Προτροπή για κάποιον που μας φέρθηκε χωρίς τον δέοντα σεβασμό, του το λέμε με κόσμιο τρόπο. Δηλαδή να πάει να κάνει σεξ, ή ότι έχει κάνει σεξ.

Κάτι σαν λογοπαίγνιο, επειδή δεν θέλουμε να χρησιμοποιούμε ύβρεις (ξεκάθαρο αυτό). Κάτι παρεμφερές του ''αν δεν σου αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις''.

Λοιπόν, που λες, φίλε Λάκη... Πλύσου, ντύσου και θα το φχαριστηθείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη φάλαινα Μπελούκα. Ορισμός που βγαίνει από την εμφάνιση κάποιου.

- Γιατί τον αποκαλείτε έτσι; - Γιατί είναι σα φάλαινα μπελούκα.

Φάλαινα μπελούγκα. (από Khan, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρεοκοπημένος, μπατίρης. Ο ανάξιος στα χρέη του.
Από το αραβικό ''μουφλούζ''.

- Καλά ρε, αυτός δεν ήτανε ζαμπλουτισμένος;
- Εμ' τι τα 'θελε τα μεγαλεία και σκορπούσε τα χρήματα χωρίς καμιά αιδώ, τώρα έγινε μουφλούζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ασίκης είναι Τούρκικη (αραβική ασικλ= εραστής) και η αρχική της σημασία δεν είναι απλά νέος εύσωμος και εύψυχος, σχεδόν σύνωνυμος του λεβέντης, αλλά εραστής, αγαπητικός (ασίκ). Τη λέξη αυτή συχνά τη χρησιμοποιούν μαζί με την επίσης τουρκική καραμπουζουκλής, αλλά η λέξη αυτή έχει κακιά σημασία και δεν ταιριάζει με το ασίκης.

- Τι έγινε ρε φίλε μου, βλέπω ο Παυλάκης όλο τη φλερτάρει τη Λενιώ... (που τη θέλω εγώ )
- Ναι μωρέ, άστονε την έχει δει πολύ ασίκης...

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο νεόπλουτος χωρικός, που διατηρεί όμως την πρώτη του αγροτική κατοικία έτσι για τα μάτια του κόσμου.

Μεταφράστηκε από τον Π. Σούτσο από το έργο Bourgeois Gentilhomme του Μολιέρου, κωμωδία που παιζόταν στα θέατρα με μεγάλη επιτυχία και από τότε έμεινε η λέξη.

- Κοίτα κουρσάρα ο Ηρακλής… Tι έγινε, ρε φίλε! - Ναι, βέβαια, παριστάνει το νεόπλουτο, είναι αρχοντοχωριάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο Καποδίστριας είπε στους οπλαρχηγούς, που του ζητούσαν χρήματα για τις ανάγκες τους, ότι δεν έπρεπε να ελπίζουν σε τίποτα, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα και τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, οι οπλαρχηγοί, θερμόαιμοι καθώς ήταν, άναψαν και του είπαν πως: Αν δε μας τακτοποίησεις στα γρήγορα θα πάρουμε τα αρκεβούζια μας (όπλα της εποχής) και το λουλά μας και θα τα στήσουμε στο πέρασμα των Αναπλιού, οποίος πλούσιους θα πέφτει κατά κείθε, θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε λύτρα.

Καλά ρε, αυτοί οι δύο δεν μπορούν να συνεννοηθούν, ο Παντελής του εξηγεί ότι δεν γίνεται κι ο Μήτσος δεν καταλαβαίνει... Τι να λέμε. Αυτοί οι δύο είναι είναι Άρτζι Μπούρτζι και ο λουλάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα αλβανικά (vlam = αδελφοποιητός) και χρησιμοποιείται σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή τον ''μάγκα'' που είναι έτοιμος για καβγά. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι οι ''βλάμηδες'', οι αδερφοποιητοί δηλαδή, ήταν έτοιμοι για καβγά χάριν του φίλου τους. Ήταν, δηλαδή (αμοιβαία) οι ''νταήδες'' (τουρκικά : dayi, νταηλίκι =ειρωνικά παλικαριά).

Είναι έτοιμος για καβγά για χάρη του φίλου του, αυτός είναι βλάμης.

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified