Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Selected tags

Further tags

Μεταφορικώς χρησιμοποιείται για διάφορα εξογκώματα, και κυρίως για εξογκώματα σε δερμάτινες ή ελαστικές επιφάνειες (ή και σε άλλες επιφάνειες που θα έπρεπε να είναι λείες). Λ.χ. σε μπάλα ποδοσφαίρου που υποφέρει από το κλωτσίδι, ιδίως αν είναι κακής κατασκευής, ή σε ελαστικά οχημάτων που πετάνε βυζί ως μη όφειλαν. Ένας περαιτέρω αστεϊσμός μπορεί να επιτευχθεί αν το κακής ποιότητας ελαστικό παρομοιαστεί με διάσημη φο-βυζού τουμπανοβύζα τ. Πάμελα Άντερσον, Πετρούλα Κωστίδου κ.τ.ό.

Συνώνυμο: καρούμπαλο.

Πάσα: deinosauros, sokin, Παπαντώνης.

  1. Πεταξε βυζι το λαστιχο
    Εκλασε η ασφαλτος
    Για το πεταξε βυζι ισως λεγεται για τα ελαστικα με σαμπρελα και το λενε στην κατασταση στην οποιο το λαστιχο ειναι οπως η μπαλα,που σκιζεται το δερμα και πεταγεται το μπαλονι εξω και κανει ενα καρουμπαλο...Εντελως στην τυχη και πιθανως να ειναι τρελη μ@λ@κια... (Εδώ).

  2. Τελικά τα κατάφερα και έπεσα όλος μέσα σε γνωστή λακούβα των νότιων προαστείων. Πέταξε «βυζι» (σαν την Πετρούλα..... ενα τούμπανο) (Εδώ).

  3. Καλύτερα να κάνει βυζιά το λάστιχο (αν και αυτό έχει σχέση περισσότερο με την ποιότητα των ελαστικών παρά με τη γόμα... αλλά έστω ότι έχουν σχέση, δεν είμαι και ειδικός, αν ξέρει κάποιος ας μας δώσει τα φώτα του) παρά να βρεθεί σε ένα δεντρό κρεμασμένος με το τιμόνι στο χέρι. (Εδώ).

  4. Ήμουνα καλός τερματοφύλακας, έπιανα τη μπάλα με το ένα χέρι κι έβγαζε «βυζί» ! (Από το βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα, ευγενικώς πασαρισθέν υπό του Δεινοσαύρου).

(από Vrastaman, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χανούμισσα, δηλαδή η ομάδα της Α.Ε.Κ..

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Ρε μόνο η χανούμα! (Ούμπερ-δημοφιλές θρεντ του bourdela.com).

  2. Ανανέωσε ο Σκόκο στη χανούμα (Εδώ).

(από Khan, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Μονάδα μέτρησης χρόνων παραμονής στο εξωτερικό των αιώνιων φοιτητών.

Χρησιμοποιείται όταν η ακαδημαϊκή θητεία του εκάστοτε φοιτητή έχει ξεπεράσει κάθε χρονικό όριο, κοινώς όταν έχει χαθεί το μέτρημα.

Είθισται να συνοδεύεται (ο όρος) με αριθμό για να δώσει έμφαση.

(Διάλογος μεταξύ φοιτητών)
- Δε πάει άλλο φιλαράκι, πρέπει να πάρω πτυχίο φέτος.
- Άραξε ρε μεγάλε και να γυρίσεις τι νομίζεις ότι θα κάνεις, δε βλέπεις τι κρίση παίζει στην Ελλάδα; Αλήθεια πόσα χρόνια λείπεις;
- Τι να σου λέω τώρα, έχω δει τρία μουντιάλ στην Ιταλία και πάω για το τέταρτο αν συνεχίσω να τα ξύνω!
- Πλάτανος...

(από danikos, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωφελούμενοι μάλλον από την παραπάνω παράφραση, οι οπαδοί της εν λόγω ομάδας υποστηρίζουν ενίοτε ότι ΜΠΑΟΚ= Μέγας Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών.

- Γιατί λες ότι είσαι ΜΠΑΟΚ και όχι ΠΑΟΚ;
- Γιατί είμαστε ΜΕΓΑΣ Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών!!!

Ζμπαουγκτζής (από allivegp, 03/02/12)(από Khan, 12/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην παιδική επαρχιακή ποδοσφαιρική αργκό, η επανάληψη. Χρησιμοποιείται συνήθως για φάουλ, κόρνερ, πέναλτυ, τα οποία δεν έχουμε εκτελέσει καλά, και με κάποια τσατσιά προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τα ξαναεκτελέσουμε. Η «επαναλαβή» ...επαναλαμβάνεται πολλές φορές και από πολλά στόματα σε έντονο ύφος σε μία προσπάθεια σπασίματος νεύρων του αντιπάλου, ώστε να τσατιστεί και να μας δώσει αυτό που θέλουμε.

Η λέξη, επίτηδες εξόφθαλμα λανθασμένη, έχει σχεδιαστεί για να δίνει έμφαση και να εκνευρίζει περισσότερο τον αντίπαλο. Κλασική περίπτωση ψυχολογικού πολέμου της αλάνας.

- Ε, το τείχος ήτανε κοντά, δε στρέει, επαναλαβή, επαναλαβή!
- Άντε ρε κλαψομούνηδες παίξτε μπάλα!
- Άντε δώστους το μην κλαίνε πάλι...
- Δεν καταλαβαίνω πώς μας καταφέρνουν κάθε φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποδόσφαιρο, η μπάλα, η μπαλίτσα λέγεται και έτσι λαμβάνοντας την υποκοριστική γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -ετο (λ.χ. σκοπιά- σκοπέτο, γκόμενα- γκομενέτο- νέτο, πόρνη- πορνέτο κ.τ.ό.), ώστε να συμπίπτει και με το ευγενές θέαμα του χορευτικού μπαλέτου. Λειτουργεί δηλαδή και ως ευφημισμός ή ως και καλούα ξεκάρφωμα όταν λ.χ. οι αγγουριές με τις μπύρες λένε ότι πάνε να δούνε μπαλέτο, εννοώντας μπάλα, ενώ το δόκιμο μπαλέτο είναι και καλά θέαμα για γυναίκες.

Βέβαια, ενίοτε το ποδόσφαιρο γίνεται κυριολεκτικά μπαλέτο, όταν λ.χ. υπάρχουν πολύ χαριτωμένες ντρίπλες, που θυμίζουν χορογραφία (βλ. και χαρακτηρισμό ποδοσφαιριστών ως «μπαλαρινών» στο παράδ. 1), ή όταν η σφυρίχτρα είναι σφυρίχτερμαν. Συναφώς, αποτελεί και παρατσούκλι του ποδοσφαιριστή Σεμπάστιαν Λέτο.

Τρίβιο: Ο Dmitri Shostakovich είχε χαρακτηρίσει το ποδόσφαιρο «μπαλέτο των μαζών» (δες).

1.Μια νύχτα στα …μπαλέτα!
Εκρηκτικές στις αρχές του Β’ ημιχρόνου οι “μπαλαρίνες” του Παναθηναϊκού, συνέτριψαν με σκορ 3-0 τον ΠΑΟΚ σε μια απίστευτη αγωνιστική… (Εδώ).

  1. Στην τηλεόραση μπαλέτο,
    όχι τα Μπολσόι,
    μπάλα πώς το λένε,
    Ζιντάν, Φαν Νιστελρόι.
    (Ημισκούμπρια, βλ. μήδι).

  2. Είδαν μπάλα και μπαΛέτο (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενοδοχείο της γνωστής αλυσίδας Γαμοτέλ όπου πάνε ζευγάρια για σεχ. Προφάνουσλυ, επειδή στο ποδόσφαιρο το πέναλτι είναι σχεδόν σίγουρο γκολ, έτσι όταν έχεις την γκόμενα σε τέτοιο ξενοδοχείο είναι «στημένη φάση» και μπορείς εκ του ασφαλούς να σκοράρεις, να βάλεις γκολ κ.ο.κ.

an parallila exeis kai to gkomenaki sou, tha to pas gia fagaki, gia potaki kai meta se kana penaltadiko (oxi se grecotel!!!). (Από zoo.gr).

Αυτές είναι τηλεοπτικές σειρές! (από Khan, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η αρχική προέλευση της φράσης προέρχεται από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ υπό τη μορφή: «ΠΑΟΚ...κι ας μη γαμήσω ποτέ!!!».

Είναι αυτονόητο για τον οπαδό της συμπαθούς ομάδας του Βορρά ότι η πρόοδος και η ευημερία της αγαπημένης του ομάδας μπαίνει πάνω από το προσωπικό του συμφέρον. Ο βαθμός αφοσίωσης είναι τέτοιος μάλιστα, ώστε ο οπαδός θυσιάζει ακόμη και τις χαρές του έρωτα προκειμένου να δει την ομάδα του να πηγαίνει μπροστά.

Από άλλον Έλληνα (μη ΠΑΟΚτζη) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως, δείχνοντας κάθε φορά το μέγεθος της θυσίας που είναι έτοιμος να προσφέρει υπέρ ενός ανώτερου σκοπού.

Από ΠΑΟΚτζή:
«ΜΠΑΟΚ...κι ας μη γαμήσω ποτέ!»
(αυτό μένει πάντα έτσι, δεν αλλάζει)

Από μη ΠΑΟΚτζή:
- Τι λέει; Πώς σου φαίνεται η καινούρια αεροτομή που έβαλα στο όχημα;
- Ε, ξέρω 'γω; Καλή είναι...
- Μόνο καλή; Κούκλα έγινε το Mitsubishi!
- Άσ' τα αυτά λέω εγώ και τράβα να βρεις καμιά γκόμενα...
- Και να παρατήσω έτσι απλά το αμάξι; Δεν ξέρεις τι λες αδερφέ... EVO... κι ας μη γαμήσω ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός τύπου που συχνάζει σε σκακιστικούς συλλόγους, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία να προτείνει ένα μπλιτς στα γρήγορα. Το μπλιτς είναι το γρήγορο ματς (δέκα λεπτών ο αγώνας, με χρονόμετρο) μεταξύ δυο αντιπάλων, αλλά ένας καλός σκακιστής σε επίπεδο μαιτρ μπορεί να κερδίσει την παρτίδα μέσα στα δέκα λεπτά. Ο μπλιτσαδόρος, για τους υπολοίπους του συλλόγου, είναι κάτι σαν το αντίστοιχο του μπριτζ (ομοιοκατάληκτο), σαν πρεφαδόρος.

Ωχ τι θέλει πάλι ο μπλιτσαδόρος... τι να παίξουμε τώρα, εδώ παρακολουθούμε αγώνα σοβαρό.

(από allivegp, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified