Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών (σε γ' πρόσωπο πάντα), αυτό που συμβαίνει όταν οι στροφές του κινητήρα δεν είναι ικανές να στηρίξουν την ανάλογη ταχύτητα και επέρχεται επιβράδυνση του οχήματος.

- Γιατί ρε μαλάκα έμεινες πίσω στη στροφή;
- Άσε, μου κρέμασε η τρίτη και μέχρι να κατεβάσω δευτέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαπιοκάραβο, ο σκυλοπνίχτης. Προέρχεται από τη ναυτική ορολογία που σημαίνει το εγκάρσιο διαχωριστικό του σκαριού (φρακτή ή διάφραγμα).

- Ταξιδέψατε καλά από τα Κύθηρα;
- Άσε ρε! Μας βάλαν σε ένα μπουλμέ άλλο πράμα! Ξερνούσαμε σε όλο το ταξίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε με νοιάζει, γράφω κάτι στα παλιά μου τα παπούτσια. Παρόμοιο με το κλάιν μάιν.

- Ρε άμα σε πιάσουν χωρίς ασφάλεια θα φας τρελό πρόστιμο!
- Πουτς μάιν κλάιν. Δε με πιάνει κανένας εμένα με το Golf.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή να πεθάνεις πριν την ώρα σου και να παρευρίσκεται και η ίδια η μάνα σου στην κηδεία.

Ιδιαίτερα προσβλητικός και μακάβριος χαρακτηρισμός, εξ' ου και η σπανιότατη χρήση του.

- Θα μου δώσεις τα χρωστούμενα, αλλιώς ξέχνα το σπίτι σου. Θα σ'το φάω και αυτό μαζί με σένα!
- Που να σε φιλήσει η μάνα σου κρύο, τοκόγλυφε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουπί. Απαντάται ήδη σε βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα και πιο πρόσφατα στην αργκώ των λιμανιών. Βλ. και ξυλομηχανή.

Ρε, η βάρκα δεν έχει ξύλα, πώς θα τη βγάλουμε από το λιμάνι;

Got a better definition? Add it!

Published

Το επάγγελμα του βαρκάρη και ενίοτε του ψαρά στην αργκώ της πιάτσας του Πειραιά. Προέρχεται από τον όρο ξύλα που σημαίνουν τα κουπιά.

- Εσείς τί κάνατε τότε στον Πειραιά;
- Ξυλομηχανή, κύριε δικαστά!
(γέλια στο ακροατήριο)
-Ησυχία! Τί ένοείτε κύριε μάρτυς;
- Να, μωρέ, βαρκάρης, ψαράς!
(από τη βιογραφία του ρεμπέτη Γ. Παπαιωάννου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος απλής τροχαλίας που χρησιμοποιείται στα πλοία για το τέντωμα των ξαρτιών που στηρίζουν το κατάρτι. Η ονομασία προέρχεται από το κυκλικό σχήμα της συσκευής και τις τρεις ή τέσσερις τρύπες που αυτή φέρει που μοιάζουν με κουκούτσια καρπουζιού. Επισήμως λέγεται τρίοπης ή τέτροπης. Απαντάται και ως καρπούζι.

Χωρίς καρπουζάκια δεν υπάρχει περίπτωση να τεντώσεις καλά το κατάρτι και αργά ή γρήγορα θα σου μπατάρει.

(από Nakas, 13/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιρική διάλεκτο αποκαλείται έτσι ο απολύτως άχρηστος παίχτης, επειδή υποτίθεται πως το μόνο που μπορεί να κάνει στο χόρτο του γηπέδου είναι να βοσκάει πρόβατα. Απαντάται επίσης και ως τσοπάνης-τσοπάνος.

- Είδες ρε τον Καζαβούμπου που πήραμε δεξί εξτρέμ; Τα σπάει!
- Τι λε ρε άμπαλε; Βοσκός!

(από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχικά των λέξεων Σωματική Βελτίωση, κοινώς το καψόνι στο στρατό.

Μας πέθανε σήμερα ο Δίκας. Όλη μέρα σωβέ μας έκανε! Καλύτερα να μας έστελνε στο Πλοίο της Αγάπης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified