Προτροπή - εμφατικό της προσπάθειας εξασφάλισης αντικειμενικότητας, που εκδηλώνεται με αναφορά σε γεγονότα που έχουν παραληφθεί σκοπίμως ή τυχαία από μία συζήτηση, ανάλυση, περιγραφή.

Εκτός από αυτοσυγχαρητήριο για τη δημιουργική συνεισφορά, μπορεί να ενέχει μομφή για τον απέναντι, τ. "γιατί δεν τα λες όλα ρε εγκάθετε, πας να μας αποπροσανατολίσεις μη θέτοντας υπόψη μας όλα τα δεδομένα, αίσχος" κιέτς.

Γενικώς πρόκειται για φράση πασπαρτού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνοδευτικό σε κάθε σοβαρή κουβέντα ή μαλακία που θα πει ο καθένας μας στο πάρτυ, στην εκδρομή, στο γραφείο. Είναι πιασάρικη και κολλητική, το μπουρδέλο, άμα αρχίσεις να την λες δεν ξεκολλάει και μπορεί να γίνεις γελοίος. Έχει εφαρμογή σε σελίδες του φβ, #natalemekiafta στο τουίτερ κάργα με αναφορές 5ετίας προς τα πίσω, σε ραδιοφωνικές εκπομπές, σε άρθρα εφημερίδων, στα πάντα σ' όλα.

Αυτοκριτική: "Χαραμίζομαι εδώ μέσα. Εγώ ήμουν φτιαγμένη για άλλα, πιο μεγάλα και βρέθηκα στο τουίτερ να ξοδεύω την ποιητική μου φλέβα. #NaTaLemeKiAfta"

Αντικειμενικό ποδόσφαιρο: "Μπράβο στους Ομονοιάτες, να τα λέμε κι΄αυτά!"

Επικαιρόπιτα: "Καβάλα στο ηθικό πλεονέκτημα εκείνου που στάθηκε μακριά από το σταρ σίστεμ, να στέλνεις χαιρετίσματα στην εξουσία. Με κάμποσα ωραία τραγούδια – να τα λέμε κι αυτά. Και με μια μαγιά κοινού που μένει σταθερή τέσσερις δεκαετίες"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έπαθα μόρφωση»: η μαγεία της έκφρασης έγκειται στην εξισορρόπηση της αντίθεσης μιας κακής και μιας καλής έννοιας, καθαρό γιν και γιανγκ.

Μόρφωση: Πέρα από την απλή μάθηση, αφορά στην γνώση (αλλά και τις διεργασίες που οδηγούν σε αυτή), που δια-μορφώνει τον άνθρωπο ως οντότητα, περιλαμβανομένης της ψυχοσύνθεσης, του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του. Το θέλουμε.

Παθαίνω: ρήμα που συνήθως συντάσσεται με συμφορές, λιγότερο ή περισσότερο ξαφνικές, απροσδόκητες ή τυχαίες (βλ. έπαθα ατύχημα, βλάβη, έγκαυμα, ηλίαση, κάζο, κακό, εμπλοκή, νίλα, κράμπα, υστερία κ.λπ.). Δεν το θέλουμε.

Σο, ορισμός «Έπαθα μόρφωση» ως εξής: Απρόσμενη λήψη πληροφοριών ή γνώσεων, που με ανάγκασαν στην ανάπτυξη αξιόλογης εγκεφαλικής δραστηριότητας (θετικό), αλλά, ήταν περισσότερες από ό,τι ήθελα, ή ήταν άχρηστες, ή δεν ήταν κατάλληλη η ώρα να τις δεχτώ, ή μου πέσανε μαζεμένες (ζόρικο). Εισέπραξα συνεπώς μια κούραση που δεν ήταν ευπρόσδεκτη (ζόρικο), αλλά, σε αντιστάθμισμα, μια ακτίνα πνευματικού φωτός, άγγιξε τους νευρώνες μου ερεθίζοντάς τους ευεργετικά (θετικό).

Αντίστοιχες εκφράσεις – διάφορες περιπτώσεις, μη εξαντλητική λίστα:

  • «Συμφορά που με βρήκε, το ‘μαθα και τούτο, που να μην το μάθαινα.» (Πήξιμο: Παράδειγμα 1),
  • «Μάααστα, το ‘μαθα και τούτο, όχι ότι το ψαχνα, αλλά ε, μια και έτυχε, καλώς τό 'μαθα.» (Ουδετερότητα: Παράδειγμα 2),
  • «Βρε τί μαθαίνει κανείς όταν κάνει παρέα με σοφούςςς» (Ενδιαφέρον - ευχάριστη έκπληξη: Παράδειγμα 3).

    *Ασίστ: ironick από ΔΠ*

Παράδειγμα 1 (από blog): επαθα μορφωση.... λοιπον, η εγκεφαλικη μου δραστηριοτητα των τελευταιων ημερων μπορει ανετα να συγκριθει με αυτην του αινσταιν οταν εψαχνε τη θεωρια της ασχετοσυνης. διαβαζω, [...] ανελαβα τη συνταξη του μπατζετ για την εργασια μου [...]. επισης, ξεκινησα να γραφω στη «φρικηπαιδεια» [...] περαν τουτου, ανελαβα παρουσιασις στα αγγλικα για την επομενη βδομαδα με θεμα την οικονομικη κριση και ψαχνω πληροφοριες και πηγες [...]

Παράδειγμα 2 (από blog): Γενικά, δεν με φοβίζουν τα τρομακτικά όνειρα. Ένα μόνο δεν θέλω να δω ποτέ: Να είμαι λούστρος στη Νέα Υόρκη! Αυτό μου συνέβηκε από τότε που «έπαθα μόρφωση» διαβάζοντας τα παρακάτω για το κραχ του 1929 [...]

Παράδειγμα 3 - (από εδώ): Το γείτσες λοιπόν εγώ νόμιζα ότι ήταν γίτσες εκ του Παναγίτσες. Όπως όταν βήχουμε ακούμε το «Χριστός!». Έπαθα μόρφωση πάλι.

Ισορροπία. Δράκοι. (από Galadriel, 16/09/09)

Σχετικό: παραμόρφωση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αντιδρά. Δεν έχει την προσδοκώμενη μεταβολή συμπεριφοράς παρά τις σχετικές ενέργειες.

Αναποτελεσματική παρέμβαση μεταβολής ιδιοτήτων της ύλης μέσω σταδιακής προσθήκης βελτιωτικών: όσο και να βάλεις η κατάσταση παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη.

Το φαγητό, μολονότι κουταλάκι - κουταλάκι, έχεις προσθέσει μισό πακέτο αλάτι, μοιάζει ακόμα ανάλατο, ανάθεμα την ώρα που 'βαλες τη λίγη σόδα που σου 'πε η θεία. Η λεμονάδα είναι ακόμα ξινή, καίτοι έχεις ρίξει σταδιακά τρεις κουταλιές της σούπας ζάχαρη και της έχεις πετάξει τα μάτια στο ανακάτεμα Δεν α-κού-ει.

1.-Είπα στα παιδιά να τους φτιάξω λεμονάδα με τα λεμόνια της Ελένης. Τέτοια ξινίλα δεν έχω ξαναδεί, βάζω βάζω ζάχαρη, ανακατεύω, σαν να μην έβαλα τίποτα, δεν ακούει!
-Δώστους amita.
-Παιδιά να φέρω amitae αντί για ξινή λεμονάδα;
-Ναιιιιι

2.-Το δοκιμάσατε ρε παιδιά; Δε με πήρατε τηλέφωνο... Έπιασε με τα 100ppm;
-Ούτε με 100, ούτε με 200, είμαστε τώρα στα 300, μετράμε, ξαναμετράμε και δε φαίνεται να ακούει ρε Κώστα...
-Πτι γαμώτη, δε θα φορτώσουμε ποτέ!

Απαντά μόνο σε αυτή τη μορφή. Το "ακούει", καταφατικά, δε χρησιμοποιείται, εφόσον είναι αναμενόμενο να ακούσει, θα ήταν γελοίο ως δήλωση. Επίσης το "δεν ακούω", α' ενικό πχ, δε χρησιμοποιείται, άμα το ξέρεις ότι δεν ακούς να κοιτάξεις να ακούσεις και να αφήσεις τις μαλακίες, περιμένει κόσμος από σένα, υπάρχουν προσδοκίες από το σύμπαν, άιντε.

Ακουστικά δρώμενα με άλλες παραπλήσιες ή άσχετες έννοιες: μ' ακούει / δε μ' ακούει, ακούω, ακούγομαι, ακούγεται, ακούς εκεί!, δεν ακούει ούτε τη σκέψη του, τα ακούω, την ακούω, την ακούω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τα δέοντα»: Ξεπροβοδίζοντας κάποιον με την φράση «τα δέοντα», τον προτρέπουμε να μεταφέρει, σε όσους συναντήσει, μαζί με τους χαιρετισμούς μας και «αυτά που πρέπει».

Δεν είναι συνήθης στην καθομιλούμενη η κυριολεκτική της χρήση. Είναι μια έκφραση που μοσχοβολάει άνθη αμυγδαλιάς (που τα τίναξε με τα χεράκια της... το μουρμούριζε η γιαγιά μου, τραγουδάκι εποχής ήταν), Ελληνικές ταινίες με την Λαμπέτη ή τον Φωτόπουλο κ.λπ., σαν να λέμε, μπορεί να την έλεγαν κυριολεκτικά κάποτε που ήταν πιο ευγενικός ο κόσμος.

Χρησιμοποιείται κυρίως κοροϊδευτικά, με την μορφή «τα δέοντα στην μαμά σας» ή σε παραλλαγές τ. «τα δέοντα στην κερία μαμά σας» κ.λπ. (βλ. μήδι 1 και παράδειγμα 1), γενικώς με διάφορες αναφορές στην μαμά, υποθέτω λόγω του ότι η μαμά είναι ιερό πρόσωπο και της αρμόζει σεβασμός κ.λπ. Η χρήση της είναι αντίστοιχη άλλων αποχαιρετισμών όπως «χαιρετίσματα...», «χαιρετίσματα στους δικούς μας», «χαιρετίσματα στην κλεφτουριά», «χαιρέτα μου τον πλάτανο», που σημαίνουν ότι δεν ασχολούμαστε άλλο με το θέμα της συζήτησης, την κλείνουμε εκεί, αδιαφορώντας πλέον, κρίνοντας άσκοπο να συνεχίσουμε την κουβέντα και αποχαιρετώντας τους συνομιλητές μας.

Λένε ότι ο Χρήστος Χαραλαμπόπουλος του Sport FM, τα παλιά τα χρόνια, έκλεινε την εκπομπή του ως εξής: “Να είστε όλοι καλά και, μην ξεχνάτε, τα δέοντα στην μαμά σας!“. Σε εκείνη την περίπτωση ενδέχεται η χρήση της φράσης να ήταν κάπως ενδιάμεση μεταξύ της ευγενικής μπαμπαδίστικης κυριολεξίας και της σημερινής αγενέστατης ειρωνίκλας, σο, λαμβάνουμε υπόψη ότι παίζει και τέτοια ενδιάμεση χρήση. (Κε Χαραλαμπόπουλε, αν σας ψάχνετε με γούγλε γούγλε και πέσετε εδώ, αφήστε μας ένα σχόλιο με την κοσμοθεωρία σας σχετικά, μμμ!;).

Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, τον πούτσο κλαίγανε, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς

Ασίστ: Dirty Talking από το ΔΠ.

Παράδειγμα 1: Σημ. Το μήδι 1 είναι α-νύ-παρ-κτο και χαρακτηριστικό. Το λήμμα στο 0:31. Ακολουθεί το κείμενο αλλά άλλο να διαβάζεις, άλλο να ακούς τον Χάρρυ Κλυνν να τα λέει:

Ταινίαι τέχνης: «Το μυστήριο ελύθη, αλλά το πρόβλημα παραμένει τελικώς άλυτον… Πως μαγειρεύεται εντέλει το ραγού; Μέσα είσαι εσύ ρε μάγκα… Όλα τα πιάνεις.

Περί τα θύματα ανθρώποι είμεθα και ουδείς αλάνθαστος. Η αχαριστία είναι το έγκλημα… Διότι ο άλλος να πούμε σου δώνει την τέχνη του και ‘συ αρωτάς: “και ποίον περικαλώ το ηθικόν δίδαγμα του έργου;” Δεν κάνει ρε μάγκα… Μη τον προσβλήνεις τον καλλιτέχνη. Τι θέλεις να σου πει εντέλει, πως φτιάχνεται να πούμε το ραγού;

Διότι πάσα έργο να πούμε δε σάχνεται για χαβαλέ. Είναι να διδάχνει κιόλας. Δεν είναι να πούμε φάγαμε, ήπιαμε και το γλικεράκι μας και άντε γεια χαρά και τα δέοντα στην κερία μαμά σας. Άπαξ και έριξε φινάλε να πούμε το έργο, πρέπει να την σακουλευτείς που την πάει ο μάγκας τη δουλειά.

Ούτω πως και αι ταινίαι τέχνης. Πίστευε και μη ερεύνα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει. Να σε δώκω τη Σαχάρα να με δώκεις το Σουεζ; Διότι τέχνη ίσον νόημα: Ποιος έριξε το πέναλτι και μου ‘κλεισε το σπίτι. Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα. Πρέπει να τα σακουλεύεσαι τα ψηλά νοήματα… Αλλιώς πως, κάτσε σπίτι σου ρίξε πασέντζα και ασ’ τα επίλοιπα απάνω μας. Γιατί εμείς την ανθιζόμαστε ρε μάγκα τη φτιάξη… Γουστάρουμε περί Μεγά Αλέξαντρο, γουστάρουμε περί καταραμένος όφις, σουβλίστε τους, πλακώστε τους και τα τοιαύτα… Γουστάρουμε περί ταινίαι τέχνης… Καπέλο μας.»

Παράδειγμα 2 - Εδώ:
Ευχαριστώ και τα δέοντα στη μαμά σας. Είμαι σίγουρος ότι μένετε ακόμα μαζί.

Παράδειγμα 3 - Εδώ:
Λοιπόν, για να συνοψίσουμε αγαπητοί καταναλωτές κροκοδείλου κ ζέμπρας: σβύνετε τώρα αμέσως το blog μου από τα favorites του browser σας κ δέχεστε τις ευχές μου για τις εορτές κ τα δέοντα στη μαμά σας. Άιντε, μην πάρω τίποτε ανάποδες κ αρχίσω κ καταλήξω να κάνω παρέα του Ψαριανού που δεν τον χωνεύω κιόλας.

Το λήμμα στο 0:31. Δεν υπάρχει. Απορώ πώς διάολο το λέει μονορούφι, ακόμα και γραμμένα να του τα χουνε... (από Galadriel, 05/08/09)

Πρβλ: τι κάνει η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεροκέφαλο που δεν αλλάζει γνώμη με την καμία, ακόμα και όταν ο συνομιλητής προβάλει αδιάσειστα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, ακόμα και αν νέα στοιχεία που συνηγορούν για το αντίθετο έρθουν στην επιφάνεια, ακόμα κι αν κατέβει ο θεός: Διαμόρφωσε άποψη; Πεισματικά θα τη διατηρήσει, σωστή - λάθος δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Σ.ς. Άντε, τέλος πάντων, μπορεί να αλλάξει γνώμη, αλλά πολύύύ δύσκολα και η διαδικασία είναι ανυπόφορη για τους υπόλοιπους.)

Το πείσμα, μαζί με την ανδρεία και την προσήλωση στις οικογενειακές αξίες, είναι στοιχείο που προσδίδεται στους αρβανίτες - ειδικά πάντως το πρώτο, προφ ξεπέρασε λαούς και σύνορα ως χαρακτηρισμός.

Σχόλιο Hodjas εδώ: Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα - αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι.

Σωτηρία Μπέλλου:
...Η Ελένη Μπέλλου, γνήσια Αρβανίτισσα, δεν ήθελε ποτέ να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια. Η Σωτηρία (αρβανίτικο κεφάλι κι αυτή) εγκατέλειψε το σπίτι της. [...] Το αρβανίτικο πείσμα να εγκαταλείψει το σπίτι της, τους γονείς στη Χαλκίδα, την οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες.

Εδώ:
«Ο Χατζημιχάλης ήτονε κουζουλός» μου απάντησε τσαντισμένα πριν καιρό ο γέρο Κρητικός συνομιλητής μου [...] «αυτός κάθησε στο Καστέλι και όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελε να βγει και στον κάμπο να κάμει πόλεμο και πήρε τα παληκάρια του στο λαιμό του »[...] Οι Σφακιανοί του προτείνουν να μην σταθεί εκεί [...] αλλά ο Χατζημιχάλης είναι ξεροκέφαλος και αρνείται. Του λένε ότι [...] Αυτός επιμένει. (σημείωση: φαίνεται ότι ήταν πρώτη φορά που οι Σφακιανοί ερχόντουσαν σε επαφή με Αρβανίτικο κεφάλι). Στο τέλος θεωρώντας τους δειλούς,τους λέει περιφρονητικά. «Λοιπόν φυλάγετε τους από τα όρη σας για να μη φύγουν και αφέτε ημάς εδώ κάτω και κοιτάζετε να μας βλέπετε πως πολεμούμεν εμείς».

Got a better definition? Add it!

Published

Με γάμα και τρία ή περισσότερα όμικρον στο όχι. Για έμφαση στη γάργαρη κακεντρέχεια, την εκδικητικότητα και την ανεπαίσθητη απειλή που αναβλύζει η φράση ντε.

Σημασία: Γνωρίζω τι θέλεις από τη ζωή σου και σε ενημερώνω με μεγάλη και σιχαμερή χαρά μου ότι δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Όσο περισσότερα όμικρον στο όχι, τόσο μεγαλύτερη η ήττα για το θύμα και η χαρά για το καθίκι που μιλάει. Μπορεί η μοίρα του θύματος ή της έκβασης των γεγονότων να είναι στα χέρια μου την στιγμή αυτή και δηλώνω ότι δεν θα του κάνω τη χάρη επειδή μπορώ, ή μπορεί απλά να έχω στη διάθεσή μου επιπλέον στοιχεία, οπότε γνωρίζω και ανακοινώνω με αυτό το γλαφυρό και καθαρματικό τρόπο τα νέα.

Για επίταση, λες και δεν έφτανε που σου γαμάω την ψυχολογία, σε βρίζω κιόλας λέγοντάς σε καργιολάκι, γεγονός που σηματοδοτεί α) την προκλητικότητα της ανακοίνωσης (αυτό που θες δεν θα γίνει και πόσο το φχαριστιέμαι και για να ξέρεις, σου ρίχνω και χαριστική βολή και σε λέω και καργιολάκι χα χα) β) την ευθύνη που επισύρεται στο θύμα (αυτό που θες δε θα γίνει, τι περίμενες τέτοιο καργιολάκι που είσαι και καλά να πάθεις).

Οδηγώ, τουμπανογκομενάκι έχει stop , σταματάω και το αφήνω να περάσει, πάει να χωθεί και η άλλη η σαύρα από πίσω... Όοοοοοοχι καρΓιολακι, εσύ θα περιμένεις! - (είπε)

Διαβασμα; Τι ειναι διαβασμα; Τι εννοεις εχω εξεταστικη;; Οχι καργιολακι, εγω θα φτιαξω λεμονοπιτα. (είπε)

Ερχεται η αλλη εγκυος στο λεωφορειο κ μου λεει να κατσειιι... Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοχχιιι καριολακι οταν γαμιοσουν ηταν καλα ε? #kargiolaki (είπε)

-Μα αφου ειμαι η Κοντσιτα!
-Οοοοοοχι καργιολακι θα ξυριστεις, εδω ειναι στρατος! #kargiolaki(είπε)

Ως ατάκα ξεκίνησε να καθιερώνεται κάπου στα μέσα του 2014 κι έγινε συνήθεια στα στέκια κοινωνικής δικτύωσης, σε σημείο εθισμού για μερικούς, έγινε σελίδα στο φβ, κι άλλη, κι άλλη, έγινε τραγούδι, έγινε meme, το καθετί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβάλλεται αναφορά στον ορισμό του λήμματος γαμιέμαι, στον οποίο το λήμμα περιλαμβάνεται ως υποπερίπτωση 8: "Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά." Το παρόν είναι αφιέρωμα στη συγκεκριμένη γραμματική μορφή: αόριστος και παρακείμενος.


Γαμήθηκα / έχω γαμηθεί στο: Υφίσταμαι, τώρα, στο παρόν, τις συνέπειες επαναλαμβανόμενης ή / και μεγάλης έντασης ενοχλητικής δραστηριότητας.

  • "Γαμιέμαι": ρήμα ηδονικό, αλλά ταυτόχρονα πρόστυχο και συχνά λεκτικά οδυνηρό, εκφράζει την απόλυτη υπερβολή ταλαιπωρίας, με μόνη υπερθετικότερη (sic) ίσως την αναφορά στο θάνατο.
  • "Στο": η αιτία της αγανάκτησης. Αντίθετα με το απλό "γαμήθηκε" που έχει συνήθως την έννοια της ολικής καταστροφής χωρίς άμεση αναφορά στην αιτία, εδώ τα πράγματα είναι συγκεκριμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τον παρελθοντικό γραμματικό χρόνο, υπονοείται παροντική δραστηριότητα: το τρέχον δράμα της έντονης ανάμνησης που έχει χαραχτεί στη μνήμη, ενώ το τσούξιμο - ή η ηδονή - στο οποίο δεν γίνεται άμεση αναφορά, διαρκεί ακόμα.

Στην αρνητική εκδοχή εκφράζει μεταξύ άλλων την κούραση, την εγκαρτέρηση, την ανυπομονησία να τελειώσει το μαρτύριο, αλλά και την ελπίδα: η κατάσταση είναι παροδική, στο Παπουνάνε θα σημάνουν οι καμπάνες. Στη θετική ο άλλος κάθεται απλά και συνεχίζει να απολαμβάνει τον απόηχο του μεταφορικού οργασμού.

Συνώνυμα σλανγκ: η πιπεριά γαμήθηκε, γαμήθηκε το σύμπαν, γαμήθηκε ο Δίας.

Έχω γαμηθεί στη δουλειά για να φτάσω εδώ που βρίσκομαι τώρα, και δεν έχω φτάσει πολύ μακριά εδώ που τα λέμε. (αρνητικό - "Ο Τροπικός του Αιγόκερω", Henry Miller).

Αυτό το τελευταίο αποτέλεσε βέβαια το highlight ενός reward challenge από την Κόλαση, με τον κακομοίρη άχρηστο Chet να έχει γαμηθεί στο ξύλο, με το πρόσωπό του να κουτουλάει σε παγίδες, τον Joel να τον σέρνει μες στις λάσπες, ή να τον αναποδογυρίζει λόγω της δύναμης με την οποία υπερπηδούσε εμπόδια. (αρνητικό - survivor)

Άσε ρε μαλάκα,γαμήθηκα στο τρέξιμο σήμερα. Πριν καμιά ώρα έκατσα αλλά δεν βλέπω να με αφήνουν για πολύ. (αρνητικό)

σαν γα γαμήθηκα στη μάσα...γιγάντια η μερίδα μιλάμε (θετικό)

Ξανά sorry που χάθηκα. Εδώ είμαι, δεν πάω πουθενά. Ξεκίνησα κάτι νέο αυτή την περίοδο αλλά φυσικά δεν είναι αυτός ο λόγος που αραίωσα. Απλά έχω γαμηθεί στη δουλειά (κυριολεκτικά και μεταφορά στην προκειμένη περίπτωση κι όσοι πιάσατε το υπονοούμενο το πιάσατε). (αρνητικό και θετικό - εδώ.)

Γαμήθηκα στο γέλιο μόλις το είδα, δεν κρατήθηκα και το τράβηξα βίντεο, λείπουν κανα δυο λεπτά απ την αρχή. Απολαύστε υπεύθυνα. (θετικό)

- Που σκατα μενεις ρε μλκ, θεσσαλονίκη; εδω ουτε βροχή δεν έχει.
- μαρούσι γαμήθηκε στο χιόνι. (χμμμ θετικά αρνητικά όπως το πάρει κανείς)

Έχει γαμηθεί στη βροχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γραφικός χαρακτήρας δυσνόητος, ασαφής και ακατάληπτος, αλλά κυρίως άθλιας εμφάνισης. Γράμματα που η όψη τους χαλά την εικόνα του χειρόγραφου και το καθιστά δυσανάγνωστο, απεχθές προς ανάγνωση, έως και μη αναγνώσιμο. Σύμβολα του αλφαβήτου καταγεγραμμένα με τέτοιο τρόπο που προσομοιάζουν με την απαίσια ασύμμετρη και ασουλούπωτη εμφάνιση των καλικάντζαρων της λαϊκής φαντασίας - που επίσης αποκαλούνται καλικαντζούρια στο καλλιτεχνικό τους (παρ. 1).

Χρήση λήμματος κυρίως από μαμάδες, δασκάλες πρώτων τάξεων δημοτικού και εκθεσούδες των τελευταίων τάξεων του λυκείου, μαθητές, ή όσους υπήρξαν μαθητές και γιαγιάδες που αναμασούν τις αναμνήσεις των χρόνων της νεότητας μετά από νοσταλγία ή εγκεφαλικό επεισόδιο.

Κάναμε εξορκισμό, αγιασμό και ένα ευχέλαιο και διώξαμε τελώνια, δαιμόνια, καλικαντζούρια, νεράιδες, ξωτικά και λοιπά κακά πνεύματα... (lucretia εδώ)

Εμένα αλλάζει τελείως. Με τα στυλό από Χόντος κάνω μεγάλα καλικαντζούρια, άλλωτε πλαγιαστά από τη μία, άλλωτε από την άλλη, άλλωτε μεγάλα, άλλωτε μικρά... με κάτι άλλα του εμπορίου με μύτη 0,7 κάνω υπέροχα γράμματα.. (loukoumi εδώ)

Εκλινε λοιπόν η αδιάβαστη τη '' χώρα '' και γιόμισε μονομιάς όλος ο πίνακας ανορθογραφίες και καλικαντζούρια! (Μια φορά κι έναν καιρό.)

Καλικαντζούρια με πραγματικές συνέπειες Σόρρυ μαν, δύο φώτος για το σινάφι, είστε νοτόριους.

Δες και καλικατσούνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και στην εκτεταμένη μορφή του ως «α-χα, καλό, ε;». Χρησιμοποιείται συχνά από τους πάσχοντες από σεφερλίτιδα, για να δηλώσουν το τέλος του αστείου. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί το "πού γελάνε" δεν είναι προφανές στον συνομιλητή, ο οποίος ως τότε περιμένει να ακούσει παρακάτω, εφόσον α-πο-κλεί-εται να ήταν αυτό το σημείο στο οποίο θα έπρεπε να γελάσει.

Το λήμμα καθιέρωσε ο Μάρκος Σεφερλής όταν μετά από χαζά λογοπαίγνια - ατάκες που υποτίθεται ότι θα προκαλέσουν γέλιο, πετούσε το αυτοσυγχαρητήριο «α-χα, καλό, ε;».

Σε χρήση στον προφορικό λόγο δίνει το στίγμα πως ο αστειάτορας έχει πλήρη επίγνωση για τη μη αποδοχή της αστειότητας του αστείου από τις μάζες - οπότε ξεκαρφώνεται κιόλας από υπόνοιες βλαβών. Παρά του ότι έχει συναίσθηση όμως, ακάθεκτος και με σαδισμό - αν είναι να καώ, θα καείτε όλοι μαζί μου - συνεχίζει, οπότε η χαριτωμενιά ξεχύνεται σαν εμετός. Στο τέλος θα πει "καλό, ε;" και θα σκάσει στα γέλια μόνος του. Οι λοιποί, ανάλογα με την οικειότητα μπορεί να κοιτούν με αμηχανία, να χαμογελούν ευγενικά και ξινισμένα, έως και να εκφράζουν την βδελυγμία τους με διάφορες γκριμάτσες και ήχους, γεγονός που διασκεδάζει ακόμα περισσότερο τον ομιλητή.

Συνώνυμο: σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι.

όσο πχιο πολύ επικαλείται κάποιος το μπαμπούλα του πολίτικαλ κορέκτ, τόσο περισσότερα (έμφυλα, φυλετικά, ταξικά) προνόμια έχει. αχα καλό ε; (μάστα)

Ε, θα γίνει χαμός από τα γέλια!! Καιρός για κοιλιακούς φέτες!! Τύφλα να χει η φέτα δωδώνης!! Α χα καλό ε???? (είπε η μαριλένα)

Τώρα και σε φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified