεται με το ρήμα παίρνω, «παίρνω κάποιον νυχτιά» ή «με παίρνουν νυχτιά».

«Δε μου αρέσει να με παίρνουν νυχτιά. Προτιμώ να πάω με δέκα πελάτες σε ένα βράδυ παρά να πάω μα μείνω με έναν άνθρωπο για μια ολόκληρη νύχτα συνέχεια στο ίδιο δωμάτιο, να τον έχω πάνω απ΄ το κεφάλι μου, να πρέπει να τον υποστώ, να πρέπει να βγω μαζί του και να πρέπει να φερθώ σωστά επειδή αυτός έτσι νομίζει».

Καταγραμμένη μαρτυρία της πόρνης Βανέσας, στο βιβλίο «Πουτάνα» της Τασίας Χατζή, εκδόσεις Οδυσσέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική (γυμνασιακή – λυκειακή) σλανγκ.

Τόπος : Κρήτη, αστικό κέντρο.

Χρόνος : Τέλη δεκαετίας ογδόντα, αρχές ενενήντα.

Τσουκάλα λέγαμε το κάθε λογής λυσάρι, το οποίο περιείχε έτοιμες τις λύσεις των ασκήσεων (μαθηματικά, φυσική, χημεία), ή έτοιμες λύσεις σε θέματα αρχαίου κειμένου φιλολογία).

Μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις είτε με τον δύσκολο τρόπο και εποικοδομητικά (λύνοντας μόνος σου τις ασκήσεις και ελέγχοντας μετά την λύση τους), είτε με τον εύκολο τρόπο, αντιγράφοντας στεγνά κατευθείαν από την τσουκάλα, για να ξεμπερδεύεις και να κωλοβαρέσεις μετά με την ησυχία σου.

Το νόημα του λήμματος είναι ότι δεν κοπιάζεις μόνος σου, παίρνεις έτοιμες τις λύσεις από το λυσάρι, όπως παίρνεις το φαγητό έτοιμο από την τσουκάλα.

Με το τότε ισχύον σύστημα των δεσμών (χωρίς να μετράει η σχολική βαθμολογία των μαθημάτων για την καρμανιόλα των πανελληνίων), όλοι επέλεγαν δέσμη, ήδη από την πρώτη λυκείου, για να ξεκινήσουν έγκαιρα προετοιμασία. Βλ. και τις σχετικές εκφράσεις, τριτοδεσμίτης, πρωτοδεσμίτης κλπ. Συνεπώς, εάν π.χ. είχες διαλέξει τρίτη δέσμη (θεωρητική κατεύθυνση την λένε τώρα), για δύο χρόνια (πρώτη και δευτέρα λυκείου), δεν χρειαζόταν να ξαναγγίξεις τα και καλά «περιττά» μαθήματα, δηλαδή μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ., μόνο όσο χρειαζόταν για να μην μείνεις. Εάν ήσουνα «πρωτοδεσμίτης», δεν ξαναδιάβαζες αρχαία. Μπορούσες κάλλιστα και να πετάξεις τα σχετικά βιβλία.

Για όλες τις περιπτώσεις αυτές, η τσουκάλα πήγαινε σύννεφο.

Τώρα το έχουν αλλάξει και μετράει και η σχολική βαθμολογία όλων των μαθημάτων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Δεν ξέρω ποιο σύστημα είναι καλύτερο και δεν με νοιάζει. Ούτως ή άλλως, η επίσημη παιδεία στον ρημαδότοπο αυτόν είναι καμένη υπόθεση. Η ουσιαστική παιδεία επαφίεται αποκλειστικά στις προσωπικές ανησυχίες εκάστου μαθητή (οιασδήποτε ηλικίας).

Απ' ό,τι έχω τσεκάρει, στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούσαν το λήμμα. Μια σχετική αντίστοιχη φράση που ψάρεψα, είναι «ο θείος Στέφανος», αναφορά στον γνωστό εκδότη βοηθημάτων Στέφανο Πατάκη.

- Μανίτσα μου, τι θέματα ήταν αυτά που μας έβαλε η μαθηματικού στο τεστ; Μιλάμε μας έσκισε τα ράμματα.
- Ναι ρε πούστη μου, και δεν τα είχε ούτε η τσουκάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».

  2. Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.

  3. Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά

Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.

  1. Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
    (Χρόνης Μίσσιος).

  2. Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.

  3. Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).

  4. Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)

  5. Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συναντάς σημαντικές δυσκολίες, ενώ βρίσκεσαι μόλις στο ξεκίνημα μίας προσπάθειας. Παρεμφερές είναι το τρώω γκολ απ' τα αποδυτήρια.

Προέλευση της φράσης: Ψαροταβέρνα σε ρομαντικό νησί, δίπλα στη θάλασσα, το κύμα φλιτς φλιτς, τα πουλάκια τσίου τσίου, η Σκλεναρίκοβα με κοιτάει λάγνα πίνοντας ρετσίνα κουρτάκη, εγώ είμαι έτοιμος να τσακίσω την τσιπούρα στα κάρβουνα που παρήγγειλα, στην Ανδριάνα είχα πάρει μόνο μία σαλάτα (χωρίς κρομμύδι), μην της δίνω και θάρρος από την πρώτη μέρα και μου παχύνει κιόλας. Λέω, μωράκι μου, θα φάω γρήγορα, να πάμε μετά στη σκηνούλα να κάνουμε Ανάσταση.

Με την πρώτη μπουκιά όμως από το ψάρι, μου στέκεται η τσίτα στο λαιμό, βήχω, πετάγονται τα μάτια μου έξω, δεν μπορώ ν΄ αναπνεύσω και με τρέχουνε στο νοσοκομείο της Χώρας με ελικόπτερο που κάλεσε ο ταβερνιάρης. Η Ανδριάνα, τρομαγμένη από την γκαντεμιά που με δέρνει, παίρνει το επόμενο γκαζάδικο, αεροπλάνα και τρένα και γυρνάει στο Παρίσι για να γίνει μοντέλο και να παντρευτεί τον σαβουρογάμη τον Καρεμπέ. Από τότε καθιερώθηκε η φράση.

(Πρωί...) - Θα πας στην πολεοδομία να κάνεις την αίτηση, μετά με τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης θα πας στην Τράπεζα, θα τους τον δώσεις και μετά θα σου δώσουν αυτοί ένα άλλο χαρτί που θα είναι η εντολή για να πας να βρεις τον μηχανικό να τον παρακαλέσεις να σου κάνει γρήγορα την εκτίμηση για να σου δώσουνε το δάνειο ν΄ αγοράσεις το σπίτι.

(Απόγευμα...) - Τι έγινε ;;; Πότε θα σου κάνει ο μηχανικός την εκτίμηση;;;
- Παπάρια, στην πολεοδομία μου είπανε ότι το σπίτι έχει πρόβλημα με την άδεια και δεν μπορούνε να μου δώσουνε βεβαίωση. Ούτε καν την αίτηση δεν δεχτήκανε.
- Όχι ρε πούστη, πρώτη μπουκιά και κόκαλο.

Φωτογραφία- ντοκουμέντο από το ψάρι που κάθησε στο λαιμό του μπετατζή. Γιατί εδώ στο σλανγκρρ κάνουμε ρεπορτάζ! (από Khan, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μερακλήδες βορειοελλαδίτες κοτσάρουν το «αφού» στο τέλος της φράσης τους.

Ως αποτέλεσμα πετυχαίνουνε να αποκτήσει ο λόγος τους κιμπαριλίκι και έμφαση.

Ο Τριανταφυλλίδης ον λάϊν το έχει και μπράβο του !!!!, το χαρακτηρίζει όμως ως σπανιότατη σύνταξη, ενώ δεν είναι. Το είδα σε ιστοσελίδα συγκεκριμένης κομματικής νεολαίας, σε στυλ «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, να μάθουμε να μιλάμε σωστά τη γλώσσα μας» και τρίχες κατσαρές, να υποδεικνύεται ως δήθεν «βαρβαρικό» και εκτρωματικό λάθος, οπότε είπα ότι πρέπει να καταγραφεί σωποδήποτε. Κατά τα λοιπά στην κρίση σου, αναγνώστη, υποκριτή, αδερφέ μου !!, αν είναι σλανγκ ή αν δεν είναι.

Εδώ κάνουμε πρώτα απ΄ όλα επιστήμη, αφού.

(Βρίσκω αναλογίες με την φράση «η αλήθεια είναι», όταν χρησιμοποιείται και αυτή στο τέλος της φράσης).

  1. - Μαμά, πάω βόλτα με τον Τάκη.
    - Διάβασε τα μαθήματά σου, αλλιώς δεν πας πουθενά.
    - Διάβασα, αφού.

  2. - Καλά αυτός ο Θανάσης είναι μεγάλος ρεμπεσκές. - Έχει να δουλέψει τρία χρόνια και τα τρώει από τις γκόμενες, η αλήθεια είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified