Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.

Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:

  1. Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).

    i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
    ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.

  2. Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)

    i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
    ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
    Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.

  3. Συνοπτική περιγραφή συνουσίας

    Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.

Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς τελείως clopy paste από -ίδη, είσαι μεγάλο αρχίδι του Dirty talking την 23/02/09.

Όποιος αθλητικός παράγοντας έχει επώνυμο με κατάληξη -άκης (κατά το Βροντάκης), πιθανόν λόγω κρητικής καταγωγής, βρίζεται από τους αντίπαλους φιλάθλους ως μουνάκι, για να βγει η ομοιοκαταληξία. [Προσθήκη: Θέλουν ταίριασμα οι συλλαβές για να βγαίνει το μέτρο, όπως άλλωστε και στο κλοπιμαίον λήμμα.]

«Τέλη Μπατάκη (πού τον θυμήθηκα τώρα)
είσαι μεγάλο μουνάκι
Τέλη Μπατάάάάκη
είσαι μεγάλο μουνάκι» (στο ρυθμό του guantanamera όπως και στο παράδειγμα του ληστευθέντος λήμματος).

(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χιώτικη εκδοχή του πανάθεμα (πανάθεμά σε, πανάθεμά τον κλπ). Πιθανόν κάτι σαν την Παναχαϊκή στο γαμώ την Παναχαϊκή μου...

  1. Από εδώ (την μόνη αναγραφή στο νέτι από Χιώτη προφανώς)
    Aimilios Serafeim diavaste kala prin bgalete sxolia! panagkasma sas.

  2. Πανάγκασμά σε, δε με λυπάσαι...
    Παντελής Θαλασσινός, όταν τραγουδά στη Χίο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νταγιάκι, νταγιάκα

Ξύλο, όχι το υλικό, ξυλοδαρμός. Λέξη σε αχρηστία πια αφου οι πρώτες γενιές των προσφύγων και όσοι άλλοι χρησιμοποιούσαν τούρκικες λέξεις, εξέλιπαν.

Εκ του τουρκ. dayak = χτύπημα, ξυλοδαρμός που πήρε ελληνική κατάληξη κι έγινε νταγιάκι (το) και για επίταση νταγιάκα(η).

Μαζευτήκανε στην πλατεία και φωνάζανε κι ύστερα ήρθανε οι χωροφύλακες κι έπεσε νταγιάκι άγριο.

Κάτσε ήσυχα γιατι θα δουλέψει νταγιάκα.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμο του δεκανικιού ίσως επειδή τα πρώτα τέτοια ήταν ιδιοκατασκευές (όπως η μαγκούρα συνώνυμη του ξυλοκοπήμστος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με δονήσεις ξεκινά μια συλλογική-συνεργατική δουλεια με τον Donmhtsos πάνω στη ναυτική ορολογία βαπορίσια γλώσσα. Κι ο δρόμος είναι μακρύς...

" Άμα βραχεί ο κώλος σου με θάλασσα δε στεγνώνει ποτέ!" μου είπε ο γραμματικός (υποπλοίαρχος) την πρώτη μερα στο βαπόρι.

Λοιπόν!

Βαϊμπρέσιο (απο το αγγλικό vibration) κατά λέξη σημαίνει δόνηση, κραδασμός. Αναφέρεται στους κραδασμούς του πλοίου που προκαλούνται από την μηχανή του επειδή είναι παλινδρομική (δευτερευόντως κι από την προπέλα). Την αισθάνεσαι σαν ένα συνεχές τρέμουλο στις πατούσες κι ένα τρίξιμο στα χαλαρωμένα μέρη του πλοίου. Η ένταση (το πλάτος της ταλάντωσης) εξαρτάται από τη σχεδίαση, την ηλικία, τη συντήρηση τόσο της μηχανής (αν και έχουν αντικραδασμικούς μηχανισμούς τουλάχιστο τα νεώτερα) όσο και του σκάφους.

-Γιώργο, Γιώργο το τραπεζάκι τρίζει. Σεισμός!!

- Κοιμήσου μωρή! Το βαϊμπρέσιο του βαποριού είναι. (Κι έβλεπα όνειρο πως μπαρκάρησα για τη Λατίνα...)

Παλιότερα στις θαλαμηγούς έβαζαν ατμομηχανές που οδηγούσαν στρόβιλο και αργότερα στροβιλοκινητήρες (τουρμπίνες) επειδή ακριβώς δεν είχαν βαϊμπρέσιο που ενοχλούσε τους επιβαίνοντες. (Οι περιστροφικοί κινητήρες δεν έχουν κραδασμούς).

Στο φάσμα στροφών της κύριας μηχανής, ανάμεσα στο half ahead (πρόσω ημιταχώς) και το full ahead (πρόσω ολοταχώς) υπάρχει μια μικρή περιοχή στροφών (πχ από 62 ως 65 σ.α.λ.- οι αριθμοί τυχαίοι) το λεγόμενο critical point όπου το πλοίο συντονίζεται και τρέμει σύγκορμο και το οποίο οι πρώτοι (μηχανικοί) φροντίζουν να το προσπερνούν το συντομότερο γιατί το πλοίο υφίσταται επικίνδυνη καταπόνηση αν παραμείνουν οι στροφές στην περιοχή αυτή. Στα επιβατηγά το πέρασμα από το critical point το αισθάνεσαι λίγο μετά τον απόπλου όπου για πολύ λίγο το πλοίο τρέμει όλο μαζί να σπάσει και μετά ησυχάζει (δηλαδή το βαϊμπρέσιο επανέρχεται στο φυσιολογικό ).

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει οΓιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κομοδέσιο ή και ακομοδέσιο (από το αγγλικό accommodation): κατά λέξη ενδιαίτημα.

Στα βαπορίσια: ο στεγασμένος χώρος, η υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών, π.χ. καμπίνες, τραπεζαρίες κλπ., (που βρίσκονται πάνω από το κύριο κατάστρωμα). Στα επιβατηγά (ποστάλια) και τα κρουαζιερόπλοια είναι όλο το βαπόρι κομοδέσιο (και γκαράζ). Στα σημερινά φορτηγά και δεξαμενόπλοια είναι στο πίσω μέρος του πλοίου. (ΕΙΚ -1) Στα παλιότερα (και στα μεγάλα κοντεινεράδικα) είναι στη μέση για λιγότερους κλυδωνισμούς (μπότζι) αλλά και ευστάθεια γιατί συνήθως κάτω από το κομοδέσιο βρίσκεται το μηχανοστάσιο ( που είναι το βαρύτερο τμήμα του πλοίου). (ΕΙΚ-2,3)

Τα ακόμα παλιότερα είχαν δύο κομοδέσια, ένα στη μέση κι ένα πρυμνιό, που ξαναεμφανίζεται στις μέρες μας στα πολύ μεγάλα κοντεινεράδικα. (ΕΙΚ-4,5)

Παρακάτω ( http://captaindimitris.blogspot.gr/2007/03/22.html , http://captaindimitris.blogspot.gr/2007/03/23.html ) βρήκα ένα κείμενο από κάποιον γερο-καπετάνιο που πρωτομπάρκαρε σε ατμόπλοιο και είναι νταμάρι για ναυτική ορολογία. Τα τμήματα που παρατίθενται αφορούν κομοδέσια και το πλοίο που περιγράφει ήταν όπως το SS MERCHANT της φωτο (παρατήρησε την όρθια πλώρη τύπου αντιτορπιλικού) Εντονα γράμματα και παρενθέσεις δικές μου. Όπου χρειάζεται θα προστεθούν ορισμοί.

S(team)S(hip) MERCHANT

Η πρώτη γνωριμία έγινε στο κομοδέσιο της γέφυρας του πλοίου. Σε αυτό το κομοδέσιο έμεναν ο καπετάνιος, όπου υπήρχε το δωμάτιο του, το γραφείο του, το σαλόνι όπου δεχόταν τις αρχές και όσους είχαν σχέση με το οπερέσιον( λειτουργία) του πλοίου.

Όλα αυτά έβλεπαν προς την πλώρη του πλοίου και ήταν ακριβώς κάτω από την γέφυρα του πλοίου ένα πάτωμα. Στο ίδιο αυτό πάτωμα ήταν το δωμάτιο και το γραφείο του υποπλοιάρχου, στην δεξιά μεριά του κομοδεσίου. Στην αριστερή μεριά ήταν τα δωμάτια των ανθυποπλοιάρχων που έβλεπαν προς την πρύμη και στην πάντα του πλοίου.

Στο πρυμιό μέρος του κομοδεσίου ήταν ο ασύρματος και το δωμάτιο του ασυρματιστή που έβλεπαν στο Νο3 αμπάρι. Στο ακριβώς από κάτω πάτωμα ήταν η τραπεζαρία των αξιωματικών του πλοίου, με ένα μικρό σαλόνι και καπνιστήριο και ένα μικρό pantry, ρεσπέτζα την λέμε, που είχε ψυγείο, νεροχύτη, ντουλάπια, μάτι ηλεκτρικό για καφέ και ότι χρειαζόταν για να σερβίρουν το φαγητό ο καμαρότος και τα καμαροτάκια.

Στο ακριβώς από κάτω πάτωμα, στο κατάστρωμα, στο Deck, ήταν τα ψυγεία, οι αποθήκες τροφίμων, το πλυντήριο, το σιδερωτήριο και το δωμάτιο του καμαρότου.

Μπροστά από την γέφυρα του πλοίου, ήταν η πλώρη με τις άγκυρες, τους εργάτες των αγκυρών, τα βίτζια, (ή μπόμπες) που ανεβοκατέβαζαν τις άγκυρες και κάτω από το κατάστρωμα της πλώρης ήταν αποθήκες με όλα αυτά που χρειάζεται ένα πλοίο για όλο το Operation του, για όλη τη λειτουργία του. (πρόστεγο ή καμπούνι)

Στη συνέχεια προς τα πρύμα της πλώρης, ήταν το Νο1 και το Νο2 αμπάρι του φορτίου μέχρι τη γέφυρα του πλοίου, μπροστά από τον καθρέπτη της γέφυρας του πλοίου και τα βίτζια των αμπαριών για την φορτωεκφόρτωση.

Πρύμα από την γέφυρα ήταν το Νο3 αμπάρι φορτίου, μετά άρχιζε το κομοδέσιο της μέσης του πλοίου (μεσόστεγο), που έμεναν οι αξιωματικοί της μηχανής και οι υπαξιωματικοί του πλοίου.

Εκεί στη μέση ήταν και η μηχανή του πλοίου, η καρδιά του πλοίου παίρνοντας δύναμη από τον ατμό των καζανιών.

Η κίνηση του πλοίου γινόταν με ατμό.

Μπροστά από το κομοδέσιο της μέσης ήταν το μαγειρείο του πλοίου πρύμα από το Νο3 αμπάρι φορτίου, ανεξάρτητο, εκεί γινόταν το φαγητό, το ψωμί και ότι είχε σχέση με το φαγητό του πληρώματος.

Το φαγητό ήταν το ίδιο για όλους, απο Δευτέρα μέχρι Κυριακή, πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο. Είχε μενού, κατ εξοχήν, με μικρές παραλλαγές, αλλά πάντα σύμφωνα με το εγκεκριμένο μενού του Υπουργείου.

Το πρωινό ήταν 7-8 το πρωί, μεσημεριανό 12-13, βραδινό 17-18. Αυτό είναι το ωράριο και σήμερα. Υπάρχει και διακοπή στην εργασία για καφέ, το Coffee Time, 10-10:20 και 15-15:20 Το τέλος των εργασιών της ημέρας είναι 5 η ώρα το απόγευμα μετά υπάρχουν μόνο οι βάρδιες, τόσο στο κατάστρωμα όσο και στη μηχανή.
[…] Στο κομοδέσιο της μέσης έμεναν όλοι οι αξιωματικοί της μηχανής, στο πλωριό μέρος ήταν το δωμάτιο και το γραφείο του Α' Μηχανικού, αριστερά και δεξιά του Β' Μηχανικού, πιο πίσω ήταν τα δωμάτια των Γ' Μηχανικών, τρεις ήταν, ένας για κάθε βάρδια.

Στο κομοδέσιο της μέσης έμεναν και οι υπαξιωματικοί Λοστρόμος, Μαραγκός, Μάγειρας και οι τρεις Λαδάδες, επίσης και τρεις δόκιμοι μηχανής. Πίσω από το κομοδέσιο της μέσης προς την πρύμη του πλοίου ήταν τα Νο4 και Νο5 αμπάρια του φορτίου με τις πόστες τους, τα βίτζια και τις μπίγες της φορτοεκφόρτωσης.

Κατάπρυμα υπήρχε μια υπερκατασκευή, το πούπι, (ή κάσαρο) έτσι το έλεγαν. Εκεί στο πάνω μέρος στο ύψος του καταστρώματος, ήταν η τραπεζαρία, το καθιστικό και το καπνιστήριο του πληρώματος, του κατώτερου πληρώματος, με τρία μεγάλα τραπέζια, ένα μικρό ψυγείο και μια λάντζα για το πλύσιμο των πιάτων και ένα μάτι για καφέ, όλα αυτά ήταν στον ίδιο χώρο όχι ξεχωριστά. Εκεί τρώγαμε και μέναμε τότε εμείς του κατώτερου πληρώματος. Τώρα που κοιμόμασταν, όταν μπήκα μέσα, κοίταζα για να δω τι είναι εδώ που μπήκαμε, ρώτησα και μου είπαν κάτω είναι τα δωμάτια για ύπνο. Κατέβαινες μια αρκετά φαρδιά σκάλα σιδερένια και δεξιά, αριστερά ήταν τα δωμάτια του πληρώματος.

Εγώ έμενα στο ίδιο δωμάτιο με άλλα τρία τζόβενα, ναυτόπαιδες, κοιμόμουν στο πάνω κρεβάτι, γιατί ήταν κουκέτες σιδερένιες. Το δωμάτιο είχε και τέσσερις ντουλάπες σιδερένιες για τα ρούχα μας, ήταν στην αριστερή μεριά της πρύμης του καραβιού και στη πάντα είχε δυο φινιστρίνια για να μπαίνει λίγο φως της ημέρας. Οι τουαλέτες ήταν κοινές για όλους και το μπάνιο. Εκεί πρίμα μέναμε εμείς οι τέσσερις, οκτώ ναύτες, τρεις θερμαστές και τρεις καθαριστές της μηχανής.

Διαφορές από τότε

Όλες οι καμπίνες είναι συγκεντρωμένες στο ένα (πια) κομοδέσιο, αλλά η διάταξη είναι η ίδια. Τώρα που δεν έχει πούπι, το κάσαρο είναι η αποθήκη κάτω από το κατάστρωμα της πρύμης. Οι καμπίνες του πληρώματος είναι μονές με τουαλέτα ή και μπάνιο αλλά υπάρχουν και με κοινόχρηστα (ανάλογα το μέγεθος του πλοίου και το φιλότιμο του εφοπλιστή και του ναυπηγού).

Τώρα και το πλήρωμα έχει καπνιστήριο και ρεσπέτζα.

Υπάρχει ένας, δύο ή σπάνια τρείς ανθυποπλοίαρχοι (ανάλογα το μέγεθος του πλοίου), όπως και δύο ή σπάνια τρείς Γ’ μηχανικοί.

Ο Θερμαστής πέθανε μαζί με το κάρβουνο.

Μαραγκός και ασυρματιστής δεν υπάρχουν πια.

Σε κάποια πλοία ούτε μάγειρας (Δουλεύει catering και μικροκύματα).

Σε άλλα υπάρχει ηλεκτρολόγος και εφαρμοστής (ηλ/συγκολλητής) για επισκευές κλπ εν πλω.

Στα γκαζάδικα υπάρχει αντλιωρός (μπόμαν).

Στη φωτό διακρίνονται στη βάση κάθε μπίγας οι πόστες ή must-house.

H ορολογία προέρχεται από τα ιστιοφόρα. Στα χρόνια εκείνα, οι ναύτες και ο λοστρόμος κοιμούνταν στο καμπούνι ή στο κάσαρο σε αιώρες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

- Κομοδέσιο είναι τούτο για κοτέτσι; Δυό μπάνια για όλο το πλήρωμα... μόνο αποθηκάκια ξέρουν να βάζουνε. Το "+++++++" ήτανε βαπόρι! Με τα μπάνια του, την πισίνα του 3 τάγκια για γλυκό νερό... Τί να λέμε τώρα

- Μα τούτο (ενν. το βαπόρι) είναι δεύτερο χέρι απο Μαροκινούς. Το "+++++++" ήτανε Πουρνάρας**

**Pournaras & Hoffmann Inc. Naval Architects

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιλάι και ιβιλάι (από το αγγλικό heaving line = σκοινί ανύψωσης) ελληνιστί ορμίδιο. (Συνεκδοχικά στο βαπόρι λένε έτσι και όλα τα λεπτά σκοινιά) Πρόκειται για ένα λεπτό σχοινί αρκετού μήκους (10 – 30μ ανάλογα) που στη μια άκρη του υπάρχει ένα βάρος για να το πετάνε μακριά και στην άλλη μπορεί να προσδεθεί κάτι που πρέπει να ρυμουλκηθεί, ανυψωθεί κλπ όπως (το συνηθέστερο) η θηλιά (γάσα) του κάβου, από ένα πλοίο στη στεριά, σ’ ένα άλλο πλοίο κ.ο.κ. (ΕΙΚ 1)

Το χαρακτηριστικό του είναι η μπαλίτσα από σχοινί (τώρα και έτοιμες από διάφορα υλικά) που φτιάχνεται με ένα ιδιαίτερο κόμπο (ΕΙΚ 2) και που μπορεί να είναι μόνο σκοινί ή να περιέχει ένα πυρήνα από κάτι βαρύ πχ ένα μεγάλο παξιμάδι για μεγαλύτερο βάρος.

Το σκοινί είναι τυλιγμένο σε ίσους κύκλους για να ξετυλίγεται μόνο του. Το διαιρούμε στα δύο με μερικές θηλιές στη μεριά του βαριδιού και τις υπόλοιπες στο άλλο χέρι (ΕΙΚ 3) ή κάτω με την ελεύθερη άκρη ήδη προσδεμένη στο αντικείμενο που θα ρυμουλκηθεί ή κάπου σταθερά ( ώστε αν αστοχήσουμε να μην καταλήξει όλο στη θάλασσα).

-Σκοινί σου γύρεψα ρε, να μποτσάρουμε τα ξύλα στο τρέιλερ, σκοινι κι εσύ μού 'φερες βιλάι;

-Μή φωναζεις καπταΚωσταντή, θα σου φέρω το πιό χοντρό (παναγκασμά σε κωλόγερε αμπως [=απο τοτε που] βγήκες στη σύνταξη όλα σου φταίνε)

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βατσιμάνης / ντεϊμάνης / ντοκουμάνης / ταλλυμάνης / μπόμαν

Πέντε βαπορίσιες λέξεις με κοινή την αγγλική καταγωγή και το β΄συνθ. -man που εξελληνίστηκε σε -μάνης (εκτός από τον μπόμαν)

Βατσιμάνης (από το αγγλ. watchman) είναι ο ναυτικός που παραμένει φύλακας σ' ένα πλοίο (στο λιμάνι, δεμένο ή παροπλισμένο). Στο πλοίο που είναι στο λιμάνι είναι ναύτης που κάνει νυχτερινή βάρδια, ελέγχει τους κάβους, τη σκάλα (τον γκάγκουε = gangway), την φορτοεκφόρτωση σαν βοηθός του ανθυποπλοίαρχου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η βάρδια του συνήθως είναι εβδομαδιαία εκτός αν το πλοίο δεν πιάνει συχνά λιμάνι οπότε μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα, κάθε δύο μέρες (για να γράψουν όλοι υπερωρίες). Στα παροπλισμένα είναι γενικά φύλακας - security.

Ντεϊμάνης (από το αγγλ. day-man) είναι φύλακας με καθήκοντα όπως του βατσιμάνη αλλά η βάρδια του είναι ημερήσια.

Στην Αμβέρσα που φορτώναμε, το βατσιμανιλίκι ήτανε παράδεισος. Κλειστά τ΄αμπάρια τη νύχτα, μαρέα(1) δεν είχε, δημόσιος υπάλληλος. Μιά ματιά στο γκάγκουε κι έγραφες ώρες. Τις υπόλοιπες μέρες τις έκανα στην ξεφόρτωση, στο Κενάι στην Αλάσκα. Με 28 ποδ(άρ)ια μαρέα μέχρι ντεϊμάνηδες βάλαμε να γρασάρουν τους κάβους.

(1) μαρέα. Η άνοδος και η πτώση της στάθμης της θάλασσας σε 12ωρο κύκλο άμπωτης και πλημμυρίδας.

Ντοκουμάνης (από το αγγλ. Donkey man). Στα ατμόπλοια ήταν ο αρχιθερμαστής (από το steam donkey ή donkey engine πού ήταν το βίντζι με ατμό -με δική του ατμομηχανή ή όχι- το ιππάριο) και όταν ο ατμός απεβίωσε, ο λοστρόμος της μηχανής όπου χρειαζόταν και τέτοιος.

Ταλιμάνης και Ταλλυμάνης (από το αγγλ. tally man). Είναι ο καταμετρητής όταν το φορτίο δεν είναι χύμα αλλά σε τεμάχια (σακιά, κιβώτια). Μπορεί να είναι μέλος ή όχι του πληρώματος και μετρά πόσα κομμάτια μπήκαν ή βγήκαν ανά αμπάρι στη βάρδια του. Tally marks είναι οι χαρακιές, γραμμούλες, τετραγωνάκια κλπ που χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση.

Τέλος ο Μπόμαν (από το αγγλικό pump man που τη γλίτωσε και δεν έγινε -μάνης -αν και κάπου είδα το πομάνης) είναι ο αντλιωρός και τον βρίσκεις στα δεξαμενόπλοια όπου υπάρχει και αντλιοστάσιο (pump room) να ανοιγοκλείνει βάρδουλες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified