"Με την επίσημη ονομασία κωνσταντινάτο, ή κοινώς κωσταντινάτο, φέρεται χρυσό νόμισμα βυζαντινό, ενετικό και κυπριακό, κατά τον Φ. Χάσλουκ, των οποίων ο τύπος μοιάζει με αγιογραφία των Αυτοκρατόρων Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίας Ελένης που ανάμεσά τους φέρεται ο χριστιανικός σταυρός." Από εδώ.

Το κωσταντινάτο, εκτός από την (χρηματική) του αξία έχει και άλλες θαυματουργές ιδιότητες, σύμφωνα με διάφορες λαϊκές δοξασίες (περισσότερα εδώ).

Μεταφορικά αναφέρεται σε πρόσωπα που τους αποδίδεται μεγάλη αξία, όπως στο παράδειγμα που ακολουθεί από το παλιό παιδικό παιχνίδι "γκέο-βαγκέο".

Σας πήραμε, σας πήραμε φλωρί κωσταντινάτο!

Λολοπαικτικώς μπορεί να χαρακτηρίσει καταστάσεις "φλωριάς" ήτοι "γκαίυ-βαγκαίυ".

-Πολύ κουνιέται αυτός. Φλωρί κωσταντινάτο μου φαίνεται!

-Συμφωνώ και επαυξάνω. Είναι και βαρέλι δίχως πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

"Το «α βάρα» ήταν ένα φραγκολεβαντίνικο κοινό ναυτικό κέλευσμα. Είναι το αντίστοιχο του επίσημου κελεύσματος: «άπωσον!» (σημ. Δ.Μ. :σπρώξε μακριά)

Πρόκειται για δύο λέξεις “a vara”. Η λέξη βάρα σήμαινε ξύλο που, τιθέμενο πλαγίως, συγκρατεί το σκάφος. Κατ΄ επέκταση κάθε ξύλο που τίθεται πλαγίως.

Η σημασία του προστάγματος αβάρα ήταν: να πλεύσεις με τη βάρα, δηλ. σπρώχνοντας. Συνήθως το κέλευσμα «αβάρα!» δίνεται από τον λέμβαρχο προς τον πρόκωπο της λέμβου που προσπαθεί με τη βάρα να αποτρέψει τη συνέχεια της πλεύσης του σκάφους βάζοντας το κοντάρι (τη βάρα) ως αντέρεισμα (κόντρα) στο πλησιέστερο σταθερό έρεισμα (βράχο, προβλήτα, άλλο σκάφος ή και προς το βυθό όταν είναι ρηχά).Οταν επλεαν α βαρα τα αλλα μεσα προσωθησης ειναι αδρανη. Άρα τη βάρα χρησιμοποιούσαν και για να έλξουν το πλεούμενο. Για το σκοπό αυτό η βάρα είχε στην άκρη της μια μύτη σαν δόρυ αλλά και ένα γάντζο όπως και η πίκα.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ (σημ. Δ.Μ. για τη βάρα): πίκα και στάλιξ ή σταλίκι

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Από το Λατινικό ρήμα varare που σημαίνει διασχίζω, περνώ.

Φαίνεται να σχετίζεται με το αρχαίο βαρέω = πιέζω που ήταν εν χρήσει με μεταφορική σημασία. Το βαρώ με την σημασία του κτυπώ προέκυψε στο μεσαίωνα. Κατά τον Μπαμπινιώτη 171 από την βαρεία σφύρα την σημερινή βαριά." Από εδώ

Τα παραπάνω (από το Στουγιαννίδη) δείχνουν την εξέλιξη του όρου. Στις μέρες μας εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους της θάλασσας ως προστακτική του ρήματος αβαράρω που επίσης χρησιμοποιείται. Στα μικρά σκάφη γίνεται με τα χέρια, αν και είναι επικίνδυνο να πιαστούν αυτά ανάμεσα στο σκάφος μας και το "απωθούμενο" σκάφος ή την προκυμαία.

  1. ΑΒΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑ! Πέσαμε απάνω στο ξένο καΐκι! Θες να πληρώνουμε κερατιάτικα πρωί-πρωί;

(Ένα πλεονέκτημα του προστάγματος αυτού είναι ότι είναι ευδιάκριτο και χάρη στα "α", προσφέρεται για πολύ δυνατές κραυγές. Αν συνδυαστεί δε με το "μαλάκα", το αποτέλεσμα είναι πιο εμφατικό).

Δεν έπιασε το "ανάποδα" κι όπως πήγα ν' αβαράρω μού 'πιασε το χέρι η κουπαστή. Ίσα που πρόλαβα να το τραβήξω με κάτι γρατζουνιές. Λίγο ήθελε να μου το κάνει λιώμα!

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια του "μακριά" (από κάποιον).

Ήρθε πάλι και μου τό' παιζε φίλος. Λες και δεν ξέρω τι κουφάλα είναι! Ρε αβάρα!

Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί (με την προηγούμενη έννοια) την έκφραση:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιούμενη σε παλιότερες εποχές (προσωπικά τη θυμάμαι από τη δεκαετία του '60, αλλά πιθανότατα υπήρχε και πιο παλιά) που σημαίνει ότι κάποιος μιλάει με ακαταλαβίστικο τρόπο, χρησιμοποιώντας γλώσσα και όρους που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον πολύ κόσμο. Την εποχή εκείνη αναφέρονταν κυρίως σε ανθρώπους που μιλούσαν στην καθαρεύουσα, σε συγκεκριμένους χώρους, όπως π.χ. δικαστήρια, ή χρησιμοποιούσαν δυσνόητους επιστημονικούς όρους π.χ. γιατροί. Πολλοί (συνήθως σπουδαιοφανείς ή απατεώνες) το έκαναν και για λόγους εντυπωσιασμού ή εξαπάτησης, κρύβοντας πίσω από ελληνικούρες και μπουρδολογήματα τις πραγματικές τους προθέσεις. Ο ελληνικός κινηματογράφος της εποχής μας έχει δώσει πολλά τέτοια δείγματα.

Η χρήση (και μάλιστα διαδοχικά) των δύο προθέσεων "περί" και "δια", που δεν χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη, γίνεται για να δώσει έμφαση στο "αρχαιοπρεπές" του πράγματος.

Πολύ περί δια γραμμάτου μας τα λες ρε παιδάκι μου. Γιά κάντα πιο λιανά να τα καταλάβουμε κι εμείς, ο χοντρός λαός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση της Κύθνου, που σημαίνει πως κάποιος έχει μπει για τα καλά στην εφηβεία. Είναι σαφής ο σεξουαλικός υπαινιγμός. Η έκφραση ήταν σε χρήση τις παλιότερες εποχές. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια (έχω χρόνια να την ακούσω) μιας κι η νεολαία του νησιού "ενηλικιώνεται" πολύ πιο γρήγορα από τις παλιότερες γενιές.

Ρε συ, ούλη την ώρα στο καθρέφτη σε βλέπω και τη κολώνια που σού' φερα από την Αθήνα την κοντεύεις. Μου φαίνεται πως μπήκε ο πεντικός στη μάνικα.

...εχεις ξενυχτησει με τους αλλους,τρεχετε τις κοπελιες εχει αρχισει να περπατει ο πεντικος στη μανικα... από εδώ

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετατροπή του όμικρον σε έψιλον στη λέξη ποντικός => πεντικός. Τί λένε οι ειδικοί επ' αυτού;

Μιας κι αναφερθήκαμε στα όχι και τόσο συμπαθή τρωκτικά ας αναφέρουμε μερικές ακόμα εκφράσεις με πεντικούς:

-Ψωμί πατείς!

Πεντικό μασείς!

Τυπική ανταλλαγή (ομοιοκατάληκτων) φράσεων που οδηγεί σε γείωση, αυτού που ξεκίνησε το διάλογο. Εν τούτοις ο "γειωμένος" έχει πετύχει να βάλει τον άλλον να πει τη "απαγορευμένη" λέξη πεντικός την ημέρα που δεν πρέπει: Την πρώτη του Φλεβάρη, ανήμερα του αγίου Τρύφωνα. Σύμφωνα με κάποια λαϊκή δοξασία-πρόληψη του νησιού, όποιος πει αυτή τη λέξη τη συγκεκριμένη ημέρα θα υποστεί την καθόλου ευπρόσδεκτη επίσκεψη των τρωκτικών στο σπίτι, στην αποθήκη, στη σοδειά του ή όπου αλλού έχει φυλαγμένα τρόφιμα. Αυτή η δοξασία πρέπει να έχει παλιές ρίζες και να σχετίζεται με αντίστοιχες προλήψεις για την Πρωτοχρονιά, αν και προσωπικά δεν γνωρίζω κάποιο ημερολόγιο, που ν' αρχίζει την Πρώτη του Φλεβάρη. Όσον αφορά στη μή αναφορά και/ή στη μετονομασία επιβλαβών ζώων, ασθενειών κλπ. υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας όπως: Εύξεινος Πόντος, Ευλογιά, Cavo d' Oro, παλιοαρρώστια (καρκίνος) κλπ. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά μέρη δεν λένε τη λέξη "ποντίκι" όλο το χρόνο και τα αποκαλούν "κουφά".

... Οξω ψύλλοι πεντικοί, πάρτε όρη και βουνί...

... Όπως λουλουδίζει ο σταυρός να λουλουδίζουνε τα ορνίθια σας.

Απόσπασμα από ένα είδος καλάντων (νομίζω πως αλλού λέγονται χελιδονίσματα) και ευχές που λέγονται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στην Κύθνο υπήρχε ( και σε κάποιο βαθμό διατηρείται) το έθιμο οι νεοι,την ημέρα αυτή, να φτιάχνουν ένα καλαμένιο σταυρό στολισμένο με λουλούδια και να επισκέπτονται τα σπίτια των κοριτσιών που έκαναν μαζί Κούλουμα, όπου λένε αυτά τα "κάλαντα". Εκεί τους φιλεύουν με αυγά. Αυτά τ'αυγά είναι ο "μεζές" για το φαγοπότι που ακολουθεί και το απαραίτητο γλέντι. Για το λόγο αυτό η Κυρική της ορθοδοξίας λέγεται και "Αυγουλού".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που έγινε γνωστή από την ατάκα του Βέγγου ως γκαρσόνι (Θρασύβουλας), που δεν δέχεται να τον καλούν με παλαμάκια, επειδή "είναι το ίρτζι του". (Από την ταινία "Ο ατσίδας" ή "το στρίβειν δια του αρραβώνος").

Θρασύβουλας

Ετυμολογία από το τουρκικό ırz: τιμή, αγνότητα, αξιοπρέπεια από (εδώ) κι από (εδώ)

Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα-αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι. (Σχόλιο του Χότζα από εδώ).

Ιμπρέτι (τουρκικό ibret) = παράδειγμα, δείγμα από εδώ

Πάντως στα προαναφερόμενα παραδείγματα έχει (και) την έννοια της ιδιορρυθμίας/ιδιοτροπίας και του πείσματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνω μπροστά και/η εμποδίζω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμποδίζεται η διέλευση κάποιων ζώων με κινήσεις των χεριών και αντίστοιχα ηχητικά μηνύματα του τύπου: Οοοοόξ! Ξουτ! κττ.

Πάντα Καλλίτσα, πάντα κι ο τράος άκουρος! (εδώ η Καλλίτσα πρέπει να εμποδίσει την "απόδραση" του τράγου, από το χώρο που έχουν στριμωχτεί τα "ζα" για να τα κουρέψουν).

Ετυμολογία από το απαντώ (με την έννοια του αντικρίζω, στέκομαι απέναντι)

Στο επόμενο παράδειγμα, που κυκλοφορεί στο νησί σαν ανέκδοτο, το παντώ δεν αναφέρεται σε ζώα:

Ήντα να κάμω μάνα; Το βρατσί θε να βαστώ, τη ψωλή θε να παντώ; Ώσπου να μπήξω τη φωνή, μου τον έκαμε χωνί!

Το παντώ με την έννοια του συναντώ υπάρχει με την μορφή "μου πάντηξε".

-Μωρέ Μανωλιό, μπας κι είδες το προκομένο το Γιαννούλη;

-Ναι μπάρμπα, μου πάντηξε παραπάνω. Ενούς τσιγάρου δρόμος θά'ναι και δε θά'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο μπουναμάς, που δίνουν οι νονοί στά βαφτιστήρια, σύμφωνα με τη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Ετυμολογία από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες -κοινώς μπουναμάς). Η ονομασία στρίνα διασώθηκε μέχρι σήμερα κατά τόπους, όπως στη Σύμη, μπουλιστρίνα, (από το «καλή strena», bona strena), στη Νίσυρο, μπουλουστρίνα και στην Κύπρο πουλουστρίνα από εδώ. Τη λέξη τη βρίσκουμε και στην Κέρκυρα εδώ.

Μη κανονίσεις τίποτα γι' αύριο. Θα πάμε τη στρίνα στη φιλιότσα μου.

Το ρήμα είναι στρινιάζω, αλλά δεν πολυχρησιμοποιείται, γιατί έχει αποκτήσει και δεύτερη σημασία (μεταφορική), που σημαίνει «δέρνω, ξυλοφορτώνω».

Πήε να μου κάνει το καμπόσο και τόνε στρίνιασα.

φιλιότσος

Ο φιλιότσος/-α, από την ιταλική λέξη figlio και το υποκοριστικό της, figliozzo, είναι το βαφτιστήρι, ο αναδεξιμιός/-ά.

Θα κάνω κέφι όσο μπορώ
κουράγιο άλλο τόσο
για του φιλιότσου μου το γιό
του γιού μου το φιλιότσο.

Το παραπάνω τετράστιχο είναι από τα «παινέματα» που τραγουδούν στα γλέντια, μετά τα βαφτίσια. Τα περισσότερα είναι αυτοσχέδια και φτιάχνονται πάνω στο κέφι της στιγμής. Το παραπάνω δείχνει πως οι κουμπαριές περνούσαν από πατέρα σε γιό.

σύδεκνος

Το (γλωσσικά) περίεργο είναι ότι, ενώ όλοι οι παραπάνω όροι, που σχετίζονται με την «αναδοχή», έχουν ιταλική προέλευση, για τον «ανάδοχο» χρησιμοποιείται η ελληνική (ελαφρώς παρεφθαρμένη) σύδεκνος/συδέκνισσα (από το ευρύτατα διαδεδομένο σύντεκνος) και όχι το κουμπάρος που χρησιμοποιείται μόνο για το γάμο.

Ήτανε ούλοι εκεί: Ο κουμπάρος ο Γιάννης με την κουμπάρα τη Φρόσω, ο σύδεκνος ο Πιπέρης με τη συδέκνισσα την Ανεζιώ και η συδέκνισσά μου η Αννουσιώ, η χήρα. Μονάχη η καημένη.

Το όνομα Πιπέρης (αρκετά συνηθισμένο στο νησί) πιθανώς προέρχεται από τα ιταλικά και συγκεκριμένα από το υποκοριστικό Pipo του Filippo (Φίλιππος). Το Ανεζιώ προέρχεται από το επίσης ιταλικό Agnese (Αγνή), ενώ το Αννουσιώ από το Άννα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Πλεύση ιστιοφόρου σε κατεύθυνση σχεδόν αντίθετη προς αυτήν του ανέμου. (Στην πραγματικότητα η ελάχιστη γωνία πλεύσης, ως προς την κατεύθυνση του ανέμου είναι γύρω στις 45 μοίρες, εξαρτώμενη από τον τύπο του σκάφους και το είδος της ιστιοφορίας του).

Ένα σκάφος ταξιδεύει όρτσα, όταν πλέει (ανεβαίνει), όσο πιο αντίθετα στον άνεμο μπορεί. Είναι η πιο εκπληκτική πλεύση, με το σκάφος να γέρνει πολύ (κουπαστάρει), τα πανιά να τραβούν τα ξάρτια, να πιέζεται το κατάρτι και να βουτάει με αφρούς στο κύμα η πλώρη,βρέχοντας το κατάστρωμα και το πλήρωμα. Από (εδώ).

Ετυμολογία από τα ομόρριζα ιταλικό orza και γαλλικό orza. Από (εδώ).

Συνήθως όταν ο καπετάνιος δώσει την εντολή "όρτσα!" πρέπει ο τιμονιέρης να στρέψει την πλώρη του σκάφους προς την κατεύθυνση του ανέμου, ενώ ταυτόχρονα το πλήρωμα φέρνει τε πανιά σχεδόν παράλληλα με τον διαμήκη άξονα του σκάφους.

Ανίθετο: "πόντζα!". Με την εντολή αυτή ο τιμονιέρης στρέφει την πλώρη του σκάφους μακριά από την κατεύθυνση του ανέμου, και το πλήρωμα φέρνει τα πανιά υπό γωνία, ως προς το διαμήκη άξονα.

Κατά την Επανάσταση του '21, μετά την εισβολή του Ιμπραήμ, ο τότε πρωθυπουργός Κουντουριώτης, διόρισε αρχιστράτηγο ένα δικό του άνθρωπο (οι εμφύλιες διαμάχες ήταν στα χειρότερά τους) τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη (εδω), ο οποίος ηγήθηκε των Ελληνικών δυνάμεων στη μάχη στο Κρεμμύδι (εδώ). Κι όπως γράφει ο Μακρυγιάννης:

Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» (Σαραντάκος)

Αποτέλεσμα: συντριβή με περισσότερους από πεντακόσους Έλληνες νεκρούς.

"όρτσα α λά μπάντα!". Στροφή προς την κατεύθυνση του ανέμου, έτσι ώστε η πλώρη, αφού έλθει στιγμιαία σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση με τον άνεμο (μηδενική γωνία) στη συνεχίζει να στρέφει απομακρυνόμενη από την κατεύθυνση του ανάμου μέχρις ότου τα πανιά "ξαναπάρουν" τον αέρα και η πλεύση συνεχίσει στα όρτσα, αλλά με αντίθετη γωνία. Με τον ελιγμό αυτόν ("τακ" στην ορολογία των ιστιοπλόων) το ιστιοφόρο κατευθύνεται αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου με διαδοχικά ζικ-ζακ.

Το αντίθετο είναι το "ποντζα α λα μπαντα". Με τον ελιγμό αυτο αλλάζουμε κατεύθυνση πλεύσης απομακρύνοντας την πλώρη από την κατεύθυνση του ανέμου μέχρις ότου πλεύσουμε με αντίθετη γωνία προς τον άνεμο.

Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο

Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα α λα μπάντα

Οδυσσέας Ελύτης "Το Άξιον Εστί"

Το ρήμα είναι ορτσάρω.

ορτσάρισε κι έλα γιαλό

πού'χω δυο λόγια να σου πώ.

Αιγαιοπελαγίτικο τραγούδι

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά γιά να δείξουμε πως πάμε "κόντρα" σε κάποια πράγματα ή καταστάσεις.

Όρτσα, διάλε την πίστη του, κι όπου το βγάλ' η βράση,

γιά πού θα σάσει μια δουλειά γιά που θα 'σοχαλάσει.

Νίκος Καζαντζάκης (Αναφορά στο Γκρέκο)

Όρτσα τα πανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκροτημένη ομάδα μελών ενός πολιτικού κόμματος που έχουν κοινή ιδεολογική ταυτότητα και επιδιώξεις και συνεδριάζουν μυστικά για να αποφασίσουν ποια στάση θα κρατήσουν στα επίσημα κομματικά όργανα. (Από εδώ).

Ετυμολογία από τη ρωσική, фракция (εδώ), που με τη σειρά της προήλθε από τη λατινική fractio (εδώ).

Αυτοί έχουν κάνει φράξια και πάνε να διασπάσουν το κόμμα. (Από εδώ).

Παράγωγα φραξιονιστής, φραξιονισμός, φραξιονιστικός.

Άλλη μια λέξη της κομματικής αργκό προερχόμενη από το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, με τη γνωστή γλωσσική διαδρομή: Λατινικά => Ρωσικά (συνήθως μέσω κάποιας άλλης Ευρωπαϊκής γλώσσας, κυρίως της Γερμανικής => Ελληνικά. (Δες και κοοπτάτσια).

Βέβαια όπως συνήθως συμβαίνει (το'χα πάθει και γώ άλλωστε, εδώ) η λέξη απέκτησε άλλη σημασία στ' αυτιά των "αμύητων", όπως φαίνεται στο παράδειγμα:

Σκηνή από το "φοιτητικό" καφενείο, δίπλα στο Πολυτεχνείο, λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Ο καφετζής έχει ακούσει τη λέξη και τα παράγωγά της, "μεταφράζοντάς τα κατά το δοκούν". Σχολιάζει το "εξάπορτο" που έκανα στον αντίπαλο "φράζοντας" τα πούλια του:

Τι βλέπω Μήτσο, φραξιονιστικές ενέργειες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά τον σχετικά σύντομο, αλλά, όπως πιστεύω, περιεκτικό (οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ) διάλογο, που αναπτύχθηκε στο φόρουμ ("Συνεργατικά λήμματα"), κάνω την αρχή για ένα λήμμα αυτού του είδους με θέμα τα "μαργαριτάρια" που κόσμησαν, κοσμούν και θα κοσμούν τον προφορικό, γραπτό και "ηλεκτρονικό" μας λόγο. Το λήμμα αυτό θα είναι πάντα ανοιχτό σε προσθήκες, υπό μορφή σχολίων αρχικά, οι οποίες θα ενσωματώνονται στο λήμμα, ανά διαστήματα.

Σκοπός δεν είναι ο χλευασμός εκείνων που "περιέπεσαν" σε γλωσσικά "αμαρτήματα", ιδιαίτερα αν πρόκειται για απλούς ανθρώπους, που δεν είχαν την ευκαιρία να "μάθουν γράμματα". Βέβαια πολλοί απ' αυτούς τους ανθρώπους (ιδιαίτερα πιο παλιά, πριν υποστούν, όπως όλοι, την, σε μεγάλο βαθμό, ισοπεδωτική επίδραση της τηλεόρασης) αρθρώνουν ένα θαυμάσιο προφορικό λόγο και εκφράζονται με λιτότητα, σαφήνεια και αμεσότητα, που κάποιες φορές είναι αξιοθαύμαστες.

"ερήμην του λόγου": μια έκφραση που χρησιμοποιείται από κάποιους που θέλουν να τα πουν "περί δια γραμμάτου" αντί του σωστού "εν τη ρύμη του λόγου" που σημαίνει "στη ροή του λόγου". Προφανώς το "εν τη ρύμη" συγχέεται με το "ερήμην", που χρησιμοποιείται για κάποιον, που δικάζεται, ενώ απουσιάζει. Εδώ αυτό που πραγματικά απουσιάζει, είναι ο λόγος και ως ομιλία, αλλά και ως λογική.

Αυτό δεν ήθελα να το πω. Μου ξέφυγε ερήμην του λόγου.

"οι ευθύνοντες": εννοεί τους "ιθύνοντες" δηλ. αυτούς που καθοδηγούν, που διευθύνουν. Βέβαια με τον τρόπο που το είπε ο απλός άνθρωπος, απ' τον οποίο το "τσίμπησα", σαφέστατα υπονοείται, πως οι ιθύνοντες είναι και υπεύθυνοι, για ό,τι γίνεται υπό την καθοδήγησή τους.

Τι καθόμαστε και τα συζητάμε στο καφενείο; Αυτά πρέπει να τ' ακούσουν οι ευθύνοντες!

"μετά βαϊων και Κυκλάδων" εννοεί "μετά βαϊων και κλάδων", δηλ. θριαμβευτική υποδοχή, όπως αυτή που επεφυλάχθη στο Χριστό, κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα (γνωστή ευαγγελική έκφραση).

*Είχε μαζευτεί όλο το χωριό και τον υποδεχτήκαμε μετά βαϊων και Κυκλάδων*.

τα Σκόδρα: (αντί του σωστού) η Σκόδρα (πόλη της Αλβανίας)

Κούδροι: (αντί του σωστού) Κούρδοι

Τα δύο προηγούμενα λάθη γίνονται (όχι σπάνια) από ανθρώπους των ΜΜΕ. Τά' βαλα μαζί, επειδή έτυχε να εκφωνηθούν στο ίδιο δελτίο ειδήσεων, που προκάλεσε και την τουκανιστική μου τηλεφωνική παρέμβαση:

"Η πόλη Σκόδρα που αναφέρατε στις ειδήσεις δεν είναι τα Σκόδρα, όπως λέμε "τα σκόρδα", αλλά η Σκόδρα. Ενώ δεν υπάρχουν Κούδροι, όπως είπατε, αλλά Κούρδοι, όπως λέμε "σκόρδα"!

λεωφόρος Σπατών αντί λεωφόρος Σπάτων (πολλοί το λένε και σκέτο "στη Σπατών")

-Είδες ένα τρακάρισμα που έγινε στη Σπατών;

-Πού είπες; στη σκατών;

δικτακτορία αντί δικτατορία και δικτακτορικό αντι διδακτορικό

έκτατο/έτακτο αντί για έκτα κτο

Εδώ γίνεται του "κάππα" "ταυ" το κάγκελο! Αυτό το πραγματικά δύσκολο σύμπλεγμα συμφώνων, δημιουργεί προβλήματα ακόμη και σε "γραμματιζούμενους" με αποτέλεσμα τα παραπάνω "μαργαριτάρια ν' ακούγονται συχνά κι από πολλούς.

τιμήμα αντί τμήμα

Άλλο ένα δύσκολο σύμπλεγμα συμφώνων: "ταυ" "μι"

Εδώ το πρόβλημα λύνεται βάζοντας ανάμεσα ένα ευφωνικό "ι"

Φήβα αντί Θήβα

Αυτή η αλλαγή γίνονταν παλιότερα. Έχω κάμποσα χρόνια να την ακούσω. Δεν έχω εξήγηση γι' αυτό. Μου θυμίζει την αλλαγή του "θ" σε "φ" στα ρωσικά.

καλό πρόοδο αντί καλή πρόοδο

Ο λαός δεν είχε συνηθίσει τα (δευτερόκλιτα καθαρευουσιάνικα) θηλυκά σε -ος. Έτσι αλλάζοντάς τα σε αρσενικά αποκαθιστά την τάξη!

οι σπεύσας αυθορμήτως

Μια έκφραση από το ανεξάντλητο "μποστάνι" του Μποστ. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, προήλθε από την κατάθεση ενός υψηλά ιστάμενου αξιωματικού της Χωροφυλακής για τη δολοφονία του Λαμπράκη. Αυτός είχε πει, πως οι παρακρατικοί που έκαναν αντισυγκέντρωση εκεί, όπου θα γίνονταν η ομιλία του Λαμπράκη, είχαν "σπεύσει αυθορμήτως".

Αυτά προς το παρόν.

Διατελώ εν αναμονή των "σπεύσας αυθορμήτως" σλάνγκων για να συμπληρώσουμε το λήμμα.

Μαργαριτάρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified