Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως σε πτώση κλητική: «κερατούκλη!». Είναι μια αρκετά παλιά και καθιερωμένη σλανγκοειδής προσφώνηση, που μπορεί να δηλώνει πονηρό θαυμασμό, συνωμοτική συμπάθεια ή και λεπτή ειρωνεία (ή και όλα μαζί). Ο όρος περιέχει και μια δόση πατρικής στοργής, εκφέρεται δε με ταυτόχρονο ελαφρό τσιμπιματάκι στο μάγουλο του «κερατούκλη». Συχνά συνοδεύεται και από τη φράση «κάνεις και ζημιές».

Συνώνυμο: ατιμούτσικο

- Μεγάλε, την κουτούπωσα τελικά τη Φλώρα. Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά σιγά μη μου γλίτωνε!
- Κερατούκλη! Κάνεις και ζημιές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και ο κερατούκλης, με τη διαφορά ότι, αντί για κλητική πτώση, μπορεί να χρησιμοποιείται σε αιτιατική, ως υποκείμενο κάποιου άδηλου παραλειπόμενου ρήματος.

- Πάμε άλλο ένα γύρο, κουκλίτσα μου;
-Το ατιμούτσικο! Και δεν του φαινόταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από στίχο εϊτάδικου σκυλάδικου του Τ. Τσιμογιάννη, η οποία χρησιμοποιείται όπως το κερατούκλης και το ατιμούτσικο, συχνά δε τα συνοδεύει ως κατακλείδα.

- Έχει καψουρευτεί μαζί μου ο Μπίλης, σε λέω.
- Κάνεις και ζημιές!

(από vikar, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπήχτης. Λεξιπλασία που βασίζεται στο σπρώχνω και στο πρώκτωρ. Υπάρχει και βορειοελλαδίτικη εκδοχή: ζμπρώκτωρ.

Ήρθε κι ο σπρώκτωρ της να πουλήσει μούρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ή ειρωνικά, αυτός που κάνει ζημιές. Θηλυκό: ζημιάρα.

Πολύ ζημιάρης μας βγήκε ο Πελοπίδας. Θα μας φάει όλα τα γκομένια, νομίζω;

(από Khan, 11/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ερωτικά κατορθώματα άρρενος ή θήλεος, οι ερωτικής φύσης ατασθαλίες, συχνά με κάποια νότα παρανομίας (ερωτικής πάντοτε).

- Είδα τον Δημήτρη πρωκτές. Καμμένος εντελώς, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του.
- Αφού κάνει όλο ζημιές, πού χρόνος για φαΐ, πού χρόνος για ύπνο;

Χαρά Βέρρα (από vikar, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίμονο και ρουφητχό τσιμπούκωμα, από κορίτσι που ξέρει από καλό λάδι. Ο όρος αποτελεί μετάπλαση του γνωστού «μπιμπερό», με επίδραση του «πίπα».

Όταν τα πέταξε χαλάστηκα λιγάκι, αλλά όταν άρχισε το πιπερό, τα είδα όλα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για κάτι βολικό, εύχρηστο (στο ζακυνθινό ιδίωμα). Μάλλον από το ιταλικό mai agevole (= πιο ευκίνητο / ευέλικτο).

- Πάμε με το Χάμερ ή θα πάρουμε το Ζμάρτ;
- Το Ζμαρτάκι, που είναι μαϊτζέβελο!

Βλ. και μανιτζέβελο, ματζόβολο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλληνιακή λέξη που δηλώνει απροσδιόριστο τόπο, καθώς και του διαόλου τη μάνα. Λέγεται με κάπως χαβαλεδιάρικη διάθεση, ιδίως από παλαιότερους.

Μάλλον από το ιταλικό Mongibello, λαϊκή ονομασία του ηφαιστείου Αίτνα, τόπου όπου κατοικούσαν δαίμονες, σύμφωνα με την παράδοση.

- Πάλε εχάθηκε ο Νιόνιος. Τώρα δα εδώ δεν ήτουνε;
- Και πού επήε ωρέ; Στο Μιντζιπέλλο;

Από το Χότζειο σχόλιο (από allivegp, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified