Νικώ, κερδίζω.

Από την λέξη «ρόμβος».

Κάποια παιδικά παιχνίδια (όπως το κουτσό), είχαν έναν ρόμβο που σημείωνε το νικητήριο τέλος της διαδρομής και όποιος έφτανε εκεί πρώτος έκανε ρόμβο-ρόμπο-ρούμπο.

Ρούμπος = η επιτυχία, η νίκη.
Σε ρούμπωσα = σε νίκησα.

Ε, να έχουμε και μία σεμνή λέξη για την νίκη μας. Είπαμε σλανγκ, αλλά αν μας καλέσουν για γκολφ και νικήσουμε, μην πλακώσουμε τον άλλον στα «σου έσκισα τα βάρδουλα ρε πούστη», «σου γάμησα τα πρέκια ρε παπάρα», δεν σηκώνει, θα ξεφτιλιστούμε σε τέτοιο «κωλομεγλειφάτο» περιβάλλον. :-) Ενώ ένα «σας ρούμπωσα» αγαπητέ μου, αφήνει άλλες εντυπώσεις.

- Ποιος κέρδισε στο τάβλι ρε;
- Εγώ ρε, τον ρούμπωσα τον Κώστα.

(από vip, 23/03/09)(από Βασίλης-7, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά που αναφέρεται σε παντελώς ατάλαντο αμυντικό χαφ.

Η βασική λειτουργία του αμυντικού χαφ (ή εξάρι) είναι να τρέχει σκυλίσια και να ανακόπτει όποια μπάλα μπορεί - γι' αυτό και κάποιοι αναφέρονται στα καθαρά εξάρια και ως «κόφτες». Πρέπει να βγαίνει πάντα πάνω στα μακρινά σουτ και να κόβει το πεδίο του σουτέρ, να βγαίνει πάνω σε μια πάσα πριν τον αποδέκτη της και να σταματάει τις αντεπιθέσεις πριν γίνουν επικίνδυνες.

Ένα εξάρι που δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά - συνήθως επειδή είναι προχωρημένης ηλικίας και δεν έχει τρεξίματα ή επειδή είναι πολύ σοφτ το παιχνίδι του - δεν μπορεί να κόψει ούτε στην ξερή, ήτοι με βαλέ.

Πήγε ο άλλος και έβαλε αμυντικό χαφ το Μάκο, και τους ρίξανε 3 κόντρες στο κεφάλι. Αφού δεν μπορεί να κόψει ούτε με βαλέ ο τύπος.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίξιμο μίας χεριάς, ενός (αριθμητικά) παιχνιδιού στο πόκερ ή στην πόκα.

Στο προηγούμενο κόλπο έγινε σφαγή! Μπήκανε τρεις με φουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στο ομώνυμο μηχανικό πιάνο, αλλά στην ποδοσφαιρική σλανγκιά για όσους λεβέντες (παιχταράδες, διαιτητές, κ.ά.) χρηματίζονται. Επίσης, η πράξη της δωροδοκίας.

Εκ του τα πιάνω όλα, βεβαίως βεβαίως.

1. Η πιανόλα Θέμος βρίζει κόσμο και παίκτες του ΠΑΟΚ

2 δωστε και κανα χαρτζιλικι στο σάντος την πιανόλα.

3. Ο πρόεδρος της Ραπίντ και η «πιανόλα» με την Βοιβοντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέση στο μπαλάκι. Αναφέρεται στους δύο ακριανούς ψεύτικους ποδοσφαιριστές που βρίσκονται εκατέρωθεν του σέντερ φορ.

Χαρακτηριστικό των μπανιστηριών είναι ότι απαγορεύεται να σουτάρει κάποιος με αυτά, αφού η μπάλα πάει διαγώνια και είναι πολύ δύσκολο να την αποκρούσει ο αντίπαλος. Επειδή δεν θεωρείται «αντρικό», απαγορεύεται γκολ από αυτά, εκτός αν μπει από κόντρα μετά από απομάκρυνση της αντίπαλης δυάδας.

Κατόπιν συμφωνίας μπορεί ένα τέρμα από μπανιστήρι, είτε απλά να μη μετρήσει, είτε να μετρήσει ανάποδα. Έτσι, το μπανιστήρι αρκείται απλά να επιδιώκει την κόντρα ή να προσπαθεί να μπερδέψει τον αμυνόμενο δίνοντας γρήγορες πάσες.

Ακριβώς γι' αυτό, επειδή δηλαδή μπανίζουν τα γκολ αλλά γκολ δε βάζουν, λέγονται μπανιστήρια.

— Γκοοοοολ!!!!
— Τι λες ρε μαλάκα, με γκολ από μπανιστήρι θέλεις να νικήσεις;
— Κόντρα ήταν ρε μαλάκα.
Άσε τα σάπια.
&^()&^)&#%_*(^)#*%)#.

Δες και πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκτική μούτζα. Όταν προσπαθείς να επιτύχεις έναν στόχο τόσο πολύ και αποτυχαίνεις τόσο οικτρά που δεν θα μπορούσες να κάνεις χειρότερα.

Προέρχεται από χαλασμένο μηχάνημα Touch & Play με 20 ερωτήσεις σε φλιπεράδικο στην Γλυφάδα, όπου αντί να γράψει

ΤΑ
ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ

το τελικό σίγμα έκανε λούπα και έβγαινε και μπροστά από το κάππα, εξού και

ΤΑ ΣΚΑΤΑΦΕΡΕΣ

-Πήγα να παίξω Smoke On The Water στη κιθάρα μου για να κάνω μόστρα και στη δεύτερη νότα έσπασε η χορδή και με έκοψε.
-Συγχαρητήρια, τα σκατάφερες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον δυο μεγάλες κατηγορίες πλασέ:

  • Ένα καλοζυγισμένο και όχι ιδιαίτερα δυνατό σουτ με το οποίο ο παίχτης «πλασάρει» την μπάλα (συνήθως με το εσωτερικό του ποδιού) όπου ή σε όποιον θέλει.. Εκ του γαλατικού placer, τοποθετώ («une balle bien placée»). Παίζει και στο βόλεϊ.
  • Στο γλωσσάρι των αλογομούρηδων, ιπποδρομιακό στοίχημα ότι το άλογο στο οποίο ποντάρουμε θα τερματίσει σε μια από τις δύο πρώτες θέσεις. Πάλι, εκ του γαλατικού placer (αγγλικανιστί: each-way).

1. Απέκρουσε με ανάποδο ψαλιδάκι το πλασέ του Μέσι

2.
♫ Τον τζόκεϊ με το άλογο
βοήθα Παναγιά μου
για να μην έρθουνε πλασέ, ναι πλασέ
και χάσω τα λεφτά μου, στον ιππόδρομο ♫
(Γιώργος Μητσάκης)

Πλασέ μεγάλου παίχτου (από σφυρίζων, 03/04/13)Αλογομούρικο πλασέ (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified