Selected tags

Further tags

Ἡ ἔμμηνος ρῦσις στὰ καλιαρντά.

Στὴν παραστατικότατη αὐτὴ λέξι ἀνακατεύεται παρετυμολογικῶς ὁ κο(υ)μμουνισμός, τὸ μουνὶ καὶ τὰ σκέλη! Πρβλ. καὶ ξενικὲς συσχετίσεις κομμουνισμοῦ καὶ ἐμμήνων στὶς ἐκφράσεις «the russians are coming» ἢ «the reds are here».

Ἄλλες λέξεις τοῦ λουμποταραφίου γιὰ τὰ ἔμμηνα εἶναι: Τὸ ἐπίσης παραστατικότατο μουνόπασχαμουτζόπασχα, προφανοῦς ἐτύμου, ρουζόσκελη ἢ ρουτζόσκελο (ἀπὸ τὸ γαλλικὸν rouge καὶ σκέλη, πρβλ. ἔκφρασι «she has the red flag») καὶ ἡ καραφροδιτόστασι (στάσι τῆς καραφροδίτης: παῦσι τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων τῆς πόρνης, λόγῳ τῶν ἐμμήνων).

Οἱ λέξεις αὐτὲς ἀναφέρονται ὑπὸ τῶν κιναίδων πάντοτε μὲ ἀηδία καὶ μόνο χαμηλοφώνως, σὲ κατ' ἰδίαν σχολιαστικὲς συζητήσεις. Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ δρόμου, οὔτε ἔχουν χρησιμοποιηθῆ ποτὲ γιὰ κράξιμο, διότι ἁπλῶς οἱ λέξεις αὐτὲς δὲν τοὺς ἀφοροῦν, ἢ ἄντε νὰ ἀφοροῦν κανένα μπινέ (βλ. σχόλιό μου ἐκεῖ).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μπούτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα.

"Επισκεφτείτε την Σοβιετική Ένωση πριν σάς επισκεφτεί εκείνη" λέγαμε κάποτε... (από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκύλος στὰ καλιαρντά.

Σὲ πολλὲς περιπτώσεις γιὰ τὴν ἴδια βασικὴ ἔννοια χρησιμοποιοῦνται στὰ καλιαρντὰ διαφορετικὲς λέξεις, ἀναλόγως μὲ κάποια ἰδιαιτερότητα. Ἐν προκειμένῳ λυσσαγμάν λέγεται ὁ σκύλος ποὺ γαυγίζει, ὁ λυσσάρης (καὶ ὄχι ὁ λυσσασμένος) σκύλος.

Προέρχεται ἀπὸ τὴ λύσσα μὲ τὴν ψευτογαλλικὴ κατάληξι –μαν (< -ment).

Ἄλλες ὀνομασίες εἶναι:

  • Γουγουλφάκης, κατὰ χαϊδευτικὴν παρομοίωσιν μὲ τὸν γλυκούλη λύκο, σύμφωνα μὲ τὸ σχῆμα wolf > γούλφης > γουγούλφης > γουγουλφάκης. Γούλφης σημαίνει λύκος (οὐδέτερα, ὡς ζωϊκὸ εἶδος), μὲ ἀναδιπλασιασμὸ καθίσταται προσωποποιημένος λύκος τοῦ παραμυθιοῦ, ἐνῷ μὲ τὴν καλιαρντὴ κατάληξι –άκης μεταλλάσσεται σὲ σκύλο.
  • Ἀγριογουγούλφης λέγεται ὁ ἀγριόσκυλος.
  • Φιντέλης, μὲ ἔμφασι στὴ σχέσι ἀδιαπραγμάτευτης πίστεως τοῦ σκύλου πρὸς τὸ ἀφεντικό του. Ἀπὸ τὸ φιντέλης > φιντελάκης > -λάκης > Λάκης αἰτιολογεῖται καὶ τὸ παλαιότερα συνηθιζόμενο ὄνομα, ποὺ ἔδιναν οἱ ἀδελφὲς τῆς «καλῆς κοινωνίας» στὰ κανίς, πούντλ, πομεράνιαν, τσιουάουα κλπ ἀνθυποράτσες σκύλου ποὺ ἔσερναν κοντά τους. Στὸ κράξιμο ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ τὴ μαρίδα στὸ σοκάκι εἶχε μέρισμα καὶ ὁ παντέρμος ὁ σκύλος, διότι τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ ἔνας Ψοφίξ, ὁ ἄλλος Λυσσάξ, ἐνῷ κάποιος τοῦ ‘ριχνε καὶ κανὰ κλωτσίδι.
  • Γουγούμης, ποὺ εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἠχομιμητικὸ γιὰ μιὰ ἐκδοχὴ τῆς σκυλίσιας φωνῆς (γούου-γούου), μιᾶς καὶ τὸ γαβγάβης θὰ ἦταν κακόηχο καὶ ὑπὲρ τὸ δέον νατουραλιστικό.

Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, τὸ γάβγισμα λέγεται γουλφομπεναβία < γουλφομπενάβω, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ μαντὰμ μπεναβία (βλ. παράδειγμα λήμματος σὶκ ρανζὲ ὀριεντάλ).

  1. - Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.
    - Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
    Τουτέστιν:
    - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)
    - Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα.
  2. (Λέει ἡ Γκρέτα δυνατὰ στὸ μισοριξιὰΨοφίξ)
    - Λάκη, γάβγισε τὸν κύριο (ἐννοοῦσε τὸν Ἀλβανό, ποὺ δὲ μάσαγε), νὰ πιάσουμε παρτίδες!

Τσου ρε φιντελάκη! (από Khan, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται ἴσως διὰ τὸ γνωστότερον καὶ παλαιότερον κράξιμον, εἰδικῶς διὰ κιναίδους, τὸ ὁποῖο δὲν ἀκούεται πλέον, μιᾶς καὶ τὰ πράγματα ἤλλαξαν πρὸς τὸ πουστότερον. Ἡ κανονικὴ ἐκφορά του εἶναι ἀρχικῶς μακρόσυρτος, μὲ αὔξουσαν ἔντασιν καὶ ὄξυνσιν τῆς ποιότητος τῆς πρώτης συλλαβῆς, παρὰ τὴν περισπωμένην, ἥτις ἐδῶ τυπικῶς μόνον τίθεται: «Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!». Συναφὴς καὶ ἡ ὀλιγότερον εὔχρηστος ἐκφώνησις: «Τσαπέέέέλες!!!!!». Παραλλαγὴ εἰς τύπον μιλητοῦ κραξίματος μεγαλοφώνως, διὰ κάρφωμα: «Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή! »

Παρά τὰς μακροχρονίους ἐρεύνας μου, ὁ τρόπος συσχετίσεως τοῦ σύκου καὶ τῆς συκέας μὲ τὸν κίναιδον παραμένει ἄδηλος. Συμφώνως πρὸς ἐξεζητημένην τινα ἐκδοχήν, τὴν ὁποίαν θέτω εἰς τὴν κρίσιν τοῦ σλαγκεπωνύμου πληρώματος ἐλλείψει ἄλλης καλλιτέρας, τὸ ὥριμον καὶ μελίρρυτον σῦκον, τοῦ ὁποίου ὁ ἰξώδης χυμὸς προβάλλει αἰδημόνως ἀπὸ τὴν μικρὰν ὀπὴν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ καρποῦ, παρομοιάζεται μὲ τὸν κίναιδον, τοῦ ὁποίου ἔχει κατέβει ἡ γλύκα πίσω εἰς τὴν ροδέλαν καὶ ὑπερχειλίζει. Ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ «Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω (καὶ διεγείρω τὰ πάθη καὶ τοὺς (ὁμο)φόβους τοῦ ὁμοφύλου πλήθους)». Μόνον αἱ κρυφαὶ δὲν ἔτεινον εὐήκοον οὖς εἰς τὰ κραξίματα, συνεσταλμέναι γάρ, ἐνίοτε δὲ καὶ βιρτζινόλουμπαι, ἄλλαι δὲ ἔτι ἐντὸς τοῦ φοριαμοῦ διατελοῦσαι (ἑλληνιστὶ in the closet). Εἴς τινας βεβαίως περιπτώσεις, ἐμπνευσμένον τι κράξιμον εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ὤθησε κρυφάς τινας νὰ ἐξέλθωσι τοῦ ἀσφυκτικοῦ καὶ πνιγηροῦ φοριαμοῦ των καὶ νὰ εἰσέλθωσι εἰς τὸ ταράφιον, καθιστάμεναι βαθμηδὸν γκρὰν ταραφόλουμπαι.

Τὸ κράξιμον βεβαίως ἠδύνατο νὰ λάβῃ πολλὰς ἄλλας μορφάς, ἄλλας κλιμακηδὸν καὶ ἄλλας ἐξ ἀρχῆς ὑψηλῆς ἐντάσεως. Μία ἀρκούντως συνήθης κλιμάκωσις ἐπήρχετο κυρίως μετὰ τὴν ἀπάντησιν τοῦ κιναίδου διὰ σκώματός τινος ποικίλης δηκτικότητος, ἐνίοτε δὲ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς. Ἡ ἀπάντησις συνωδεύετο ὑπὸ ἐπιτάσεως τῶν κουνημάτων καὶ τοῦ φιλαρέσκου ἀκκισμοῦ, πρὸς ἄφατον τέρψιν τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκραζε:
«Σκωτῶστε την μὲ λουκουμόσκονη» ἢ «Πνίχτε την μὲ...» ἢ «Πνίχτε την στὴ....». Μέχρις ἐκεῖ τὰ πράγματα ἔβαιναν ὁμαλῶς καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν τὸ μερίδιόν των ἐκ τοῦ συμβάματος (ἑλληνιστὶ happening).

Ἄλλο κράξιμον, ἰδιαιτέρως ἀξιομνημόνευτον, ἤρχιζε σταθερῶς μὲ τὸ «Ἀλάργα μωρὴ ....» καὶ προσετίθεντο κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ τὴν περίστασιν τὰ «σκατόπουστα», «καραλούμπω», «λουμπινίστρα» (< λουμπίνα + κουνίστρα), «ξεκωλιάρα πριγήπισσα» καὶ ἄλλαι παρόμοιαι κακοήθειαι. Εἰς περίπτωσιν δὲ προκλητικῆς ἀπαντήσεως, ὑπερβαινούσης τὰ ἐσκαμμένα καὶ δηλούσης διάθεσιν ἀντιπαραθέσεως πρὸς τὸ κοινόν, ἐνίοτε, ἐλλείψει προχείρου λουκουμοκόνεως, ἤρχιζεν ὁ ἐσφενδονισμὸς ὀπωροκηπευτικῶν καὶ δή ὑπερωρίμων ἢ ἤδη σεσηπότων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κλασσικὴ ἔκφρασις «μᾶς πήρανε μὲ τὰ σάπια». Ἡ παρέμβασις τῆς ρούνας (ἀστυνομίας) κατέληγε συνήθως τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς μᾶλλον αὐθαίρετον σύλληψιν τοῦ κιναίδου διὰ διέγερσιν τοῦ πλήθους, διὰ προσβολὴν δημοσίας αἰδοῦς, ἀλλὰ καὶ διὰ προστασίαν τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὁπότε καὶ ἐτζάζετο εἰς τὸ ρουνάδικο διὰ ρεβύ [< (γαλ.) revue = ἐπιθεώρησις, ἐξακρίβωσις στοιχείων εἰς τὸ τμήμα). Ὑπῆρξε βεβαίως καὶ μία ἀρκούντως μαύρη ἐποχή (1959-1983), κατὰ τὴν ὁποίαν ἴσχυσε ὁ περιβόητος νόμος 4000, περὶ τεντυμποϊσμοῦ, ὁπότε ἦτο δυνατὸν νὰ συλληφθοῦν καὶ οἱ λόγῳ καὶ κυρίως ἔργῳ κράζοντες.

  1. Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!

  2. Τσαπέέέέλες!!!!!

  3. Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή!

προφάνουσλυ (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τιραμισουρεαλιστικός όρος των καλιαρντών με βαρύ ιστορικό φορτίο για τους κίναιδους. Η ακριβής σχέση ανάμεσα στους εν Ελλάδι γκέι του 20ου αιώνα και τον καθ' όλα σεβαστό πολιτισμό των Ετρούσκων παραμένει αδιευκρίνιστη. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι καλιαρντόπουστες συνδέονται με τα λατινικά μέσω ιταλικών αποκαλούμενοι άλλωστε φραγκολουμπίνες, ενώ η βρίθουσα σε ιταλισμούς καλιαρντή αποκαλείται σκωπτικώς «βαθιά λατινικά» (βλ. σχόλιο Χότζα εδώ). Άλλωστε οι γκέι την έχουν γενικώς την έφεση στο λάτιν αναζητώντας τον Λατίνο εραστή τους. Άλλωστε πολλές ετρούσκες λουγκρητίες έχουν ζηλώσει την δόξα της αρχέτυπης Λουκρητίας και αναζητούν τον Ετρούσκο βιαστή τους.

Trivium: Όπως φαίνεται από τα μήδεα, οι Ετρούσκοι όντως το χορεύανε το λάτιν, αλλά δεν ήταν οι μόνοι. Εθνικά ονόματα από την αρχαιότητα που καταστάθηκαν συνώνυμα του γκέι είναι και οι Συβαρίτες, οι Χαλκιδείς, οι Σίφνιοι και οι Φοίνικες.

Πηγή: Αίας, Χότζας.

- Κοίτα την λουγκρητία την ετρούσκα που ψάχει τον Σέξτο Ταρκύνιο να τη στείλει για ράμματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Προέρχεται ἐκ παρομοιώσεως μὲ τὴν παλαιότερα περιζήτητη μικρὴ καὶ σφικτὴ μπάμια Μπογιατίου (νῦν Ἅγ. Στέφανος Ἀττικῆς), ἄλλωστε τὸ λῆμμα ἀπαντᾶται ἐπισήμως καὶ στὴν πλήρη μορφή του: Μπάμια Μπογιατίου, τὸ ὁποῖον στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ἠχεῖ ἀκόμη πιὸ καλιαρντό (ἐξωτικό), μιᾶς καὶ ἐλάχιστοι θυμοῦνται πιὰ τὸ Μπογιάτι ὡς τοπωνύμιο, ἴσως δὲ ἀκόμη λιγότεροι ὡς ποίημα (Τὸ θέαμα τοῦ Μπογιατίου ὡς κινουμένου τοπίου).

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, τουτού. Ἄλλες λέξεις (κατά τινας καλιαρντόμορφες), ὅπως φίφα, λιλί, λιλίκα, λιλικάκι κλπ δὲν μαρτυροῦνται εἰς τὴν καλιαρντή, ἀποτελοῦν δὲ μᾶλλον babytalk.

Ἀντίθετον τὸ γούδα, συναντώμενον καὶ ὡς γουδούμπα καὶ ὡς γουδέλα.

Δανείζομαι ἀπὸ τὸν Johnblack, διότι εἶναι κορυφαῖο:

Φιλικὴ ἐρώτησι σὲ κίναιδο:
- Παίζει καμιά γουδούμπα τελευταία ή μόνο με μπάμιες τη βγάζεις; Ἀπάντησις: - Ἄστα τζόνι μου, τόσες μπάμιες που 'χω μαζέψει, μόνο εγώ κι ο Μπαρμπαστάθης!

παρτε κοσμε φρεσκο και σπαρταριστο (από ο αυτοκτονημενος, 17/01/10)Και Ιντεραράπικαν και Ομπάμιας: Σχήμα οξύμωρο! (από Khan, 19/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι συντομίες των λέξεων μαστάρια και βυζαρέλια.

-Δες στάρια που έχει η γκόμενα!!! Σαν αγελάδα είναι για άρμεγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό mature, η ώριμη γυναίκα.

Καλά ρε, αυτή του γυάλισε;; Αυτός είναι νιάνιαρο ακόμη κι αυτή είναι ματούρι!!

Πούρα maduro (από Vrastaman, 11/02/10)Stefania Sandrelli: Άμα σου κάτσει, απαξίωσέ την! (από HODJAS, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με απώλεια μέλους.

Έννοιες:

1) Κου-λή. Η αδελφή του Μπους λη

2) Μωρή κουλή: Σε γυναικοπαρέες (και όχι μόνο), αποκαλείται συνήθως η χαζή, η βλαμένη.

3) Μωρή κουλή: Μεταξύ ξεφωνημένων ομοφυλόφιλων ή τραβεστί, αποκαλείται αυτή που λέει κάποια μαλακία.

- Φιλενάδα, θα κάνω πλαστική στα χείλη.
- Τι λες, μωρή κουλή; Πάλι πλαστική; Προχθές δεν έκανες προσθετική στο στήθος;

(από Khan, 20/05/14)(από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὁρισμὸς τῶν καλιαρντῶν δὲν μπορεῖ παρὰ ν' ἀρχίζῃ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀειμνήστου Πετροπούλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέσυρε ἀπὸ τὸ ἡμίφως τῆς κοινωνικῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ, εἰς τὴν πλήρη δημοσιότητα:

Καλιαρντά, ἤτοι τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα τῶν κιναίδων, ὅπερ παρ' αὐτοῖς εἶναι γνωστὸν καὶ ὡς καλιαρντὴ ἢ καλιάρντω, καὶ ὡς τζιναβωτά, καὶ ὡς λιάρντω ἢ ντούρα λιάρντα, καὶ ὡς λατινικὰ ἢ βαθιὰ λατινικά, ἤ, ἁπλῶς, ἐτροῦσκα, καὶ ὡς λουμπινίστικα ἢ φραγκολουμπινίστικα.

Καλιαρντός σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακός, ἄσχημος. Σὲ διασταλτικὴ ἑρμηνεία σημαίνει κίναιδος. Καλιαρντὰ (μπενάματα [παραλείπεται ὡς ἐννοούμενον]) σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακὰ λόγια.

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει ὡς πιθανὸν ἔτυμον τὸ γαλλικὸν gaillard, ποὺ σημαίνει εὔθυμος καὶ φαιδρὸς (προσέξτε τὴν ἀγγλικὴ ἐκδοχὴ τῶν λέξεων αὐτῶν: gay!!!), καὶ διάφορα ἄλλα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναιδής, παλληκαρᾶς. Ἡ πιθανὴ σειρὰ εἶναι εἴτε gaillard > γκαγιάρντ (μὲ προφερόμενο τὸ d λόγῳ ἴσως ἀγνοίας) > καγιάρντ > καγιαρντός > καλ(λ)ιαρντός, εἴτε gaillard > γκαλ(λ)ιαρ(ντ) > γκαλ(λ)ιαρντός > καλ(λ)ιαρντός. Ὅποιος δέχεται τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, πρέπει νὰ γράφῃ τὴ λέξι μὲ διπλὸ λ: Καλλιαρντά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐκδοχὴ εἶναι λογικοφανής, ὅμως τὸ ἐπικρατοῦν νόημα τοῦ gaillard εἶναι πλησιέστερο πρὸς τὸ παλληκαρᾶς, παρὰ πρὸς τὸ εὔθυμος --> gay. Ὑφίσταται καὶ ὁ τύπος καρλιαντά, καρλιαντὸς κλπ, μὲ ἀντιμετάθεσι τῶν δύο ὑγρῶν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι εὔχρηστος. Ὑπάρχουν καὶ τύποι βραχυνθέντες δι’ ἐκπτώσεως τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς: λιάρντα (ἡ, ἀλλὰ καὶ τά [ἡ οὐδετέρα ἐκδοχὴ ἀφορᾷ πάντοτε σὲ παρερμηνεία ὑπὸ ἀσχέτου]), λιάρντω κλπ. Πιστεύω ὅτι τέτοιοι τύποι ἐδημιουργοῦντο ἀενάως, κατὰ τὴν προσπάθειαν τῆς κοινότητος αὐτῆς νὰ ἐφεύρῃ παραπλανητικοὺς τύπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀδήριτον καὶ ἔμφυτον ἀνάγκην των διὰ «χαριτωμενοέπειαν» ἢ «τσαχπινοέπειαν» (εἶδος καλλιεπείας, τὸ ὁποῖον δὲν δημιουργεῖ ὀξύμωρον μὲ τὴν ἔννοιαν «καλιαρντός»). Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται εἰς τὰ καλιαρντὰ μὲ τήν, τρόπον τινά, τραγουδιστὴν ἐκφορὰν τοῦ λόγου, ὡς πεζοτράγουδου.

Κύρια παράγωγα εἶναι ἡ καλιαρντοσύνη = ἀσχήμια, κακία, προστυχιά, τὰ ρήματα καλιαρντεύω = ἀσχημονῶ (ἔργῳ ἢ λόγῳ) καὶ καλιαρντομπενάβω = βρίζω --> κακολογῶ (κύριο συνώνυμον τὸ μπενάβω ἀνθυγιεινά).

Ἐν συνθέσει ἡ λέξις παράγει διάφορα ὡραῖα κι ἐνδιαφέροντα, ὅπως τὰ μονολεκτικὰ καλιαρντόκαψα = λαγνεία, καλιαρντονίλα = δολιοφθορά, σκόπιμη ζημιὰ σὲ κάποιον, ἀπάτη κλπ, καλιαρντοαρτὶστ = κακότεχνος, καλιαρντοσκελοσάλιαγγας = κωλόγερος, καλιαρντοσάρμελοςκαλιαρντοσεμελιάρης (παραπέμπει ἄκοπα, ἀβάδιστα στὸ συφιλιάρης, ψωριάρης κλπ) = βρωμοψώλης, ἀσχημόπουτσος, καὶ τὶς περιφράσεις καλιαρντὰ χαλέματα = κωλόφαγα καὶ junk food (καλιαρντοχάλω τὸ ρῆμα), καλιαρντὸ μὸλ = νερό (περίπου δηλαδὴ μαλακία ὑγρό, σὲ ἀντίθεσι πχ μὲ τὰ οἰνοπνευματώδη, ποὺ εἶναι καλὰ ὑγρά), κλπ.

Ἡ γραμματικὴ καὶ ἡ σύνταξις τῆς καλιαρντῆς εἶναι ὅπως καὶ στὸν κορμὸ τῆς νεοελληνικῆς. Ἡ συνεχὴς παραγωγὴ νέων λέξεων ἐχαρακτήριζε τὴν καλιαρντὴ μέχρι τὴν ἀκμή της· γινόταν «στὸ φτερό», κυρίως μὲ τὴ σπονδυλωτὴ σύνδεσι λέξεων. Πολλὲς φορὲς κάποιες λέξεις μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνονται ἀνοικονόμητες, οἱ κίναιδοι ὅμως συνήθως τὶς βολεύουν, ἀλλάζοντας τὶς καταλήξεις, κόβοντας ἢ διπλασιάζοντας συλλαβές, ὥστε νὰ ἐναρμονίζωνται χωρὶς χασμωδίες καὶ περιττοσυλλαβίες μέσα στὸν ρέοντα λόγο. Γιὰ τὸν ἀδαῆ, συνεπῶς, ἡ καλιαρντὴ μοιάζει μὲ κινούμενη ἄμμο, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ εἶναι.

Ἐπειδὴ τὸ βιβλίο τοῦ Πετροπούλου ἐξεδόθη ἐπὶ δικτατορίας (1971, ἐκδόσεις Δίγαμμα), πολλοὶ ἐσχημάτισαν τὴν ἐντύπωσι ὅτι τὰ καλιαρντὰ ἐδημιουργήθησαν ἢ πάντως ἤκμασαν τότε, λόγῳ τῶν ἀπαγορεύσεων καὶ τῆς ἠθικολογικῆς κοινωνικῆς μουτσούνας, ποὺ εἶχε ἐπιβληθῆ (Πατρίς, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ). Κάτι τέτοιο εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβές: Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων (ὅρα καὶ σχόλια ὁρισμοῦ [2007] τοῦ συσλάγκου alliotikos)... Ἐπίσης τὸ ρῆμα μπαϊρακταρίζω, τὸ ψευδογαλλικὸ οὐσιαστικὸ μπαϊρακτέρ, καθὼς καὶ τὸ ποσοστιαίως μέγα πλῆθος τουρκογενῶν λέξεων, μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ καλιαρντὴ ὑπῆρχε, ἔστω σὲ ἐμβρυϊκὴ κατάστασι, στὴν Ἀθῆνα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς βίον παράλληλον μὲ τὴν κουτσαβακικήν.

Ἡ καλιαρντὴ εἶναι ἕνα ἀρκετὰ πλούσιο, πλὴν ἐλλειπὲς καὶ ἀποκλειστικῶς προφορικὸ underground γλωσσικὸ ἰδίωμα (μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καλιαρντὴ γραμματεία), μὲ καθαρῶς ἀστικὰ (τῆς πόλεως) χαρακτηριστικά. Ποτὲ δὲν ἐλειτούργησε στὴν ὕπαιθρο, ὄχι φυσικὰ διότι ἐκεῖ δὲν εἶχε κιναίδους, ἀλλὰ διότι ὁ κίναιδος τῆς ὑπαίθρου δὲν εἶχε γενικῶς τὰ μέσα νὰ θεωρητικοποιήσῃ τὸ πάθος του καί, τέλος πάντων, νὰ τὸ ἰδῇ μὲ (ψευδο;)αὐταρέσκειαν· δὲν βοηθοῦσε καὶ ὁ βαθμὸς ἀραιώσεως, γιὰ τὴν εὐδοκίμησι ἰδιώματος. Δοθέντος ὅτι ὑπάρχουν λέξεις ποὺ λοιδωροῦν τοὺς ἐπαρχιῶτες κιναίδους, πχ βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη, ὑψομετροῦ, θεωρῶ ὅτι ἂν εἴχαν εὐδοκιμήσει καλιαρντὰ στὴν ὕπαιθρο, τὸτε θὰ εἶχαν λοιδωρηθῆ ὑπὸ τῶν κιναίδων τῆς (συμ)πρωτευούσης ὡς βλαχολιάρντα ἢ κάτι ἀνάλογο, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὸ σκέλος τῆς προφορᾶς. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ μὴ λοιδωρηθῇ, κραχθῇ μᾶλλον, ἀπὸ τοὺς κιναίδους τῶν ἀστικῶν κέντρων, μὲ τὴν ξενομανία των καὶ τὴν ἀπέχθεια πρὸς ὁ,τιδήποτε «paysan», ὁ κίναιδος μὲ Λαρισσαϊκὸ ἢ Ἀνωγεινὸ accent, ἐφ' ὅσον ἐκράζετο πχ ἡ λεγομένη Λαρισσινὴ μερακλοπουτάνα, γιὰ πολὺ λιγότερο χτυπητὰ χαρακτηριστικά, ἀπ' ὅτι τὰ καλιαρντὰ μὲ Λαρισσαϊκὴ (ἢ ὅ,τι ἄλλο) προφορὰ καὶ προσῳδία.

Ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἡ καλιαρντὴ γεννήθηκε σιγὰ-σιγά, μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης στὴν Ἀθῆνα καὶ τὴ μεγέθυνσι τῆς πόλεως. Στὴν ἐποχὴ τῶν κουτσαβάκηδων καὶ τοῦ Μπαϊρακτάρη ἄνθισε περισσότερο, προφανῶς γιὰ προστασία τοῦ «ἀπορρήτου τῶν ἐπικοινωνιῶν» στοὺς δημοσίους χώρους, πχ Ζάππειο, πλατεία Ψυρρῆ κλπ, ὅπου συνέρρεαν ὅλοι γιὰ «καλντερίμι τῆς χαρᾶς» (ψωνιστῆρι). Ἡ ἐξέλιξις τῆς καλιαρντῆς καὶ ἡ ἀπαρτίωσις τῆς κιναιδοκοινότητος εἰς κάσταν εἶναι ὄψεις τοῦ ἰδίου κοινωνικοῦ φαινομένου. Ἐνόσῳ ὑπῆρχαν λόγοι δημιουργίας κάστας, τὸ ἰδίωμα ἐξειλίσσετο, καὶ ἐπέτεινε τὴν περιχαράκωσι· ἡ ζωντάνια τοῦ φαινομένου ἔκανε ὥστε νὰ δημιουργοῦνται νέες λέξεις. Μετὰ τὴ μεταπολίτευσι τὸ ἰδίωμα σβήνει μὲ ταχὺν ρυθμόν, διότι δὲν ὑπάρχει πλέον λόγος γλωσσικοῦ ἀφορισμοῦ καὶ αὐτοπροστασίας τῶν κιναίδων. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἀφοῦ πλέον οἱ straight ἔχουν ἀρχίσει νὰ αἰσθάνωνται ἀπειλουμένη μειονότης.

Τὰ καλιαρντὰ ἔχουν ἰδιάζουσα προφορά, ὀρθοφωνία καὶ ὗφος. Ὁ λόγος εἶναι ἡδυσμένος καὶ ἐπιτηδευμένος, συνοδεύεται δὲ ἀπὸ διάφορες γυναικωτὲς κινήσεις, στάσεις, πόζες καὶ τζιλβέδες, ὅλα ὅμως αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴν ἰδιαιτέρα κουλτοῦρα τοῦ κιναίδου. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις: Ὁ πουστόμαγκας δὲν ἀκκίζεται. Πετάει τὰ καλιαρντά του στρίβοντας τὴ μουστάκα του. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου εἶναι ταχυτάτη: Ὁ ἄσχετος δὲν ἔχει καμμία τύχη. Οἱ πλεῖστοι χρῆσται εἶναι βεβαίως τόσο ἄξεστοι, ὅσο καὶ ὁ λοιπὸς ἀστικὸς μέσος ὅρος. Οἱ προχωρημένοι ἔχουν τὴν πλήρη ἐποπτεία, οἱ ἀποδέλοιποι βολεύονται μὲ καμμιὰ διακοσαριὰ λέξεις. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ διάκρισις λιάρντας καὶ ντούρας λιάρντας (λατινικῶν καὶ βαθέων λατινικῶν): Χωρὶς νὰ εἶναι λόγιο κομμάτι τοῦ ἰδιώματος, εἶναι πιό παραπλανητικό, πιό εὑρηματικό, πιό εὐφυές, πιό ψαγμένο. Εἶναι ἐσωτερικό.

Λογία καλιαρντὴ δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει πεζογραφία καὶ ποίησις γραμμένη ἀποκλειστικῶς στὴν καλιαρντή. Ὑπάρχουν παρὰ ταῦτα τραγούδια, κυρίως παραφθορὲς τραγουδιῶν τοῦ συρμοῦ μὲ ἄλλα ἢ μερικῶς ἀλλαγμένα λόγια, τὰ ὁποῖα τραγουδοῦσαν οἱ κίναιδοι, κυρίως στὶς ταβέρνες τους (δὲν ὑπῆρχαν τότε πουστομπάρ κττ).

Μία ἀπὸ τὶς χρήσεις τῆς καλιαρντῆς εἶναι καὶ ἡ ὑποβοήθησις τῆς ἄγρας ἐπιβήτορος. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πρόκλησι τοῦ γέλωτος εἰς τὸν ἀγρευόμενον, εἴτε ἐκ τῶν λόγων τῆς προηγουμένης παραγράφου, εἴτε ἀκόμη καὶ τῆς ἀμηχανίας εἰς τὴν ὁποίαν περιέρχεται, μὴ ἀντιλαμβανόμενος τί τοῦ μπενάβει ἡ κροτάλω.

Στὴ δεκαετία τοῦ '50 ἄρχισε ἡ καλιαρντὴ νὰ γίνεται μόδα, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς λεγομένους καλλιτεχνικοὺς κύκλους. Ἐπειδὴ ὁ μικροαστὸς τείνει νὰ χώνῃ τὴ μουσοῦδα του παντοῦ, δὲν γλίτωσαν οὔτε τὰ καλιαρντά, οὔτε τὰ κουτσαβάκικα, οὔτε τὰ ρεμπέτικα, οὔτε τίποτε. Μέχρι καὶ γκομινάκια ψέλιζαν καλιαρντολεξοῦλες μὲ προκλητικοεπιδεικτικὸ τρόπο στὰ '70ζ-'80ζ, συντελεσάσης καὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Πετροπούλου. Ἡ καταγραφὴ σημαίνει διάσωσι, ἀλλὰ καὶ διάδοσι καὶ φθορά, καὶ παρακμή. Οὐδὲν καλὸν ἀμιγὲς κακοῦ (καὶ τοὔμπαλιν). Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008] τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

Ἔγραφον κατὰ παραγγελίαν καὶ ἐνθάρρυνσιν Vrastaman.

.

Χάρρυ Κλυνν, Ένας πούστης να μιλήσει. (από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναικεία περίοδος στα καλιαρντά, ως αιματηρός καιρός μαρτυρίου.

  1. (ο ορισμός από τα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου)
    «μουνόπασχα, το· έμμηνα· από τα γνωστά μουνί και Πάσχα· ταυτόσημα : καραφροδιτόσταση, κουμμουνόσκελη, ρουζόσκελο, στάση της καραφροδίτης (βλ. λήμματα).»

  2. (Από εδώ)
    «Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified