Κλασική χριστιανική ατάκα, ο θεός βρέχει, ρίχνει χαλάζι, χιονίζει, βροντάει. Όλα με τη θέληση του Θεού. Παλαιότερα βέβαια αυτές τις ιδιότητες τις είχε ο Δίας. Εξ’ ου και το ρήμα στο τρίτο ενικό πρόσωπο: βρέχει, χιονίζει, βροντάει.

Υπάρχει και εκκλησιαστική δέηση για βροχή σε περιόδους ανομβρίας. Κατάλοιπο δωδεκαθεϊσμού ή και εμείς δεν ξέρουμε τι είμαστε ή πάλι άλλαξε ο Μανωλιός;

- Τι λες, θα βρέξει;
- Αν θέλει ο Θεός;

(από Stravon, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιχείρημα απελπισμένου και πάσχοντος από χρόνια αγαμία, ο οποίος διακατεχόμενος επίσης από εκφυλιστικές τάσεις, προσπαθεί να κάμψει τις όποιες αναστολές του εταίρου παρόντος, που δείχνει να θέλει αλλά ταυτόχρονα να φοβάται τους χαρακτηρισμούς πούστης, λόμπας, πισωγλέντης κλπ φαντάζοντας δε στα μάτια του πρώτου ως ξερολούκουμο, τρυφερό πόδι, κλπ.

- Πω-πω αδερφέ μου έχω κάτι κάβλες!!! -Σιγά-σιγά θα μας γαμήσεις όπως πάς.
- Μην ανησυχείς μωρέ, με μια φορά, πούστης δε γίνεσαι.
(30' αργότερα)
-Με την δεύτερη γίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συντόμευση του ρητού «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» το οποίο είναι γνωστό τοις πάσει, αλλά άγνωστη είναι στους πολλούς η προέλευση του.

Πρωτοεμφανίστηκε ως ρήση από τον Λουκιανό στους Νεκρικούς διαλόγους μεταξύ Χάρωνος και Μενίππου, με τον δεύτερο να απαντάει στην αξίωση του πρώτου να πληρωθεί το ναύλο του για το ταξίδι στον Άδη. Ο Μένιππος, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει μία, λέει του Χάρωνος: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Η διάσωση του ρητού μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρά αφενός ότι τα κεντρικά θεμέλια του πολιτισμού πηγάζουν από την αρχαιότητα, αφετέρου δε ότι εμείς, λόγο της αγραμματοσύνης και της ασχετοσύνης μας, ουδεμία γνώση έχουμε για την πορεία των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούμε. Τα τελευταία δε 50 τουλάχιστον χρόνια χρησιμοποιείται στην αργκό από υπερχρεωμένους και μπατίρηδες δανειζόμενους οι οποίοι όντες ανίκανοι να αποπληρώσουν τα χρέη τους, ανταπαντούν στους δανειστές τους: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Στην πορεία ανακαλύφτηκε ένας ακόμη αρχαίος, προς αποφυγήν της χρήσης του παραπάνω ρητού ο Τειρεσίας, φτου, κακό χρόνο να έχει.

- Τι θα γίνει ρε εσύ μόρτη με τα δέκα τάλαρα που οφείλεις
- Τι να γίνει Βάγγο, δε βλέπεις, δε παίζει σάλιο, δεν υπάρχει μια, πανί με πανί είμαι, δεν...
- Άσε τα σάπια και δικαιολογίες Πανάγο, μη γίνεσαι καζαντζίδης και πέσε το παραδάκι
- Ουκ αν λάβεις Βαγγελάκη μου παρά του μη έχοντος
- &($)&^)&@^$&%^&(%(^+(@@##!&&&

(από Stravon, 03/09/09)νέο logo για την slang police... (από BuBis, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπιασμένος και μεγαλομανής, περιφερόμενος από στέκι σε μαγαζί, από μαγαζί σε πλατεία και από πλατεία σε σπίτια. Όσο χαμηλότερα βρίσκεται στην πυραμίδα τόσο συχνότερη η παρουσία του.

Βάση: πωλητές και ασφαλιστές. Φοράν σπορ κουστούμια ή σακάκι με τζίν. Προσπαθούν να πείσουν τους εν δυνάμει πελάτες τους να αγοράσουν ή να ασφαλιστούν. Ισχυρίζονται ότι εργάζονται για την κορυφαία εταιρία του χώρου και αν τους δώσεις θάρρος γίνονται κολλιτσίδες. Οι ασφαλιστές δε είναι ικανοί να σου κάνουν ώτο στοπ και να προσπαθήσουν να σε ψήσουν στο δρόμο. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που δε θα πουν άλλος όταν είναι στην τουαλέτα. Ψάχνουν συνέχεια ευκαιρία για να μιλήσουν και δεν τους σταματάει ούτε το κατούρημα.

Μέσο: Δικηγόροι και μικρομέγαλα στελέχη επιχειρήσεων, κυρίως τραπεζίτες. Η ψυχή του πυραμιδωτού συστήματος. Πάντα ευπρεπώς ενδεδυμένοι. Ακόμη και στη χαλαρή έξοδο τους φοράν πανάκριβα κάζουαλ ρούχα. Είναι ικανοί να βάλουν ενέχυρο την μάνα τους για να αγοράσουν κάμπριο και να πουλήσουν μούρηεπιτυχημένου. Είναι ήρεμοι, πράοι και γαλήνιοι, πάντα έχουν κάτι να πουν και έχουν πάντα τον τελευταίο λόγο σε κάθε διάλογο. Έχουν τη λύση για κάθε πρόβλημα που θα αναφέρεις. Θα προτείνουν αγωγές, δανεισμούς, ευκαιρίες. Προσπαθούν να σε κάνουν να νοιώθεις μαλάκας για να νοιώσουν σπουδαίοι. Φυσικά τα πιπίνια μασάνε γι αυτό και δεν υπάρχει SLΚ χωρίς μια ξανθιά χαζοβιόλα να ανεμίζει τα μαλλιά της από τη θέση του συνοδηγού. Ενίοτε αναλαμβάνουν και το ρόλο του μεσίτη, αν βέβαια η μίζααξίζει τον κόπο, γιατί μην ξεχνάμε, έχουν και τρελές γνωριμίες.

Κορυφή: Πολιτικοί κυρίως, γνωστοί και ως πιγκουίνοι. Τα κουστούμια τους είναι κατά 98% μαύρα με άσπρο πουκάμισο. Εμφανίζονται σπάνια. Νομοθετούν και προβληματίζονται για τους πελάτες τους. Αξιοσημείωτο ότι λύνουν δεκάδες προβλήματα για θέματα που δε γνωρίζουν. Σαν να λέμε: ολοκλήρωμα τεταρτοβάθμιας εξίσωσης με πέντε αγνώστους χωρίς σταθερούς όρους. Μη ρωτάτε πως τα καταφέρνουν. Αυτοί ξέρουν. Αν ξέραμε και εμείς θα βρισκόμασταν και εμείς στην κορυφή της πυραμίδας και όχι στα θεμέλια ή στο βόθρο. Απαντώνται κάθε τέσσερα σχεδόν χρόνια σε πλατείες, καφετέριες και χώρους γενικότερα μαζικής προσέλευσης κοινού για να μην υπάρχει περίπτωση αντίλογου. Η μάζα ποτέ δε ρωτά, ποτέ δεν απαντά. Αποτελούν το όνειρο της μεσαίας κατηγορίας της πυραμίδας. Μιλούν με γρίφους και δεν μπορείς να τους πιάσεις από πουθενά. Είτε γιατί δεν γίνεται είτε γιατί σιχαίνεσαι.

- Τώρα με τις εκλογές θα σκάσουν και οι κουστουμάτοι στο χωριό

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «δε μας χέζεις» γενικότερα εκφράζει την άποψη χέσε μας καλύτερα, τουλάστιχον αυτό θα είναι κάτι που θα περάσει. Όσο βρομερό κι αν είναι το σκατό σου, είναι πεπερασμένο σε αντίθεση με τη μαλακία σου που είναι απειρίζουσα.

Υποπερίπτωση Μπαρόζο:

Κάθε φορά που εμφανίζεται στα Μέσα Μαζικού Εμέτου ο εκπρόσωπος της κορυφής των κουστουμάτων και των συμφερόντων τους και που εκφράζει τις ανησυχίες και τις αντιρρήσεις του, όλος ο κόσμος που έχει ξεράνει το σκατό του για να τα βγάλει πέρα αναφωνεί: Δε μας χέζεις ρε Μπαρόζο!. Είναι μετεξέλιξη του «δε μας χέζεις ρε Νταλάρα» και εκφράζει αγανάκτηση. Είναι μια εσωτερική αντίδραση σε όλα αυτά τα αόρατα που μας βασανίζουν.

Επειδή η σλαγκουριά είναι δυναμική γλώσσα, προτείνω την αναγνώριση του λήμματος γιατί είμαι σίγουρος ότι όλοι το έχουμε εκφέρει σε κάποια στιγμή της ημέρας.

- Εκφωνητής: Ο κύριος Μπαρόζο δήλωσε ότι....
- Τηλεθεατής: Δε μας χέζεις ρε Μπαρόζο!

Δεν μας χέζεις ρε Μπαρόζο... (από Khan, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατός, εκπαίδευση, παρέλαση, σκηνάκια, σκοπιά, αγγαρεία. Ταλαιπωρία της ψυχής, καταπόνηση του σώματος. Για να αντέξει κάποιος πρέπει να είναι ένα πράμα: Ζωντανός.

Πως θα μπορούσε κανείς να επιβιώσει κανείς από την θανατηφόρα βρώση του, ληγμένου εδώ και χρόνια, γκοτζίλα; Δηλητηριάσεις και μολυσμένα κουνούπια απειλούν καθημερινά την υγεία του στρατιώτου. Τόνοι σκουπιδιών έξω από τα μαγειρεία του κέντρου, βρωμερές καλλιόπες, μασίφ ποδαρίλα στους θαλάμους, κοριοί, ποντίκια, τσιμπούρια, σκόνη, ζέστη, βουλωμένα φρεάτια. Σκηνικό τρόμου που μπορεί να οδηγήσει κάθε ζωντανό οργανισμό στο θάνατο.

Πώς λοιπόν να επιζήσει κάποιος σε αυτό το ταξίδι-υποχρέωση και καθήκον προς τη «μαμά πατρίδα»; (σ.ς. Η πατρίδα έχει τη ρίζα πατήρ και δηλώνει πατριαρχική δομή. Ο Πλάτωνας είχε προτείνει τον όρο μητρίδα για την αρχαία Κρήτη που ήταν μητριαρχική. Επομένως ο όρος «μαμά πατρίδα» είναι αδόκιμος). Το πάνσοφο κράτος έκανε τις μελέτες του, είδε, έκρινε και αποφάσισε. Έτσι λοιπόν κάθε νεοσύλλεκτος εμβολιάζεται με ένα εμβόλιο το γνωστό αντιπεθανικό.

- Πού είναι ρε μαλάκα τα σκυλάκια που είχαμε εδώ;
- Άσε ρε μαλάκα, έφαγαν το γκοτζίλα που περίσσεψε από τα μαγειρεία.
- Και;
- Πέθαναν, αυτά δεν τα είχαν κάνει αντιπεθανικό...
(πραγματική εμπειρία)

Δόξα, τιμή, άρματα, Ελλάς (από Stravon, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέταρτο παιχνίδι του ταβλίου που γνωρίζουν λίγοι και παίζουν ακόμη λιγότεροι. Έχει χαρακτηριστεί τυχερό παιχνίδι από τους αυτοθεωρούμενους επιστήμονες που απεχθάνονται την κωλοφαρδία. Βέβαια εκεί που η κωλοφαρδία ενσωματώνεται στη λογική, αρχίζει το γκιούλ. Εδώ βέβαια μπορεί να αρχίσει θεολογική, φυχολογική και παραψυχολογική συζήτηση, γιατί αφενός υπάρχει η ψυχολογική κωλοφαρδία (φέρνω ότι θέλω) αλλά και η τοποθέτηση του εγώ απέναντι στα θεία (αν θεωρήσουμε ότι η κωλοφαρδία είναι θεόπνευστη).

Παίζεται με τους γενικότερους όρους που διέπουν το «φεύγα» με τις εξής διαφορές:
Ο παίκτης μπορεί να τοποθετήσει αμέσως πούλια στην περιοχή του χωρίς να χρειάζεται να κατέβει στην περιοχή του αντιπάλου. Μετά και τη δεύτερη ζαριά, η οποία παίζεται φευγοειδώς (δηλαδή στην τρίτη ζαριά), «παίζονται» οι διπλές, δηλαδή όποιος φέρει μια διπλή (x,x) παίζει και όλες τις επόμενες διπλές {(x+1,x+1) έως (6,6)} με αύξουσα πάντα σειρά. Συνεπώς η μεγαλύτερη ζαριά είναι οι άσσοι (1,1). Ο κάθε παίκτης ουδεμία υποχρέωση έχει να αφήσει διαδρόμους στον αντίπαλο. Μπορεί να τον κλείσει παντού. Αν κάποιος παίκτης φέρει ζαριά που δεν έχει να παίξει (εξ ολοκλήρου ή τμήμα αυτής) αφού κάνει τις κινήσεις που μπορεί, τις υπόλοιπες τις παίζει ο αντίπαλος.

Εκ του ονόματος φαίνεται να έχει τούρκικη προέλευση, ωστόσο, ακολουθώντας την πάγια άποψη μου ότι οι Τούρκοι ήταν παντελώς ανίκανοι να αναπτύξουν εκ θεμελίων δικό τους πολιτισμό, αλλά ικανότατοι στην οικειοποίηση άλλων, βρήκα ότι είναι αραβικής προέλευσης (Μουλτεζίμ = > φεύγα και γκιούλ).εδώ

Πέρα από το τάβλι η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τύπου ντόμινο ακολουθία καταστάσεων.

Ούτε γκιούλ να έπαιζα ρε φίλε, με πήρε η κάτω βόλτα και δε μπορώ να σηκώσω κεφάλι. Από σφαλιάρα σε σφαλιάρα.

Γκιουλ Καντίμ, πρώην Λούβαρη, πρώην Φιξ (από johnblack, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος όρος του τάβλι, συνώνυμο της κωλοφαρδίας στον υπερθετικό βαθμό. Χαρακτηρίζει τον εκνευριστικότερο τύπο παίκτη: Εκεί που έχεις καταστρώσει μια στρατηγική αφήνοντας ένα πολύ μικρό παραθυράκι στο να συμβεί το ουσιαστικά αδύνατο και στατιστικά απίθανο, ο αντίπαλος, παίζοντας με το στόμα, φέρνει μια σειρά ιδανικών ζαριών και σε ρίχνει στο καναβάτσο. Βλέπε εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου.

Αλλιώς: φέρνει ότι θέλει, παίζει με τον κώλο, κλπ

- Φίλε παράτα τα, μαρς είναι το παιχνίδι.
(2 λεπτά αργότερα)
- Τι γίνεται ρε φίλε, με το στόμα παίζεις; Δε γίνονται αυτά!

παίζει με τον κώλο! (από gaidouragathos, 25/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδανική κατάληξη ενός σουτ στο μπάσκετ. Τονώνει την αυτοπεποίθηση του σουταρίζοντος, απελπίζοντας ταυτόχρονα τους επίδοξους ριμπαουντέρους.

Γνωστό και ως αθόρυβο είναι πολλές φορές αμφισβητούμενο όταν το καλάθι δεν έχει δίχτυ που να μαρτυράει την είσοδο και την έξοδο της μπάλας από την οπή της στεφάνης. Όταν δε ένας επίδοξος ριμπαουντέρος «σηκωθεί» για να πάρει το ριμπάουντ σε καλάθι χωρίς δίχτυ, κινδυνεύει να φάει τη μπάλα στη μάπα.

-Το είδες το «σκιστό» του Στογιάκοβιτς με το γαύρο;
-Μαλάκα μου, τέλειο σουτ. Αεράτο υπό πίεση

Μπασκετομάνα θεσσαλονίκη (από Stravon, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω φορμάτ (διαμορφώνω) μαγνητικό μέσο αποθήκευσης δεδομένων.

Τα μαγνητικά μέσα αλλάζουνε μα το φορμάρω μένει. Ξεκίνησε από τις δισκέτες των 5 1/4'' πέρασε στις 3.5'',στους σκληρούς δίσκους και τέλος στα σημερινά φλασάκια. Νομοτελειακή κατάληξη πειραματισμών στο λειτουργικό σύστημα.

Όποιος δε ξέρει να το κάνει, το πληρώνει. Κλέφτες θα γίνουμε εμείς;

- Έπαιζα με το φάκελο windows/system, μετά πείραξα λίγο τη registry, κατέβασα και κάτι από το internet και ο υπολογιστής κόλλησε.
- Κάνε format.
- Πώς γίνεται αυτό;
- Καλά άστο, με 50€ στο φορμάρω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified