Κλητική προσφώνηση σε ονομαστική αντί σε κλητική. Η παλαιά δεύτερη κλίση των ουσιαστικών ήταν η μόνη που στον ενικό διαφοροποιούσε το κλιτικό της επίθημα σε ονομαστική (-ος) και κλητική (-ε) από τις άλλες δύο. Το φίλος ακούγεται κάπως. Είσαι πιο τυπάκι όταν το λες και νιώθεις πιο κουλ, σου προσθέτει, όπως και να το κάνουμε, έναν αέρα κουλοσύνης παραπάνω.

Προσφώνηση που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον ο ένας από τους δημοσιογράφους στην «Ελληνοφρένεια» προς τον μπασκίνα με τη μάσκα οξυγόνου, τη μονίμως φορεμένη για να αντέξει ως τσιράκι τόσων κυβερνήσεων... Παραπέμπει και σε στρατό (κι η αστυνομία σώμα στρατού είναι) όπου οι ανώτεροι καλούσαν τους κατώτερους με το επώνυμό τους σε ονομαστική. Έτσι η έμπνευση του δημοσιογραφίσκου του έρχεται πιο εύκολα. Και προσφώνηση τύπου στρατού, άρα φορτισμένη και που ταυτόχρονα αποφορτίζεται απ' την περίσταση και την οικειότητα που εκφέρεται. Είναι αντίστοιχη του μαλάκα (όταν δεν είναι προσβολή) ή του δικέ μου αλλά πιο εύηχη και δόκιμη: εξίσου όμως εγκάρδια.

- Έλα ρε φίλος, πώς πάει;
- Καλά ρε, εδώ βλέπεις... 101 και σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ πολύ σταρ, αυτός που τον έχει φάει το σταριλίκι (και ο Star στις παλιές καλές παρακμιακές και κατινίστικες εποχές του απογευματινού του δελτίου, του δήθεν νεανικού και αντικαταθλιπτικού, με μπόλικη φόλα του εγχώριου σταρ σύστεμ - αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάτι τέτοιο) κι έχει καταλήξει σε υπερτροφικό βαθμό ναρκοληπτικό ζόμπι που το κυνηγάει ο πυρηνικός καταρράκτης από τους προβολείς και τους προσβολείς του.

Είναι μορφή, κινείται στα όρια της καρικατούρας, προκαλεί ανοχές, ήθη και αισθητική, γίνεται γκροτέσκος και κιτς, συνήθως όμως βρίσκεται καλά καθισμένος στ' αυγά του, πάνω στο ροζ του συννεφάκι και υπακούει σαν καλό παιδί αυτά που του υποδεικνύουν οι μανατζαρέοι του, για να βγάλουν φράγκα εις βάρος του, όσο περνάει η μπογιά του, με κείνον βιτρίνα, πράγμα που εξαρτάται από το σοκ του καρακιτσαρίστικου ντου του.

Κατ' εξοχήν σταρούμπες έβγαλε και βγάζει η εκμπομπή της Πάνιας που πάντα είναι η ίδια όσο κι αν αλλάζει ονόματα ή και κανάλια. Δεν είναι σπάνιο πια, και κάποιο άτομο, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο ή κουσούρι, ή κάποια βαρεμένος τέλος πάντων από γλάστρα σε εκπομπή, λόγω κοννέ να αναδεικνύεται σε σταρούμπα, βλέπε Σπυροπούλου που άφησε το Τζόκερ για να πιάσει το θείο (κάτι ξέρει αυτή). Το υπερβολικό όμως φθείρει και δε θέλει και πολύ το υπερθετικό να υποπέσει στην υποκατηγορία της σταρλέττας. Απολαύχτε.
Φρικηπαίδεια. Έθνος.

  1. Στο "ό, τι νά'ναι" του Σκάι, μια σατιρική τους εκπομπή με αφορμή τα 25 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης, παρελαύνουν στους σχολιασμός και ο Βας Βας, παλιά σταρούμπα της Πάνιας.
    2.- Φρύδια, νύχια και μαλλιά... Κι έτσι θα τον τρελάνω, τώρα τις γιορτές!
    - Αχ, μωρή! Ναι, καλέ! Άι στο δγιάλο, μπάζο, που θες να μου το παίξεις και σταρούμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αυτή όπου σε πιάνει στο φιλότιμο, και ψυχοπονείς κάποιον, με αποτέλεσμα να θυματοποιείς τον εαυτό σου και να τον φέρνεις σε κατάσταση χειρότερη του θύματος λόγω ενοχών που εσύ τυχαίνεις να είσαι σε καλύτερη θέση - και το θύμα ξαφνικά βρίσκεται σε ανώτερη και παριστάνει το θύτη, χωρίς όμως η αρχικά κατώτερη θέση του άλλου να είναι τέτοια εξαιτίας σου, αλλά να προϋπάρχει και να μιλάει στη συμπόνοια σου, κρούοντας τις ευαίσθητες χορδές της λύπησής σου και της ανθρωπιάς σου. Επίσης μια εκ των υστέρων εκτιμημένη αντίδραση ως εσφαλμένη, που επισύρει ενοχές η παραδοχή της ως τέτοια και που κάνει το δράστη της να μετανιώνει γι' αυτήν γιατί από αυτή εξαρτήθηκε μια ολόκληρη κατάσταση που εξελίχθηκε αρνητικά. Χρησιμοποιείται στον αόριστο συχνότερα και στον ενεστώτα (μού'ρχεται κρίμα).


1.- Πω, πω... Δεν την είδες την καημένη; Αυτή ήταν μονίμως πέρα - δώθε στη γειτονιά και γύρευε δανεικά Χρόνια τώρα έχει οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα, χήρα με τρια παιδι Και τώρα να ψάχνει στα σκουπίδια για να βρει κάτι να φάει... Δε μπορώ ρε, μού'ρχεται κρίμα... Πάω να της δώσω τίποτα να φάει σαν άνθρωπος...
- Τί να σου πω... Αλληλεγγύη δε λέω... Αλλά φύλαε και τα ρούχα σου. Μην της δίνεις πολύ θάρρος. Έτσι και στη δική μου γειτονιά είχαμε μια και τη βοηθούσαμε μονίμως και μια μέρα η μάνα μου γύρισε στο σπίτι χωρίς πορτοφόλι και το κατάλαβε δυο μέρες μετά. Το παράτησε η ηλίθια μπροστά της, πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο και μετά αφηρημένη, δε το γύρεψε Μόνο τα ψιλά στην τσέπη της είχανε μείνει.... Είπαμε φιλάνθρωπος αλλά όχι και μαλάκας.
2.- Έλα ρε, τί έγινε, τί έχεις κι είσαι έτσι;
- Άσε με μωρέ γαμώτο μου... Τσακώθηκα τις προάλλες με την Αντωνία... Βέβαια εκείνη το ξεκίνησε, ως συνήθως, είναι γνωστή η παράνοιά της.... Με ξέρεις εμένα.. Κρατιέμαι, κρατιέμαι, υποχωρώ, αλλά άμα μου την πει και πολύ και τα έχω μαζεμένα την παίρνει και τη σηκώνει. Την άρπαξα και την έστησα στον τοίχο. Την κάρφωσα με το βλέμμα. Έμεινε μαλάκας. Έκλασε μέντες. Από τότε που με είδε έτσι φοβήθηκε. Εδώ και 5 μέρες έχει να με πάρει ή να μου στείλει. Ξέρω, από τη μια δεν είναι σωστό που έρχεται και ξεσπά πάνω μου τα προβλήματα από το σπίτι της, αλλά από την άλλη κι εγώ δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι. Μού'ρθε κρίμα.
- Έτσι έπρεπε. Όχι πισογυρίσματα τώρα φίλε. Είναι αργά να μετανιώσεις. Στο κάτω κάτω, αυτή η κοπέλα δεν είναι για σένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν βρίσκεται κανείς σε κατάσταση αναμονής, και προκειμένου να χάνεται ο χρόνος χωρίς να γίνεται κάτι εποικοδομητικό, καλύτερα να φτιάξεις ένα αφέψημα χρήσιμο που προστατεύει από τα κρυώματα, αλλά και κατά την περίοδο κρυώματος μαλακώνει το βήχα κι έχει αποχρεμτικές ιδιότητες, ενισχύοντας το ανοσοποιητικό του σύστημα και ωφελώντας την υγεία σου γενικότερα.


- Πού'ναι τόση ώρα; Γιατί αργεί;
- Και θα κάθεσαι εδώ, μες στο κρύο να τον περιμένεις μέχρι να'ρθει; Βράσε ρίγανη!

  1. Ειρωνική εκδοχή που προκύπτει από την προηγούμενη κυριολεκτική. Είναι προδικασμένο μια κατάσταση να κρατήσει πολύ. Ο ομιλών σχολιάζει με υποτιμητική διάθεση τον συνομιλητή του - ακροατή του που μπαίνει σ' αυτήν τη διαδικασία εξ αρχής, της αναμονής. Το χειρότερο είναι όταν ο συνομιλητής - ακροατής εμπλέκεται σε μία τέτοια διαδικασία χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει την έκταση της αναμονής στην οποία θα υποβληθεί για το αναμενόμενο αποτέλεσμα - που είναι άγνωστο αν θα προκύψει τελικώς. Η ειρωνική εκφορά του ομιλώντος, έχει σκοπό να τον γειώσει με μια δόση υπερβολής για να του ανοίξει τα μάτια και να του εφιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι δεν αξίζει να περιμένει για το οτιδήποτε αν είναι τόσο μεγάλη η αναμονή. Καλύτερα να κάνει δώρο στον εαυτό του ένα τονωτικό ρόφημα γιατί θα το χρειαστεί αν πάρει το ρίσκο της αναμονής, αλλά από την άλλη αυτή η φράση να του υπενθυμίζει πως λειτουργεί αποτρεπτικά γι'αυτήν την ίδια την αναμονή και να εγκαταλείψει την ιδέα της αν είναι να χάνει το χρόνο του και τα χρόνια του σ'αυτήν άσκοπα, πηγαίνοντας και ο ίδιος χαμένος.


- Για να δούμε, θα μού'χει στείλει σήμερα τίποτα;
- Καλά ρε μαλάκα, τρία χρόνια σ'έχει στο περίμενε και παίζεις μόνο ως ρεζέρβα, και ακόμα ασχολείσαι μαζί της μπας και γίνει το θαύμα; Βράσε ρίγανη! Αφού δεν ξέρει τί της γίνεται... Ούτε όμως και σένα, αφού είσαι καμμένος.

ΦΟΡΤΙΣΗ: ειρωνεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιντλ στα κρητικά. Λόγω αδυναμίας εκφοράς των συμφώνων που παραβιάζουν τη φωνοτακτική ικανότητα των ελληνικών, ειδικά στο τέλος της λέξης (στα νέα ελληνικά δεν υπάρχουν διπλά καταληκτικά σύμφωνα, παρά μόνο τα "ν" και "ς" που είναι μονά), απλοποιούνται με αποβολή ή συγχώνευση όπως εδώ και με το απαραίτητο ληκτικό -ι που ανήκει στα κλιτικά επιθήματα των ονομάτων, ενδεικτικό του κλητικού παραδείγματος των ουδετέρων (κατάλοιπο κληρικού επιθήματος που κατέληξε ληκτικό από την κατάληξη -ιον, των υποκοριστικό των ελληνικών της ελληνιστικής εποχής,
πρβλ:βίβλος>βιβλίον>βιβλίο, ως ημιλόγιο δεν έγινε "βιβλί", άλλωστε ήταν επί αιώνες αξεσουάρ των καλαμαράδων - καθαρευουσιάνων - αρχαιόπληκτων - αττικιστών αυτό.
παις>παιδίον>παιδί.
άμπελος>αμπέλιον>αμπέλι.
νήσος>νησίον>νησί).
Έτσι και έχουμε λιντλ>λιντζ>λίζι ή λίντι (κατά άλλους). Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν και οι κολλυβογράμματοι και εγκλιματίζουν τις λέξεις και τις ελληνοποιούν και δεν τις αφήνουν παράταιρες μέσα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα, όπως οι τάχα μου δήθεν πολύγλωσσοι που ούτε την προφορά τους δεν αλλάζουν γιατί η ξένη είναι πιο γκράντε από της ψωροκώσταινας (δες την Τρέμη όταν λέει :"ας δούμε το ρεπορτάζζ", ή την Μπακογιάννη - πάει το λήμμα - όταν λέει κάτι αντίστοιχο με πολύ "σ" ή "ζ" αλλά και τη Μανωλίδου με το "σσεφ" της λες και ο ντόπιος είναι υποχρεωμένος να ξέρει τις προφορές από τις γλώσσες των όρων των οποίων τους παίρνει ως δάνειο: τέρμα παράνοια ξενοπληξίας και ξενοπάθειας - αναλογικά προς την κουλτουροπάθεια ο όρος). Έτσι η γλώσσα μας, χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους ενσωμάτωσε τα γλωσσικά δάνεια. Και τώρα ο Καπετανάκης, που'χει Ντούγκλα το μουστάκι (από τον Κερκ Ντάγκλας, μπαμπά του Μάικλ, που λάνσαρε άποψη μύστακος μεταπολεμικώς από το Χόλυγουντ), με φωνιάζει και πρέπει να πηγαίνω. Μερβεγιέ και όχι χριστουγεννιάτικα απ'το λίζι.


- Πήγε οπροχτές ο θειος σου απ'το λίζι κι επήρε μου το.
- Και τί είναι αυτό, ρε γιαγιά; Ποιος είναι ο Λίζης;
- Όι άθρωπος, σούπερ μάρκε είναι. Από κείνες σες τσι καινούργιες μαρκέτες είναι, τσι γερμανικές.
- Α, εννοείς τα λιντλ!
(καινούργια, λέμε τώρα... τώρα τελευταία γίνεται ντόρος με δαύτα)

ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: γερμανικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα μπαζοπαίχνιδα, λόγω της διάταξης των παιγμένων φύλλων πάνω στην τσόχα ανά μπάζα, προκύπτει αυτή η φράση. Τα φύλλα τοποθετούνται κάθετα, και μπροστά από τον κάθε παίκτη με αποτέλεσμα ανά άξονα, όταν τραβήξουμε δύο νοερές γραμμές ανάμεσα στα απέναντι φύλλα, μία για το καθένα, προκύπτει απ'το σημείο του σταυρού.
Η λέξη "κόλπο" είναι μια από τις πολλές που έχουν υιοθετηθεί στα ελληνικά για να περιγράψει την μπάζα, που στα αγγλικά λέγεται "trick", δηλαδή κόλπο.
Η φράση "σταυρώνω κόλπο" σημαίνει πως στη συγκεκριμένη διάταξη 4 φύλλων με το σημείο του σταυρού που αποτελείται από τους δύο νοερούς άξονες, κάθετα ο ένας με τον άλλον, το δικό μου φύλλο ήταν το ισχυρότερο και κέρδισε την μπάζα (λέγεται και "λεβέ" από τα γαλλικά). Όταν "σταυρώνεις κόλπο" κάνεις τις μπάζες σου, δεν είσαι για τα μπάζα! Όχι παίζουμε!


- Άσε με ρε φίλε, στην πρέφα σήμερα δε σταύρωσα κόλπο, δε σταύρωσα και κοντεύει να μού'ρθει κόλπος! Γλυκάθηκα και την πάτησα. Πάει το μηνιάτικό μου και ποιος την ακούει τη γυναίκα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Μένω στη μέση του πελάγους, με τέρμα μπουνάτσα την εποχή των ιστιοφόρων πλοίων και περιμένω να φυσήξει για να πάρουν πάλι μπρος τα πανιά, να γίνουνε μπαλόνια και να συνεχίσω την πορεία μου.

Κατ' επέκταση, μένω στάσιμος σε ένα σημείο, βαλτώνω, αδρανώ, τα χάνω (με την έννοια κολλάει το μυαλό μου από τον όγκο των πληροφοριών που πρέπει να διαχειριστώ, ή την ποσότητα των πραγμάτων τα οποία πρέπει να βάλω σε μια σειρά, σε μία τάξη. Η μεταφορική έννοια είναι που πλέον χρησιμοποιείται κατά κόρον καθώς το κυριολεκτικό πελάγωμα με τα σύγχρονα μέσα είναι σπάνιο και η ανιχνευσιμότητα των πλοίων μεγάλη με την τεχνολογία του gps εκτός κι αν υπάρχουν άλλα συμφέροντα στη μέση.


1.- Πώς τα πήγες στο τεστ;
- Τί να σου πω, ρε συ; Εκεί που ωραία και καλά όλο το σ/κ το είχα ξεσκίσει το λεξιλόγιο, σήμερα όταν είδα όλες αυτές τις λέξεις μαζεμένες, πελάγωσα! Μέχρι το τελευταίο μισάωρο δε λειτουργούσα και τελευταία στιγμή πήρα μπροστά. Τί να σου πω, θα δούμε.
2. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, φασίνα, μαγείρεμα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι... Πώς να μην πελαγώσει κανείς όταν έρχονται όλα πάνω του και εξαρτώνται απ'αυτόν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μετά από (χοντρή) μακακία, αλλού πήγαινα κι αλλού αυτό με πήγε ένα πράμα, θα έχω μπλεξίματα, φασαρίες, μπελάδες με το να μου γυρεύουν τα ρέστα για το πως και το τι. Ύστερα, επισύρονται φωνές, επιπλήξεις, ειδικά αν αυτό το μεγαλεπήβολο που επιχείρησα το έκανα στα κρυφά και με πιάσουν στα πράσα, λίγο πιο δίπλα απ'τα λάχανα.

Η πλήρης έκφραση, που ακούγεται σπάνια πλέον, είναι συνώνυμη του "την έβαψα" (τη ρίζα;), δηλώνει πως όταν μια βάρκα δεν πάει καλά και μπάζει από παντού νερά, έτσι και μια κατάσταση από λανθασμένους χειρισμούς λόγω παρεμβολής ασταθμήτων παραγόντων, κινδυνεύει να πέσει έξω, να βουλιάξει.


1.- Κοίτα ρε μλκ, τί μου έβαλε το αφεντικό να μηχανογραφήσω μέχρι αύριο. Πιο χαρτούρα, πεθαίνεις, ρε φίλε. - Ωραία, θα κάτσω να σου κάνω παρέα, αλλά μέριασέ τα λίγο να βάλω τον καφέ μου... Ωωωωωχ!
- Όχι, ρε πούστη μου! Τί να σου πω τώρα; Την έκατσα! Τί θα κάνω; Δεν μπορώ να του τα επιστρέψω έτσι...Αχ, Θεέ μου!

2.- Έλα ρε, θα στρίψεις καμιά φορά; Θα τελειώσει το διάλειμμα κι ακόμα! Όλοι οι άλλοι τις κάνετε τις τζούρες σας.
- Τώρα, ρε πρήχτη! Ορίστε, έτοιμος! Θα πεθάνω απ' την αγωνία! Πως δε μας έχουν πιάσει ακόμη...
- Σκάσε ρε, κατσικοπόδαρε! Μονίμως ο νους σου στο κακό...
- Τεκέ το κάναμε δω μέσα, δε βλέπεις; Ντουμάνι!... άμα κάνει ντου καμιά αγγλικού... Και ξέρεις αυτή δε μασάει. Διήμερη, για πλάκα!
- Ρε χαμένοι, τί κάνετε μέσα στις τουαλέττες; Βγείτε όλοι αμέσως έξω! Ορίστε μας, αντράκια μια σταλιά, το τσιγάρο σας μάρανε!
- ΩΩΩΧ! Αυτή είναι! Την κάτσαμε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλοηγός gps με τους χάρτες, τη φωνητική καθοδήγηση και τις οδούς όπως τους λαμβάνει δορυφορικά ή τους έχει προαποθηκευμένους και τους ενημερώνει μέσω δικτύου μάρκας Μio. Τα παλιά μοντέλα είχαν αναίσθητη οθόνη αφής - όπως και οι πρώτες εταιρείες με κινητά αφής, είχαν κινητά που έπρεπε και να πιέσεις την οθόνη, εκτός από το να την χαϊδέψεις - και συνοδεύονταν με στικάκι - κοπανιστήρι για να λάβει την εντολή του χρήστη. Τώρα έχει αντικατασταθεί από τα έξυπνα κινητά, τις ταμπλέτες, ή τις μίνι ταμπλέτες που χρησιμοποιούν οι ταξιτζήδες σε μόνιμη θέση στο παρμπρίζ, στη θήκη - δαγκάνα με τη βεντούζα, με προσαρμοζόμενο μέγεθος για τα γκάτζετ αφής.


- Και που ήθελες, ρε μαλάκα να το βρω το κωλόστενο στου διαόλου τον κώλο που είναι και πάροδος; Να, ούτε κι ο μάκης δεν το έχει... Άι χέσε μας... Με πήρε μια ώρα να το βρω κάνοντας κύκλους γύρω γύρω, ήρθα να σε τιμήσω για τη γιορτή σου και μου τη λες κι από πάνω. Πού σκατά το βρήκες αυτό το κουτούκι ήθελα να'ξερα...
- Ε, άμα δε το'χε κι ο μάκης, που να το βρεις κι εσύ... Εντάξει μωρέ... Κι ο,τι είπαμε ψωμί κι αλάτι. Πέρνα μέσα, που έχουν έρθει και τα παιδιά...

μάκης ο πλοηγόςμάκης ο πλοηγός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατελές - συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα, Πελοποννησίων που ασκούσαν την τέχνη του κατασκευαστή και επισκευαστή χτενιών στην Κρήτη. Ήδη πριν από τον 19ο αι. συντεχνίες τους απαντήχνανε στη Μεγαλόνησο και φιλοξενούνταν στο χωριό Ξιδά της επαρχίας Πεδιάδος, όπου έγιναν επιγαμίες και απορροφήθηκαν από τους ντόπιους, αλλάζοντας και τα επώνυμα τους σε κρητικά και ιδίως στο δεικτικό του επαγγέλματός τους, όπως Χτενιαδάκης.
Το γλωσσάρι αυτό εξυπηρέτησε 3ων αιώνων και βάλε σινάφια συντέχνων χτενιαδιτών, κατά τις περιπλανήσεις τους και υπήρξε το μόνο καταφύγιο από τους κινδύνους της προκατάληψης των ντόπιων και ιδίως των Τούρκων, αλλά και για λόγους προσωπικούς: να επικοινωνούν ντέρτια και καημούς σε ιδίωμα που δεν καταλάβαινε κανείς, αλλά και να ανταλλάζουν πληροφορίες για την πέραση του επαγγέλματός τους και τις τύχες των συναδέλφων τους.
Πλάστηκε από την Πελοπόννησο και συνεχίστηκε να πλάθεται στην Κρήτη. Είναι νεκρό ιδίωμα ήδη πριν την Κατοχή, διότι το σινάφι έπαψε να είναι αποκλεισμένο κοινωνικά, καθότι προσαρμόστηκε στην ντόπια κοινωνία κι έτσι εξέλειψαν κι συνθήκες που το γέννησαν. Ως φαινόμενο απαντά σε διάφορα επαγγέλματα συντεχνιών κατά τόπους, και αναλόγως την ανθηρότητα του σιναφιού και την αυτοπεποίθησή του ως προς τη θέση του στην τοπική κοινωνία είναι πιο εξελιγμένο ή πιο πρωτόγονο. Το γλωσσάρι των χτενιαδιτών είναι μάλλον πρωτόγονο και περιορισμένο και περιγράφει μια πολύ ορισμένη γκάμα καταστάσεων και πραγμάτων, όπως απλή και περιορισμένη ήταν κι η ζωή τους η ίδια.


1."Να στείλουμε πελεκούδες στο σανασακέο, να ξέπομε φλαουνιάρι, ή φιόρο, ή φιορεφτάρα".
Μτφρ.: Να πούμε του καφετζή να μας φέρει καφέ, ρακή ή κρασί.
2."Να στειλίσουμε φιόρο"
Μτφρ.: Να πιούμε κρασί.
3."Κουργιά, στείλε πελεκούδες στην κότενα, να στειλίσει μπερδένι για να στειλίσουμε το κοπανάρι".
Μτφρ.: Μάστορα, πες της γυναίκας να μασε δώσει μπαμπάκι για να φτιάξουμε το χτένι.
4."Ο κουργιάς φαγγρίζει τη σαΐτα"
Μτφρ.: Ο μάστορας ή ο άντρας γελά στην κοπελλιά
5. "Η σαΐτα φαγγρίζει"
Μτφρ. Η κοπελλιά γελά.
6. "Βροντομάγια το βασίλη"
Μτφρ.: Βάλε λάδι στο λύχνο
Αυτή η έκφραση ακουγόταν τάχατες για νυχτέρι. Όσο περισσότερο κρατούσε το λάδι, τόσο περισσότερο βαστούσε και το ξενύχτι. Στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για εξοικονόμηση λαδιού καθώς λόγω κούρασης οι χτενιαδίτες σπάνια ξενυχτούσαν κι έτσι είχαν πάντα εύκαιρο απόθεμα τις νύχτες που ήθελαν να κάψουν λίγο παραπάνω για διάφορους λόγους (π.χ.:ξαγρύπνισμα για τον άρρωστο, υπερένταση και αϋπνίες, συμπληρωματική εργασία κ.λπ.).
7. "Να στειλίσομε λόντζα"
Μτφρ.: Να φάμε ψωμί

Από αυτές τις φράσεις, προκύπτει το εξής γλωσσάρι:
κουργιάς = άντρας ή μάστορας
στέλνω πελεκούδες = λέω ή δίνω παραγγελιά
σανασακέος = καφεντζής φλαουνιάρι = καφές
φιόρο = κρασί
φιορεφτάρα ή φιορίνα (αλλού) = τσικουδιά
κότενα = κυρά, γυναίκα
μπερδένι = μπαμπάκι
κοπανάρι = χτένι
σαΐτα ή σαϊτούρα (αλλού) = κοπελλιά
βασίλης = λύχνος
Πρόσθετα (εκτός παραδειγμάτων):
κουμουχιώτικα = σταφύλλια
τραϊφόρο = τυρί
λεφόχιο = ο παπάς
Ρήματα:
Βρονταμαγ(ι)ώ = βάζω λάδι
στειλίζω = αναλόγως το αντικείμενο μπορεί να σημαίνει "δίνω", "στέλνω" ή "φτιάχνω", ακόμα και "πίνω" ή "τρώω". Είναι κάτι σαν το "αβέλω" των καλιαρντών. Ρήμα πασπαρτού. Έτσι προκύπτει το παράδειγμα 2, 3 και 7.
Πρόκειται για ιδίωμα εύπλαστης σημασιολογίας καθώς εξαρτάται από τη σύνδεση ρήματος - αντικειμένου και έτσι αναλόγως το αντικείμενο μετατρέπεται το νόημα του ρήματος για να δηλώνει κάθε φορά και άλλο υπονοούμενο.

Πέραν αυτών, υπήρχε και η επαγγελματική ορολογία που περιλάμβανε λέξεις όπως:
στύλοι = Τέσσερις στύλοι φτιάχνανε το "κάδρο", το πλαίσιο όπου στηρίζονταν στο εσωτερικό τα υπόλοιπα στοιχεία της χτένας
θύρες = Καλάμια που τοποθετούνταν οριζόντια ανάμεσα στους στύλους
λιγαδούρα = Άθροισμα 50 θυρών
βαγί = Πλέξιμο θυρών ανάμεσα στους στύλους
γιακαλίζω = Κόβω τις άκρες των θυρών που εξέχουν από τους στύλους
χαντρώνω = Χαράζω την οριζόντια πλευρά των θυρών στα δύο άκρα και μετά διορθώνω με το μαχαίρι τις θύρες να γίνουν ίσιες
στραβομαχαιρίζω = Εξωμαλύνω την επιφάνεια πλέξης ώσπου να τη λειάνω με πλάγιες κινήσεις και με στραβομάχαιρο, φαλτσέτα
γλυκοθυρίζω = Καθαρίζω το χτένι με ειδικό εργαλείο, το ξυστρί
Από έρευνα και καταγραφή του Γιώργη Θεοδοσάκη, όπως παρουσιάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια "Κρήτη, το αφιέρωμα" σειρά Α, τόμος 16ος Λαογραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified