Παλιό μονόβολο τουφέκι, Ελληνοποίηση του Γαλλικού τουφεκιού Gras (Fusil Gras Modèle 1874 M80). Σε χρήση έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από βοηθητικές μονάδες του στρατού. Σημαίνει και το άχρηστο, παλιό και μακρύ τουφέκι.

Τότε με κάτι γκράδες μονόβολες πολεμούσαμε. Κι οι Ιταλοί είχαν μανλιχέρια και αυτόματα!

Μοντελάκι του 1874 (από Vrastaman, 02/11/10)

Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύτης που χρησιμοποιεί μίγματα τριών αερίων (οξυγόνο, ήλιο, υδρογόνο, tri-mix στα Αγγλικά) για να φτάνει σε μεγαλύτερα βάθη με ασφάλεια. Πρόκειται συνήθως για επαγγελματίες και έμπειρους δύτες (ενίοτε και ριψοκίνδυνους), απαιτείται δε ειδικός εξοπλισμός.

- Εκεί που βουτάγαμε στα δέκα μέτρα, έσκασε μύτη ένας τραϊμιξάς στολισμένος σα χριστουγεννιάτικο δέντρο! Είχε πεντέξι φιάλες πάνω του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτικος, ο άχρηστος στα Γιαννιώτικα.

Απαντάται και ως πασλέ (το προϊόν απομίμηση ή «μαϊμού») ή πασλίμι (ό.π.).

Κατά μη διασταυρωμένη πληροφορία, προέρχεται από το επίθετο παλιού Εβραίου των Ιωαννίνων του οποίου ο γιος ήταν διανοητικά καθυστερημένος.

- Αγόρασα ένα φοβερό ρολογάκι σήμερα. Μόνο 50 ευρώ!
- Άντε ρε! Καμιά πάσλα θα σου πλάσαραν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυριαρχία μεγάλου αριθμού άσχημων γυναικών (μπάζων) σε κέντρο διασκέδασης, μπαρ ή σε οιαδήποτε άλλη συγκέντρωση ανθρώπων και των δυο φύλων. Το αντίθετα του μουνοθύελλα.

- Χτύπησες κανένα γκομενάκι χτες ρε;
- Άσε ρε φίλε, μπαζοκαταιγίδα ήταν! Μόνο τη Μαρία την Άσχημη δεν είχαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος παραδοσιακής τηγανίτας. Η ονομασία απαντάται κυρίως στην περιοχής της Θράκης.

- Καλά, τί έκανες τόσην ώρα στo WC;
- Άσε, έφαγα κάτι λαλαγγίτες που είχε στείλει η γιαγιά από τα Δίκαια και πρέπει να' ταν χαλασμένες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εθισμένος με την ταχύτητα, αυτός που ερεθίζεται με το να ανοίγει το γκάζι του οχήματός του όπου και όποτε μπορεί.

Κι εκεί που πήγαινα ήσυχα κι ωραία στην Παραλιακή, μου την πέφτει ένας καβλογκαζάκιας από πίσω και ήθελε κόντρες!

βλ. και γκαβλόγκαζος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σβέρκος (αυχένας) γηραιού ανθρώπου, όπου οι ρυτίδες της ηλικίας και του ήλιου θυμίζουν στρώσεις φύλλου μπακλαβά. Χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

- Ήταν ένα πιπίνι χτες στο καφενείο κι όλο με έκοβε!
- Άντε ρε παλιόγερε που θες και πιπίνια! Με το μπακλαβά στο σβέρκο!

Βουρ στο Μπακλαβά! (από perkins, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διακριτικά βαθμού όλων των υπαξιωματικών του στρατού (υποδεκανείς, δεκανείς, λοχίες κλπ.) για να υποδηλώσουν υποτιμητικά ότι κέρδισαν το βαθμό ρουφιανεύοντας και γλείφοντας ή ότι αυτό πρόκειται να κάνουν από εδώ και στο εξής.

- Εγώ είμαι υπαξιωματικός ρε! Έγινα δεκανέας στο 508.
- Σιγά το τσατσόσημο! Φαντάζομαι πώς το πήρες μπαζοδέκανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίζω, μαλώνω με άσχημο τρόπο, «ρίχνω σιχτίρια».

Και μόλις με έστειλαν πάλι στο προηγούμενο γραφείο, δεν άντεξα και άρχισα να σιχτιριάζω πολύ άσχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified