Λόγω της ασαφούς, διττής σημασίας της, η μονοσύλλαβη αυτή λέξη αποβαίνει σε κρας τεστ που προδίδει την αλλοδαπή προέλευση υποψηφίων μπαργούμαν, ενώ η ορθή χρήση της αποτελεί την κορωνίδα της σωστής εκμάθησης των Ελληνικών από έναν αλλοδαπό.

Επί της ουσίας, προέρχεται από το αρχαίο επιφώνημα [βá] (μπά; το ξέρατε;) και δηλώνει έκπληξη, απορία.

Ωστόσο, κι εδώ το παιχνίδι σκληραίνει, το λήμμα χρησιμοποιείται ειρωνικά και ως αποφατικό μόριο.

Για να μη προσθέσω και μια τρίτη σημασία, όπου το λήμμα δεν σημαίνει τίποτε και απλά μπορεί να παραλειφθεί.

  1. (ως επιφώνημα απορίας)
    - Ρε μαλ, ο Λιακό έβγαλε νέο βιβλίο, «Τα μυστικά όπλα των Ανουνάκι», του Σάιμον Πούστερμαν
    - Μπα; Μία εκπομπή έχασα κι ανέβασε καινούριο πακέτο;

  2. (ως αποφατικό μόριο)
    - Απόψε γαμάμε, έρχεσαι;
    - Τί παίζει ρε μαλακομπούκωμα; - Θα βγω μπλάιντ με δυο τύπισσες που έβγαλα χθες στο savourogamis.gr
    - Kαι το όνομα αυτών;
    - Δέσπω και Χάιδω
    - Μπα, δώσε άκυρο. Μπαζοκατάσταση μου μυρίζει.

  3. (ως τίποτε)
    - Μπα που να σου τζάσει το παγκλό και να σουροματίσεις γούρλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική σημασία του λήμματος φυσικά αναφέρεται στο κακόηχο κρωγμό του κόρακα ή άλλων μη ωδικών πτηνών.

Η σλανγκ ενσάρκωση αφορά το γιουχάισμα και την αποδοκιμασία.

Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα, η οποία υιοθέτησε το ρήμα κράζω, αναφερόμενη στον συριστικό τόνο φωνής που χρησιμοποιούν οι κακές αδελφές όταν διαπληκτίζονται ή μαλλιοτραβιούνται. Ωσεκτουτού, καθιερώθηκε ο όρος κραγμένη ως συνώνυμο της εξόφθαλμα θηλυπρεπούς αδελφής.

Το 1981 κυκλοφόρησε το ταμπλόιντ «Το Κράξιμο», με προκλητικό σλόγκαν «κάθε εργασία με σκοπό το κέρδος είναι πορνεία» και εκδότρια την εκδιδόμενη τραβεστί Πάολα. Η έκδοση χρηματοδοτήθηκε από τις βίζιτες της εκδότριάς του και το «Κράξιμο» φιλοξένησε άρθρα πολλών ιερών τεράτων όπως των Κώστα Ταχτσή, Ανδρέα Βουτσινά, Σπεράντζα Βρανά, Μαλβίνα Κάραλη κ.α. μέχρι που κατέβασε τα ρολά το 1993.

Η λέξη κράξιμο σταδιακά διέβη το κατώφλι του mainstream και πλέον χρησιμοποιείται ευρύτατα χωρίς απαραιτήτως να παραπέμπει σε σεξουαλικές προτιμήσεις. Δίκαιοι στόχοι κραξίματος αποτελούν πλέον, μεταξύ άλλων, οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και επιχειρηματικοί εκείνοι ηγέτες που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα με την αλαζονεία τους.

1.
«...τα καλιαρντά της τηλεόρασης που σφυρηλατούν την καθημερινή λαλιά και το ήθος του αστικού πληθυσμού... οι στερεοτυπικές κωμωδιούλες του καναπέ και οι τηλεπαρλάτες, γραμμένες συνήθως από γκέι, βάζουν τις γυναίκες να κράζουν σαν κίναιδοι και εικονίζουν τους άντρες είτε σαν ξέσαλες είτε σαν αρσενικά ξόανα...» (Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

2.
«...μεγάλο κράξιμο που δέχτηκε ο πρώην υπουργός Βαγγέλης Μπασιάκος από τους νεοδημοκράτες κατά την ομιλία του κάπου στον Ορχομενό...» (από Blog)

3.
«Κράξιμο στα ΜΜΕ» (Τίτλος άρθρου, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ)

4.
«Συνεχίζεται και μεγαλώνει το κράξιμο στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Αλέξανδρο Κοντό» (από Blog)

5.
«...Από το 3ο κιόλας τεύχος (αρχές 1983) αρχίζουν τα προβλήματα. Αρχίζουν οι διώξεις του περιοδικού και του εκδότη του »περί ασέμνων« (άσεμνο είχε θεωρηθεί ένα ερωτικό σκίτσο του Ζαν Κοκτό - »ποιος είναι αυτός ο... Κοκτός;«, είχε ρωτήσει τότε ο πρόεδρος, θυμάμαι), καθώς και για »εξύβριση της αρχής«. Τέσσερις μήνες φυλακή κι ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο είχε επιδικαστεί τότε στην Πάολα, η φυλάκιση της οποίας τελικά αποφεύχθηκε χάρη στην άμεση κινητοποίηση των ομοφυλόφιλων οργανώσεων του εξωτερικού, καθώς και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων - η υπόθεση είχε απασχολήσει και τη Διεθνή Αμνηστία...» (από ιστιοσελίδα ) αφιερωμένη στο περιοδικό ΚΡΑΞΙΜΟ

Τεύχος του πάλαι ποτέ ΚΡΑΞΙΜΑΤΟΣ (από Vrastaman, 30/10/08)Bettino Craxi, το στιβαρό αγόρι (από Vrastaman, 04/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το συνθετικό καρά και τη λέξη καλτάκα, η οποία περιγράφει την πρόστυχη γυναίκα. Αν και καρά στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, ως γνωστόν, στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται ως ποσοτικό/ποιοτικό πρόθεμα που δηλώνει την υπερβολή (καράπουστας, καραπουτσαριό, καραμαλάκας, κτλ). Η καρακαλτάκα συνεπώς περιγράφει την υπερβολικά πρόστυχη γυναίκα, κοινώς γνωστή και ως καραπουτάνα.
Η έκφραση πρωτοχρησιμοποιήθηκε ευρέως από το Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και ήταν ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα Καλιαρντά.

- Συγγνώμη νεαρέ, αλλά περίμενα πριν από εσένα για πάρκιγκ. Κάνε πίσω σε παρακαλώ τώρα.
- Τι είπες μωρή καρακαλτάκα, εγώ δεν σε είδα πουθενά.
- Θα φωνάξω την αστυνομία!
- Φώναξε όποιον θες, εγώ θα παρκάρω!

(από Khan, 14/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Όχι, ή τίποτα στα λουμπινίστικα.

- Αβέλεις τούφες;
- Νάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.

Βλέπε μούτζα.

Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...

Καλιαρντοευχές (από Khan, 02/07/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νταρντάνα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας. Ενδεχομένως τουρκικής προέλευσης.

Από εκεί βγήκε και το αντίστοιχο καλιαρντό.

- Α αυτή; Τζιβιτζιλού, όλη μέρα στο χωράφι, έχει κάνει κάτι ώμους να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός-τρελός, ο γκάου, ο φευγάτος.

Πιθανότατα είναι σύντμηση του τσαζλός, το οποίο πιθανόν προέρχεται απο το τζους (φεύγω).

-Πάμε από το σπίτι του Νίκου;
-Είσαι τζαζ ρε; Τέτοια ώρα;

Στην αρχή του τρεϊλερίου (από Khan, 25/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος ο οποίος το παίζει νέος και ωραίος και την πέφτει συνήθως σε μικρά κοριτσάκια (καμιά φορά και ανήλικα).

Κοίτα αυτή την γκομενάρα με το πουρό που βγαίνει. Αλλά βέβαια... αυτός έχει τα λεφτά, βλέπεις.

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη / επιφώνημα που σημαίνει φύγε, ουστ, όξω. Προέρχεται από τα Καλιαρντά.

Σχετικά λήμματα: την κάνω, την κανά, παίρνω τον πούλο, αδειάζω τη γωνιά.

  1. - Άντε τζους μωρή τώρα, γιατί πρέπει να ετοιμαστώ να πάω στο κομμωτήριο.

  2. - Τζους μωρή ψαμοσκελού νταλκαρέτεκνη που θα μας πεις και υψομετρούδες! Δεν έρχεσαι να μας ροσολιμαντάρεις τα σερμέλια;

(Μετάφραση: Ούστ μωρή καυλιάρη κωλόμπαρε που θα μας πεις και αδερφές! Δεν έρχεσαι να μας γλύψεις τα πέη. [lamproukos.blogspot.com])

(από allivegp, 04/07/10)"Βρε άντε τώρα τζους", καρβελιά. (από Khan, 08/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified