Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.
Βλέπε μούτζα.
Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...
Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.
Βλέπε μούτζα.
Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά).
Επίσης:
λατσολίθαρο = διαμάντι,
λατσαβέλω = καλωσορίζω.
- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν τζινάβει, ο απονήρευτος, ο χαζός.
- Τι αβέλεις μωρή με το αγοράκι το ατζινάβωτο; Νάκα ντρέπεσαι;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που παίρνει ναρκωτικά (στα καλιαρντά).
- Έγκλημα, νταμίρα, φίφα, του μπερντέ. (= Εγκληματίας, ναρκομανής, μικροτσούτσουνος, και γαμάει μόνο επι πληρωμή)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μικρό, κακομοιριασμένο τσουτσούνι, στα καλιαρντά. Είναι η πρώτη βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:
φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.
- Νάκα μπενάβεις μωρή φίφα! (=Μη μιλάς ρε μικροψώλη!)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πέος κανονικού μεγέθους, στα καλιαρντά. Είναι η δεύτερη βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:
φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Τα καλιαρντά» (1971) αναφέρει το λήμμα με-σικ (=με τρόπο, με ευγένεια, από την πρόθεση με και το γαλλικό chic [=κομψός]). Εν έτει 1996 έμαθα τον ορισμό μεσίκ από έναν καθηγητή αγγλικών που είχα, ο οποίος το σήκωνε το σακάκι (και γαμώ τα παιδιά πάντως!) Επομένως υποθέτω ότι ο ορισμός μεσίκ για το πέος κανονικού μεγέθους προκύπτει από την σημασία που αναφέρει ο Πετρόπουλος: δηλαδή το μεσίκ πέος είναι κομψό, ευγενές, αφού δεν είναι ούτε υπερβολικά μεγάλο ούτε υπερβολικά μικρό.
Μα πώς φαίνεται ο γλωσσολόγος... Και για πούτσες να μιλάει, το κάνει επιστημονικά ρε πούστη μου!!
- Μεσίκ το τεκνό μωρή μούτζα; (= Έχει ψωλή κανονικού μεγέθους ο γκόμενός σου κοπέλα μου;)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μεγάλη ψωλή, στα καλιαρντά. Είναι η προτελευταία βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:
φίφα --> μεσίκ -> μπάρα -> γούδα.
Ντικ μπάρα το σολντό! (=Κοίτα μεγάλη πούτσα [που έχει] ο φαντάρος!)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το υπερβολικά μεγάλο πέος, στα καλιαρντά. Όταν το βλέπεις, πας με τον κώλο τοίχο-τοίχο μην πάθεις καμιά ζημιά (εκτός κι αν σου αρέσει βέβαια!) Είναι η τελευταία βαθμίδα της πέο-κλίμακας μεγέθους:
φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.
- Άπαπά μια γούδα! Τι σε τάιζε η μάνα σου αγόρι μου;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης έχει περάσει και καθιερωθεί στη γλώσσα του θεάτρου.
Got a better definition? Add it!