Ο θαμώνας των μπουρδελοστούντιο (κυρίως), αλλά κι αυτός που βγάζει δημιουργικά γούστα σε οπουδήποτε άλλου είδους στούντιο (π.χ. φωτογραφικό, ηχογράφησης, κινηματογραφικό). Λόγω κατάληξης, είναι χαϊδευτικό ή και κάπως κατώτερο σε κύρος του σχετικού στουντιά.

Σε καλλιτεχνικά σινάφια μπορεί ενίοτε να υπονοεί μια ανεπάρκεια του καλλιτέχνη να λειτουργήσει το ίδιο αποτελεσματικά δια ζώσης, οπότε και λειτουργεί απαξιωτικά.

Αντίθετα, στα σινάφια των πουτανόβιων, ο στουντιάκιας καταναλώνει, αν όχι τα απλησίαστα φιλέτα της αγοράς, σίγουρα κάτι πιο ανεβαστικό από πλευράς επαγγελματικής ποιότητας, περιποίησης ίσως και εύρους υπηρεσιών που, αφού κοστίζει πολύ παραπάνω απ’ ό,τι προορίζεται για την ..πλέμπα, του προσθέτει μια κάποια αύρα μερακλή, φραγκάτου ή και κορόιδου -απ’ τα πιο περπατημένα στη συγκεκριμένη πιάτσα αλάνια.

  1. Νομίζω κάθε στουντιάκιας που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει στο ενεργητικό του μια συνεύρεση με την Π... (αφού την έχει παινέσει τα μάλα).

  2. Ο φωτορεπόρτερ κατά αντιστοιχία θα πάρει Canon 1Ds MII, ο τοπιάκιας / στουντιάκιας θα πάρει Fujifilm SXPro, ο «φτωχός» θα πάρει Canon 300/350D, Olympus E300 κοκ...

  3. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Λοΐζος ήταν, ας μού επιτραπεί η έκφραση ... «στουντιάκιας», καθόσον του άρεσε πολύ να κάθεται με τις ώρες στο στούντιο ηχογραφήσεων με τους μουσικούς του και να πειραματίζεται με νέους ήχους, με ενορχηστρωτικούς συνδυασμούς κλπ.

  4. Ο Labrie είναι στουντιάκιας. Live δεν έχει τόσο καλή απόδοση.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ακούγεται σαν αποτυχημένη κυριλέ προσπάθεια να αποφορτιστεί κάπως το πιο τσαχπίνικο «γλειφοκώλι» σαν προκαταρτικό σεξουαλικών πρακτικών -ντεμέκ ταμπού- μεταξύ ατόμων κάθε φύλου.

  1. Όχι όλοι οι αξιωματικοί, δεν τους βάζω όλους σε ένα τσουβάλι, διότι υπάρχουν και έντιμοι και άνθρωποι με πίστη στον όρκο που έδωσαν. Ομιλώ για αυτούς που φίλησαν τον κώλο των πολιτικών για μια θεσούλα στην ιεραρχία…

  2. Η άποψη ότι το metal είναι ρατσιστικό είναι τόσο ανεδαφική όσο η ίδια άποψη για το Hip Hop. Και ξαναλέω πως αν μια μικρή μειονότητα γκαρίζει «kill black people» (ή «kill whitey»), αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι metal heads (ή οι Hip Hoppers) είναι ρατσιστές. Πάντως, τα περί αντίδρασης κτλ., είναι πλέον άκυρα. Το «cracka» είναι ξερά ρατσιστικό κι όσοι μαύροι επιμένουν να το χρησιμοποιούν λέγοντας ότι δεν είναι αρνητικά φορτισμένη έννοια, ας μου επιτρέψουν να τους λέω «niggaz» ή ας μου φιλήσουν τον κώλο.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κρέμα» αποτελεί αντιδάνειο από το ιταλικό crema, αυτό από το γαλλικό crème, που προήρθε από το λατινικό chrisma, αυτό από το αρχαίο χρĩσμα, κι αυτό από το χρίω: απλώνω ομοιόμορφα μια ουσία πάνω σε επιφάνεια.

Πρόκειται βεβαίως-βεβαίως για το γλύκισμα από γάλα, αυγά, αλεύρι και ζάχαρη κι όχι μόνο, που εκτός από μόνο του σε διάφορες εκδοχές, αποτελεί βασικό συστατικό και άλλων γλυκών.

Η διευκρίνιση κρίθηκε αναγκαία μια και θλιβερή πείρα έχει αποδείξει πως ο νους πλείστων όσων Ελλεεινίδων πηγαίνει πρωτίστως στις κρέμες-καλλυντικά και ουχί στο γλύκισμα. Όχι πως το αντίθετο είναι πάντα επιθυμητό (παρακαλώ να μην ληφθεί σαν σπόντα κατά των κυριών του σαϊτός).

Σημαίνει «παίρνω ό,τι καλύτερο από κάτι» και ασφαλώς υπονοείται πως απέμεινε ο κατιμάς για τους λοιπούς. Συνήθως έχει να κάνει με ακίνητη περιουσία, χρήμα αλλά κι ό,τι έχει κάποια αξία έστω και περιστασιακά.

Ως γνωστόν όμως, το καλύτερο από κάτι, συνήθως δεν το επιθυμεί μόνο ένας και κατά συνέπεια, αφού οι άλλοι δεν είναι μαλάκες να σ' αφήσουν να πάρεις αυτό που όλοι έχουν στο μάτι, η έκφραση υπονοεί πως «παίρνω / διαλέγω κάτι πρώτος».

Εξού και η σλανγκικότερη σημασία «παίρνω την παρθενιά» –συνήθως την κυριολεκτική παρθενιά κορασίδος, αλλά επειδή περί ορέξεως ... κολοκυθόπιτα και επιπλέον, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, κάντε μόνοι σας τους πιθανούς συνδυασμούς.

Παρότι το κοκό της βετεράνου είναι χωρίς αμφιβολία το δέκα το καλό και η παρθενιά δεν θεωρείται πλέον ό,τι πολυτιμότερο σε μια γυναίκα, η ιδιότητα του κατά συρροή διακορευτή αυξάνει το status κάθε αρσενικού ακόμη και παρά τη ρετσινιά(;) του παιδέρα.

Ο ακατάλυτος δεσμός μεταξύ των εραστών έστω σε επίπεδο μνήμης; Το ιστορικό της στιγμής έναρξης της σεξουαλικής ζωής; Κατάλοιπα χιλιετιών; Το κοινωνικά πολυσήμαντο βαρίδι του «πρώτος» γενικά; Ένα ταμπού που επιβιώνει εξαιτίας της θρησκείας, της ψυχολογίας, της κότας της διπλανής πόρτας, του φόβου για παράσημα, ή μούλικα; Απόρροια της αντίληψης της γυναίκας σαν περιουσία; Λίγο το 'να, λίγο τ' άλλο, όλα παίζoυν.

Κυκλοφορούν και: το τρώω την κρέμα και για μεγαλύτερη έμφαση τα παίρνω/τρώω την κρεμ ντε λα κρεμ, παίρνω/τρώω τον αφρό.

  1. …άλλο να είσαι στο ξεκίνημα ενός ΚΠΣ, άλλο να είσαι στην 'μέση' όταν ο προηγούμενος πήρε την κρέμα, και άλλο στο τέλος, όπου γίνεται ένας πανικός για να απορροφηθούν κονδύλια.

  2. Τα δικά μας τα σαΐνια, πήραν τον αφρό άμεσα (κόψιμο μισθών και κυρίως, συντάξεων), μάζεψαν ό,τι πρόλαβαν με ΦΠΑ και περαιώσεις, και τώρα έμειναν με τον ..βούρκο.

(από το δίχτυ)

  1. - Τα 'μαθες; Η Πάτι πάντρεψε την μικρή του γείτονα.
    - Ναι ε; Με ποιόν;
    - Με έναν οικονομοκάτι, δεν πολυκατάλαβα, πτυχιούχο του ...Πόλυστερ, ...Καντάφιστερ.
    - Πούτσεστερ;
    - Κάτι τέτοιο. Δε μου φάνηκε σόι. Σα να χαλβάδιαζε τον παπα-Μπάμπη, ένα πράμα. Κρίμα την καημενούλα την Κούλα, τέτοιο κορίτσι για σπίτι, σαν τα κρύα τα νερά!
    - Σιγά! κόψε κάτι!
    - Ναι γιατί άσχημα θα σου 'πεφτε για νύφη! Μας το πήρε ο φλώρος το μαναράκι μεσ' απ' την αυλή μας!
    - Μπααα! Μη σκας! Άλλος πήρε την κρέμα!
    - Τι;! Βρε τ' αλάνι! Εμ!! Είχε παππού να μοιάσει. Που 'ν' τος τώρα;
    - Μάλλον με την κουμπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαγμένη, ως προς την προφορά, απόδοση του αγγλικού psycho: ο ψυχασθενής με παράξενη ή και βίαια συμπεριφορά.

Παράλληλα και με τα δυο παίζει (περισσότερο προφορικά αυτό) και το ψάικο ενίοτε και σαν πσάικο. Και βεβαίως – βεβαίως όλα προέρχονται από το ψυχή είναι άκλιτα και εμφανίζονται σαν ουσιαστικά, επίθετα κι επιρρήματα.

Οι στατιστικές τοποθετούν τους Έλληνες ως προς την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων στις πρώτες θέσεις της αντίστοιχης ευρωπαϊκής λίστας. Άρα τι; Βρήκαμε επιτέλους τι παράγουμε σαν χώρα; -μια και αφού πουλάμε τρέλα θα ήταν περίεργο να μην την παράγουμε, νο; Ή έχουμε να κάνουμε μ’ ένα είδος που αναπαράγεται με τρομερή επιτυχία βασικά, δια της μολυσματικής δράσης του; Ά! Ναι! Και ποιος κρίνει (αν μη τί άλλο, ως προς τα όρια) ποιος είναι ποιος και τι είναι τι;

Θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στις ταινίες «Ψυχώ» (“Psycho” -1960-) του Alfred Hitchcock με σενάριο από νουβέλα του Robert Bloch (-1959- βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά) και “American Psycho” (2000) της Mary Harron με σενάριο από νουβέλα του Bret Easton Ellis (1991) που έχουν γράψει μια κάποια ιστορία.

1. Παιδιά αυτός ο Μ… δεν είναι φυσιολογικός διευθυντής. Είναι ..σάικο! Λέει σε συνέντευξη του ότι: i) Έχει σπάσει τζαμαρίες στο control όταν έχασε θέμα. ii) Του πήγαν άθραυστα τζάμια και τα χτυπούσε επί δέκα λεπτά με καρέκλες μέχρι που τα έσπασε. iii) (…) μια φορά έπιασε να πνίξει έναν τεχνικό επειδή έχασε ένα link. iv) Έσπασε μια πόρτα του σταθμού και μαζί τα δάχτυλα του. Μας συγχωρείτε αλλά αυτός δεν είναι άνθρωπος ούτε χιονάνθρωπος. Μάλλον έχει κάποιο πρόβλημα και πρέπει να το δει.

2. Δεν κατάλαβα τίποτα. Σε μένα μιλάς; Σε ξέρω; Με ξέρεις; Τι Σαββόπουλο τσαμπουνάς; Μπας και βλέπεις παντού φαντάσματα των πρώην σου; Μπας και είσαι λίγο σάικο;

3. Ο βλαχού έχει πάντα έναν και μόνο έναν κολλητό συμβλαχού με τον οποίο κάνουν αστεία για πούτσες και γαμήσια ή απλά γελάνε επαναλαμβάνοντας την ίδια ατάκα, πχ «ατσάαα» και «ίσι μουρφή!» Εκατό φορές τη μέρα. Κατά τ' άλλα είναι λιγομίλητος τύπος. Αν επιχειρήσεις οποιαδήποτε κοινωνική επαφή πάνω από μούγκρισμα, θα σου ρίξει ένα psycho βλέμμα που θα φρίκαρε και τον πληκτρά των Rammstein.

4. Θες να μας πεις ότι θα κόψεις το τσιγάρο, έμμεσα; Καλό ήταν, αλλά μου φάνηκε κάποια στιγμή λίγο psycho να κάθεσαι και να μιλάς με το character και να σαι no life!

5. Πωωωω ρε φίλε psycho-φάτσα δες!!! Μαζεύτε τον ρεεεεεεε....

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το καυλί του είναι ανάπηρο ψυχικά, που δεν έχει και δεν μπορεί να νοιώσει καύλες, που στερείται της élan vital, ο χαντούμης, ο ξενέραστος, ο μικρόψυχος, ο μίζερος, που διαρκώς κρίνει και γιαλομίζει με υφάκι άπαντες, που παντού βγάζει απωθημένα και «στη χαρά φαλτσάρει».

Δεν περιορίζεται στον άρρενα πληθυσμό.

  1. Και κάτι θεοί που λένε «Κλείσε το blog κλπ». Πόσο καυλανάπηροι; Δηλαδή τι σημαίνει κλείσε το blog; Σβήσε τα κείμενα που ήδη υπάρχουν; Χαχα τι βλάκες. Μου κάνατε τα καμπανέλια full extra.

  2. …Xοχοχο πιστοποιημένος πια. Ακόμα ένας κακομοίρογλου καυλανάπηρος δευτεροτριτοτέταρτος που ασχολείται με την σεξουαλική ζωή των άλλων.

  3. Δυσλεκτικός. Πανταχού απών μάλλον εννοείς είσαι η μεγαλύτερη κόμπια αυτής της εποχής επακόλουθο να με βρίζεις αφού ζήλος σε διακατέχει τελείωσε το τουρ κι φωνάζουν όλοι «κοιτάχτε πώς τρέχει» αδερφίτσες σαν εσένα ποτέ μου δεν φοβήθηκα μπρο είσαι ένα πλάσμα ανίερο κι στα ραπ απογοητευτικό το μόνο που ξέρεις να κάνεις καλά είναι εξύφανση δόλου δλδ χάρις το φρικιό να νικήσεις κι ας έχοντας πει λόγια κώλου καυλανάπηρη αδερφή παράτα το ραπ αυτή τι στιγμή μετά το ψόφιο σου κουπλέ ακολουθεί ΝΕΚΡΙΚΗ ΣΙΓΗ

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από σπανίως ομολογημένη απορία προέφηβου, σχετική με την ανατομία του μουνιού, που σήμερα –το δίχτυ να ‘ν’ καλά- δεν αντέχει στο χρόνο, αλλά σαν πείραγμα από πιο περπατημένους, ταράζει ακόμη τον άγουρο που τον ενοχλεί η παρθενιά του, ενώ σαν γείωση επαναφέρει στην θέση του το νεοσσό που το παίζει ξερόλας στα γαμικά.

Σ’ αυτήν την περίπτωση συντάσσεται συνήθως με τα «μαθαίνω», «ξέρω», αν όμως στοχεύει σε μπακούρι χρησιμοποιείται το «θυμάμαι».

Απόδειξη διαχρονικής έλλειψης σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ή τεκμήριο σκληρότητας προς τον ευάλωτο; Απαραίτητη φάση στη μύηση του αγοριού στον κόσμο των αντρών; Άγαρμπο σπρώξιμο κολλητού για ξεκόλλημα από ψυχολογικό κοκομπλόκο που παράγινε; Όλα παίζουν.

Προσαρμόζεται σε κλασικά σεξιστικά ανέκδοτα στα ρατσιστικά των οποίων πρωταγωνιστούν εξωτικές αλλοδαπές με προεξάρχουσες τις κινέζες.

1-α.
-Τι να ποστάρετε μωρέ κοκοράκια. Εσύ και ο Α.. πρέπει να πιείτε πολύ γαλατάκι να μεγαλώσετε πρώτα και μετά να εστιάσετε στην ψωλή σας. Μάθατε και το μουνί... -Τουλάχιστον θα πιω γάλα, όχι ρυζόγαλο γιαγιάκα. Δείξε μουνί να μάθουμε επιτέλους πώς είναι, οριζόντιο ή κάθετο;

1-β.
-Και πόσο πήγε καραμέλωμα και κόντρα παξιμάδι;
-15.
-Μάθε ρ’ αμάλλιαγο πρώτα αν είν’ οριζόντια ή κάθετα κι άσε τα ξινά γι’ αργότερα.

1-γ.
-Τρόμπαρες σήμερα;
-Πόσα κιλά μαλάκας είσαι;
-Λιγότερα. Ρε τρόμπαρες;
-Όχι ακόμα.
-Ξυρίσου, πλύσου, ντύσου. Σε μισή έφτασα.
-Δεν έχω κέφια για κωλόμπαρα.
-Χέστηκα. Σήμερα ο γιατρός λέει θα θυμηθείς αν είναι οριζόντια ή κάθετα.

2-α.
Κάθονται δύο τύποι στο καφενείο κι ο ένας λύνει σταυρόλεξο.
- Ρε συ: γυναικείο όργανο ηδονής με πέντε γράμματα.
- Οριζόντια ή κάθετα;
- Οριζόντια.
- Στόμα.

2-β.
Και μετά το «σεξ με μαύρο». Θα πηγαίνατε με κινέζο; ή με κινέζα; ανάλογα τα γούστα.
Σας έχει καμακώσει κινέζος / κινέζα;
Και όσοι άντρες έχουν πάει με κινέζα, ισχύει αυτό που λένε για τις κινέζες; ότι το έχουν κάθετα;
Δεδομένου ότι είναι λίγο κοντοί, θα ήταν αυτό εμπόδιο στο να αναπτυχτεί μια κάποια σχέση;

(Εκτός των 1-β,γ όλα απ’ το δίχτυ).

"L\' origine du monde" του GustaveCourbet στο Musée d\'Orsay (από sstteffannoss, 07/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάσταρδο του γαμίκου με κληρονομικό χάρισμα κι αδερφάκι του φακάτου, το «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι» του ταιριάζει γάντι.

Τόσο εξαιτίας της μειωτικής κατάληξης, όσο και του παραπλανητικού συνειρμού με τη «φακή» και τα παλικάρια της, επιτείνεται το τρομερά εκτιμήσιμο απ’ τις παρτενέρ του -επιπλέον των άλλων- προσόν του, να περνά κάτω από ραντάρ αυστηρών γονιών, συζύγων, της κουτσομπόλας της διπλανής πόρτας και πολλών δυσανεκτικών ως προς τις σεξουαλικές χαρές των άλλων.

Χορτάτος αλλά σπάνια κορεσμένος, δεν περιαυτολογεί ως προς τα γαμικά, οπότε ξαφνιάζει πεινασμένους ή αχόρταγους που νοιώθουν κάπως σα να τους έφαγε στη στροφή, όταν γίνει η στραβή κι αποκαλυφθεί μέρος της δράσης του, οπότε και του απονέμουν -εν αγνοία του- το χαρακτηρισμό είτε περιπαικτικά, είτε με μίζερα αμήχανη παραδοχή, αλλά όχι με ζήλια.

Μάλλον αναμενόμενο που ο γούγλης σχεδόν τον αγνοεί, όντως, κυκλοφόρησε αρκετά καμιά εικοσαετία πριν, όπως αναφέρει ο Nakas -κι επιβεβαιώνει ο Mr. Cadmus- για τον ομόρριζό του φακάτο.

- Πολύ φακίκος μας προέκυψε ο δνέας του Τρίτου.
- Ναι, καλά!
- Ρε μαλάκα, σου λέω τον μπάνισαν με ξανθό μωρό στο «Βιέννη»!!
- Σιγά! Κόψε κάτι.
- Koλλάει μπρίκια ο αρχιλέουρας ρε;
- Ρε μαλακαρχίδα, εσύ δε μου τα ‘κανες νταούλια προχθές πως ο τύπος δεν ξέρει αν είναι οριζόντια ή κάθετα; Τον έκοβες κιόλα, νομίζω;
- Γιατί ρε τρόμπα του βου γραφείου (μη χέσω), εσύ πήρες πρέφα την παραλλαγή;
- Ρε δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις με το γραφείο;
- Παίζει να ‘ναι η ανιψιά του γκραν-μαλακοδίκα!
- Χαα!! Βρε το φακίκο!! Άξιος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''…
    Ακριβές απόσπασμα από τον ορισμό του johnblack, ακριβώς δυο έτη πριν. Εν είδει επετειακού σπεκ, τα ακόλουθα λιμά:

  2. Χορεύω. Συνηθίζεται στα Επτάνησα, αλλά με χαρωπή διάθεση κι αλλαχού. Προέρχεται από το ιταλικό ballare κι αυτό απ’ το αρχαίο βαλλίζω «χορεύω» / «χοροπηδώ» κι αυτό από το βάλλω.

  3. Παίζω μπάλα. Αραιά χρησιμοποιούμενο σε ποδοσφαιρικά κυρίως σινάφια, προσθέτει αέρα χορογραφίας στη υπονοούμενη βιρτουόζικη χρήση της μπάλας.

  4. Δίνω σχήμα μπάλας σε κάτι συνήθως εύπλαστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σινάφια αγροτών, συσκευαστών και ζαχαροπλαστών.

  5. Στα σινάφια τραγουδιστών αν η φωνή μπαλάρει σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει σταθερά τη νότα στο ύψος που επιβάλλεται, και λικνίζεται κυμαινόμενη κατά ημιτόνιο ή και τόνο απ’ αυτό, πληγώνοντας απαιτητικά αυτιά και τη ματαιοδοξία του αοιδού.
    Το παθαίνουν όσοι προσπαθούν να τραγουδήσουν περισσότερο οξύτονα (ή βαρύτονα) κόντρα στο φυσικό της φωνής τους, αλλά το επιφέρει κι ο χρόνος.

Παίζει και το μπαλάρισμα.

  1. Οι ώμοι μου δείχνουν στενοί και μυτεροί. Έχω μεγάλη πλάτη και είναι πολύ άσχημο να φαίνονται έτσι οι ώμοι μου. Ποιες ασκήσεις να κάνω ώστε να φαρδύνουν να μπαλάρουν σωστά; Κάποιος μου είχε πει να παίζω πολλές πλάγιες εκτάσεις αλτήρων αλλά δεν είδα κανένα αποτέλεσμα. (διεκπεραιωτικά)

  2. Στη συνέχεια στην Κεντρική Πλατεία, όλες οι Φιλαρμονικές θα μας παρουσιάσουν ένα μικρό μουσικό πρόγραμμα και οι μαθητές του Β’ Δημοτικού Σχολείου Ληξουρίου θα πλέξουν και θα ξεπλέξουν το Γαϊτανάκι, ενώ οι μαθητές του Γυμνασίου θα μπαλάρουν τις Καντρίλιες, με δάσκαλο τον Π. Μ.

  3. …ποτέ δεν κρατάει μπάλα για να την κρατήσει και δεν αμύνεται για να αμυνθεί. Μπαλάρει μόνο προς τα μπρος για να βγάλει επίθεση και αμύνεται για να κλέψει και να αιφνιδιάσει.

  4. α. Ζυμώνουμε ξανά στο χέρι και αφήνουμε να ξεκουραστεί για άλλα 30’. Κόβουμε σε τεμάχια των 400 γρ. για μεγάλα και 60γρ. για ατομικά. Τα μπαλάρουμε και τ’ αφήνουμε να ξεκουραστούν για 10’.
    β. Πάει ο λεβέντης να αγοράσει μηχάνημα για το μπαμπάκι. - Αυτό κύριε είναι το καλύτερο, και σε τιμή προσφοράς, το μαζεύει το ξένει το καθαρίζει το ισιάζει το πλένει το μπαλάρει και σου το πετάει έτοιμο. - Μωρ’ τι λες, τα κάν’ ούλ’ αυτά; - Ναι κύριε, και θα το πάρετε σε τιμή ευκαιρίας. - Δε μι λες, πίπις κάν΄; - Ε όχι δα, μηχάνημα είναι κύριε, δεν κάνει τέτοια πράματα. - Άι καλά, θα κρατήσω τ’ς εργάτριις.

  5. Η Μαρινέλλα, αν και με προβλήματα φωνητικά πια - δυσκαμψία, μπαλάρισμα… , αν και με βαριά σιλουέτα πια, αν και κάποτε «απαγγέλλει» τα κείμενά της, κυριαρχεί με το σκηνικό κύρος της.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν το κάνει επίτηδες. Του προκύπτει φυσιολογικά ίσως λόγω υπερθερμασμένων συνάψεων αντί πλήρους απευθυσμένου. Δεν είναι που τον ενοχλεί η συζήτηση και θέλει να τη στρέψει αλλού. Ίσα-ίσα. Δεν είναι μόνο το πως δεν μπορεί ν’ ανταπεξέλθει στο όποιο επίπεδό της, που έχουν θέσει οι άλλοι. Δεν του περνά απ’ το μυαλό, ούτε πουλά τρελίτσα. Ούτε ίσως, πως ο νους του δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην αλληλουχία επιχειρημάτων, παραδειγμάτων, προφανών και μη προεκτάσεων και διανοητικών αλμάτων που αναπτύσσονται, διασταυρώνονται και υπονοούνται ενίοτε κατά ριπάς. Εκτός του ό,τι συνήθως συζητούν συνάδελφοι και κολλητάρια κι όχι ο Derrida κι ο Wittgenstein με τον Kierkegaard, είναι βέβαιος πως το 'χει πιάσει το νόημα. Ούτε κωλώνει στο σλανγκικό ή μη της ορολογίας που χρησιμοποιείται. Ίσως να θέλει όλα τα λέιζερ επάνω του, ή να έχει κόλλημα με μερικά πράγματα, ή να αγαπά τη φωνή του περισσότερο απ' όσο πρέπει, ή και κοινωνικοσυναισθηματικά να μην είναι γατόνι, αλλά άντε να βρεις γιαλόμα να στο καρατσεκάρει.

Και είναι βέβαιο πως δεν το κάνει από την πεποίθηση πως δεν θα βγει άκρη όσο κι αν τραβήξει η κουβέντα.

Δημοσίως, το κάνουν ασύστολα, ανέκαθεν και με σκοπό να κάνουν προπαγάνδα, να στρέψουν το ενδιαφέρον μακριά από άλλα σκατά, να θολώσουν τα νερά και να δικαιολογήσουν τ' αδικαιολόγητα, πονηροί πολιτευτές, πετυχημένοι δικηγόροι, διαφημιστές, πωλητές, ανεξάρτητοι μη χέσω-δημοσιογράφοι, πανελίστες, τρολ και πλείστοι άλλοι ή και συνδυασμοί αυτών, με IQ και EQ κάθε άλλο παρά ραδικιού, εκμεταλλευόμενοι την αναντάμ παπαντάμ έλλειψη διαλογικής –κι όχι μόνο– παιδείας ενός βουβού κοινού, ενίοτε με ολίγην από κλακαδόρους και εφαρμόζοντας ευρήματα μιας επιστήμης που γιατρεύει, πολύ λιγότερους απ' όσους βοηθά να χειραγωγούνται ή να βασανίζονται μεθοδικά.

Απαντώντας με ερωτήσεις, κλισέ, ατάκες, ιστορικές αναδρομές και γυριστές, φλομώνοντας με πίπες και κουγιές, φάσκοντας κι αντιφάσκοντας με ρυθμούς τύφλα να 'χει λαμπάκι σε χριστουγεννιάτικο δέντρο, φορώντας ύφος πατρικό, καρδιναλικό, εισαγγελικό, πατριωτικό ακόμη και κλαψομουνικό ανάλογα με την περίσταση κι αντίστοιχα ντεσιμπέλ, παρουσιάζονται το μαύρο πράσινο, το μπλε άσπρο και τα λιμά αθώο ντεκόρ.

Λέγεται με ακριβώς την ίδια σημασία και το «χέζω κουβέντα» αλλά κυκλοφορούν και τα «γαμάω συζήτηση / κουβέντα».

Τα προτρεπτικά ή αγανακτισμένα «Μη χέζεις / γαμάς τη συζήτηση», «Μη χέζεις / γαμάς την κουβέντα» στην προσπάθειά τους να τη σώσουν μπορούν να τινάξουν την παρέα στον αέρα ενώ, αν και θα έπρεπε, δεν λέγονται στον αέρα από ντεμέκ συντονιστές συζητήσεων που εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία αντί λειτουργήματος.

  1. Τελικά και αυτή τη φορά τα κατάφερε κάποιος να μας αποπροσανατολίσει. Η συζήτηση ήταν για την αντίδρασή μας στη νομιμοποίηση του Καρατζαφέρη από διάφορους. Το θέμα είναι γενικότερο. Πρέπει να αντιδράσουμε σε τέτοια φαινόμενα. Χθες στο ALTER ήταν δίπλα - δίπλα σε παράθυρα Καρατζαφέρης και Ζουράρις. Ας μην αφήσουμε τον κάθε αργόσχολο - στην προκειμένη περίπτωση και αντιδραστικό - να χέζει τη συζήτηση.

  2. Δεν αξίζει να ανοίγει κανένα νήμα εδώ μέσα. αφού μπαίνουν φαντάσματα και νοσταλγοί του εμφυλίου πολέμου και χέζουν τη συζήτηση.

  3. Αν θέλεις να κάνεις διάλογο εδώ μέσα δεν θα την χέζεις την κουβέντα. Ουδέποτε έγραψα ότι προκαλεί καρκίνο το φυσικό αέριο!

  4. Το θυμάται το παιχνιδάκι με τις συνεχείς ερωτήσεις που γαμάνε την κουβέντα. Παλιά το έπαιζαν οι μπάτσοι, τώρα το έμαθαν όλοι καθώς φαίνεται.

(Όλα απ' το δίχτυ. Για κάτι πιο φρέσκο, καθημερινά, σ' όλα τα κανάλια.)

Εποικοδομητική συζήτηση (από HODJAS, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified