Διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι έλληνες ομοφυλόφιλοι. Την κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο λεξικό του «Καλιαρντά».

– Μπενάβεις τα καλιαρντά; (μετάφραση: Μιλάς τα καλιαρντά;)
– Και τα τζινάβω και τα μπενάβω! (μετάφραση: Και τα καταλαβαίνω και τα μιλάω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατασκευασμένη διάλεκτος χάριν ανάγκης κωδικοποιημένης ομιλίας, η οποία προκύπτει από τον αναγραμματισμό των φθόγγων των λέξεων. Ακόμα και η ίδια η λέξη ποδανά προκύπτει από τη λέξη ανάποδα.

Ραιάω ράμε μέραση... (Ωραία μέρα σήμερα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.

Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.

- Με άρχισε σε κάτι «τσιλ» και «σταφ» και «τσεκερά» και κάτι τέτοιες coolέζικες αηδίες και τον έστειλα από 'κει που 'ρθε, τον σάχλα!

Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάλεκτος που δεν έχει σχέση ακριβώς με τα κανονικά καλιαρντά, αλλά είναι λίγο «αδελφίστικη». Έχει διαδοθεί κυρίως από ρόλους «αδελφών» στα ελληνικά σήριαλ, αλλά και από παρουσιαστές της τηλεόρασης όπως Ψινάκη.

Χαρακτηριστικό: η χρήση θηλυκών επιθέτων σε όλες τις περιπτώσεις, λέξεις όπως «θεά», «καλέ», «μωρή», «χρυσό μου», εκφράσεις όπως «απιστεύτου», κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και ναι ναι τώρα η ελληνική γλώσσα γεννάει άλλη μια.... την τρεντογλωσσούζ!!!!

Φυσικά θα απορείτε τι ακριβώς είναι αυτή η γλώσσα και ποιος την δημιούργησε... Μην ανησυχείτε θα τα μάθετε όλα!!! Λοιπόν πριν αρκετό καιρό μια ομάδα κοριτσιών αποφάσισε να δημιουργήσει τη δικιά της γλώσσα. Στην αρχή ξεκίνησε σαν μια απλή πλάκα και ένα παιχνίδι μεταξύ τους αλλά μετά άρχισε να συζητιέται στις παρέες των κοριτσιών και το όλο θέμα έγινε γνωστό! Η ιδέα ξεκίνησε από τους τρέντυ του hi5 που τρεντοποιούν αδιακρίτως λέξεις και ονόματα με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Με δημιουργικότητα, στοιχειώδη γνώση ελληνικών και υπομονή όλα μαθαίνονται...
ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
1) Στο τέλος κάθε λέξης βάζουμε το -ουζ αφού βγάλουμε το τελευταίο φωνήεν (π.χ. ντουλάπι-ντουλαπούζ). 2) Λέξεις που τελειώνουν σε τρεντάρονται με την πρόσθεση του -ζΖζζζζζΖζ στο τέλος
3) Σε άρθρα και μικρές λέξεις (θα) αποφεύγουμε να βάζουμε την κατάληξη -ουζ

Μερικά ανώμαλα
ναι -νι
οχι -νοπε (nope)
(β)ρε -(β)ρι
οκ -οκι
σορι -σοζ

Για να θεωρηθεί όμως γλώσσα χρειαζόμαστε 50000 (αν δεν κάνουμε λάθος) άτομα και λογοτεχνία που να εξελίσσεται (αυτό τό 'χουμε).
Για να συμμετάσχετε στο κίνημα αυτό πάρτε τηλέφωνο στο 6943888425

ευχαριστούμε

παράδειγμα διαλόγου στην τρεντογλωσσούζ:
- Ρι μαρούζ τι κανειΖζΖ;
-Την παλευούζ μαντούζ μου, την παλευούζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Ο μελετητής και χρήστης της σλανγκ διαλέκτου μιας γλώσσας. β. Ο χρήστης του σλανγκ.τζιάρ γ. (πληθ.) Ομάδα που ξεκίνησε από την απλή καταγραφή λέξεων του ελληνικού πεζοδρομίου και αργότερα συνέθεσε το συλλογικό έργο «Λίλιαν», μια σλανγκική Οδύσσεια που τύφλα νά' χουν Όμηρος και Τζόυς μαζί -και ο Εμπειρίκος με τον Μεγάλο Ανατολικό του.

Σλανγκιστής: χρήστης του σλανγκ.τζιάρ (slang.gr), σάιτ της ελληνικής ιστολογίας που ξεκίνησε τον Τρομερό Μήνα Αύγουστο του Σωτηρίου έτους 2006. Οι σλαγκιστές με την πάροδο του χρόνου κατάφεραν να καταγράψουν και να ερμηνεύσουν κάθε απόχρωση της ελληνικής γλώσσας του πεζοδρομίου. Η προσπάθεια αυτή είχε αποτέλεσμα χάρη στην τεχνολογία που, εκείνα τα χρόνια, εξελισσόταν πλέον ραγδαία. Το διαδραστικό αυτό σάιτ συγκέντρωσε πολλούς χρήστες και ενημερωνόταν μέρα τη μέρα, ακολουθώντας από ένα σημείο κι έπειτα (όταν πια ολοκληρώθηκαν οι καταγραφές σλανγκ λέξεων του παρελθόντος) την απόλυτα επίκαιρη σλανγκ της εκάστοτε εποχής. Όχι μόνον εξακολουθεί και υπάρχει αλλά έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην μελέτη του γλωσσικού ζητήματος της ελληνικής, το οποίο γλωσσικό ζήτημα, χάρη ίσως στο λεξικό αυτό, επιτέλους έχει σχεδόν εκλείψει. Οι σλαγκιστές δημιούργησαν και ένα συλλογικό σλανγκ έπος, με τον τίτλο «Λίλιαν». Αυτό το κείμενο-σταθμός στην ελληνική μετα-λογοτεχνία, δεν είναι ένα απλό αράδιασμα σλανγκ λέξεων και εκφράσεων, έχει σλανγκ δομή, σλανγκ πλοκή, σλανγκ χαρακτήρες, αλλά είναι και άκρως λογοτεχνικό και όχι του συρμού, καθότι έχει σαφείς επιρροές από Όμηρο, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Τζόυς και Εμπειρίκο. (από την Βικι του 2150)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες κατά την κατοχή τους από τους Τούρκους, για να μη τους καταλαβαίνουν, βάζοντας πχ το τσι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξεως (βλέπε κατωτέρω παράδειγμα). Τώρα, αντί για τσι βάζανε και διάφορα άλλα όπως πο, ρο, κο, κλπ.

— Τσιτί τσικά τσινείς; (Τι κάνεις;)
— Τσιεί τσιμαί τσιπό τσιλύ τσικά τσιλά. (Είμαι πολύ καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὁρισμὸς τῶν καλιαρντῶν δὲν μπορεῖ παρὰ ν' ἀρχίζῃ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀειμνήστου Πετροπούλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέσυρε ἀπὸ τὸ ἡμίφως τῆς κοινωνικῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ, εἰς τὴν πλήρη δημοσιότητα:

Καλιαρντά, ἤτοι τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα τῶν κιναίδων, ὅπερ παρ' αὐτοῖς εἶναι γνωστὸν καὶ ὡς καλιαρντὴ ἢ καλιάρντω, καὶ ὡς τζιναβωτά, καὶ ὡς λιάρντω ἢ ντούρα λιάρντα, καὶ ὡς λατινικὰ ἢ βαθιὰ λατινικά, ἤ, ἁπλῶς, ἐτροῦσκα, καὶ ὡς λουμπινίστικα ἢ φραγκολουμπινίστικα.

Καλιαρντός σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακός, ἄσχημος. Σὲ διασταλτικὴ ἑρμηνεία σημαίνει κίναιδος. Καλιαρντὰ (μπενάματα [παραλείπεται ὡς ἐννοούμενον]) σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακὰ λόγια.

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει ὡς πιθανὸν ἔτυμον τὸ γαλλικὸν gaillard, ποὺ σημαίνει εὔθυμος καὶ φαιδρὸς (προσέξτε τὴν ἀγγλικὴ ἐκδοχὴ τῶν λέξεων αὐτῶν: gay!!!), καὶ διάφορα ἄλλα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναιδής, παλληκαρᾶς. Ἡ πιθανὴ σειρὰ εἶναι εἴτε gaillard > γκαγιάρντ (μὲ προφερόμενο τὸ d λόγῳ ἴσως ἀγνοίας) > καγιάρντ > καγιαρντός > καλ(λ)ιαρντός, εἴτε gaillard > γκαλ(λ)ιαρ(ντ) > γκαλ(λ)ιαρντός > καλ(λ)ιαρντός. Ὅποιος δέχεται τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, πρέπει νὰ γράφῃ τὴ λέξι μὲ διπλὸ λ: Καλλιαρντά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐκδοχὴ εἶναι λογικοφανής, ὅμως τὸ ἐπικρατοῦν νόημα τοῦ gaillard εἶναι πλησιέστερο πρὸς τὸ παλληκαρᾶς, παρὰ πρὸς τὸ εὔθυμος --> gay. Ὑφίσταται καὶ ὁ τύπος καρλιαντά, καρλιαντὸς κλπ, μὲ ἀντιμετάθεσι τῶν δύο ὑγρῶν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι εὔχρηστος. Ὑπάρχουν καὶ τύποι βραχυνθέντες δι’ ἐκπτώσεως τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς: λιάρντα (ἡ, ἀλλὰ καὶ τά [ἡ οὐδετέρα ἐκδοχὴ ἀφορᾷ πάντοτε σὲ παρερμηνεία ὑπὸ ἀσχέτου]), λιάρντω κλπ. Πιστεύω ὅτι τέτοιοι τύποι ἐδημιουργοῦντο ἀενάως, κατὰ τὴν προσπάθειαν τῆς κοινότητος αὐτῆς νὰ ἐφεύρῃ παραπλανητικοὺς τύπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀδήριτον καὶ ἔμφυτον ἀνάγκην των διὰ «χαριτωμενοέπειαν» ἢ «τσαχπινοέπειαν» (εἶδος καλλιεπείας, τὸ ὁποῖον δὲν δημιουργεῖ ὀξύμωρον μὲ τὴν ἔννοιαν «καλιαρντός»). Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται εἰς τὰ καλιαρντὰ μὲ τήν, τρόπον τινά, τραγουδιστὴν ἐκφορὰν τοῦ λόγου, ὡς πεζοτράγουδου.

Κύρια παράγωγα εἶναι ἡ καλιαρντοσύνη = ἀσχήμια, κακία, προστυχιά, τὰ ρήματα καλιαρντεύω = ἀσχημονῶ (ἔργῳ ἢ λόγῳ) καὶ καλιαρντομπενάβω = βρίζω --> κακολογῶ (κύριο συνώνυμον τὸ μπενάβω ἀνθυγιεινά).

Ἐν συνθέσει ἡ λέξις παράγει διάφορα ὡραῖα κι ἐνδιαφέροντα, ὅπως τὰ μονολεκτικὰ καλιαρντόκαψα = λαγνεία, καλιαρντονίλα = δολιοφθορά, σκόπιμη ζημιὰ σὲ κάποιον, ἀπάτη κλπ, καλιαρντοαρτὶστ = κακότεχνος, καλιαρντοσκελοσάλιαγγας = κωλόγερος, καλιαρντοσάρμελοςκαλιαρντοσεμελιάρης (παραπέμπει ἄκοπα, ἀβάδιστα στὸ συφιλιάρης, ψωριάρης κλπ) = βρωμοψώλης, ἀσχημόπουτσος, καὶ τὶς περιφράσεις καλιαρντὰ χαλέματα = κωλόφαγα καὶ junk food (καλιαρντοχάλω τὸ ρῆμα), καλιαρντὸ μὸλ = νερό (περίπου δηλαδὴ μαλακία ὑγρό, σὲ ἀντίθεσι πχ μὲ τὰ οἰνοπνευματώδη, ποὺ εἶναι καλὰ ὑγρά), κλπ.

Ἡ γραμματικὴ καὶ ἡ σύνταξις τῆς καλιαρντῆς εἶναι ὅπως καὶ στὸν κορμὸ τῆς νεοελληνικῆς. Ἡ συνεχὴς παραγωγὴ νέων λέξεων ἐχαρακτήριζε τὴν καλιαρντὴ μέχρι τὴν ἀκμή της· γινόταν «στὸ φτερό», κυρίως μὲ τὴ σπονδυλωτὴ σύνδεσι λέξεων. Πολλὲς φορὲς κάποιες λέξεις μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνονται ἀνοικονόμητες, οἱ κίναιδοι ὅμως συνήθως τὶς βολεύουν, ἀλλάζοντας τὶς καταλήξεις, κόβοντας ἢ διπλασιάζοντας συλλαβές, ὥστε νὰ ἐναρμονίζωνται χωρὶς χασμωδίες καὶ περιττοσυλλαβίες μέσα στὸν ρέοντα λόγο. Γιὰ τὸν ἀδαῆ, συνεπῶς, ἡ καλιαρντὴ μοιάζει μὲ κινούμενη ἄμμο, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ εἶναι.

Ἐπειδὴ τὸ βιβλίο τοῦ Πετροπούλου ἐξεδόθη ἐπὶ δικτατορίας (1971, ἐκδόσεις Δίγαμμα), πολλοὶ ἐσχημάτισαν τὴν ἐντύπωσι ὅτι τὰ καλιαρντὰ ἐδημιουργήθησαν ἢ πάντως ἤκμασαν τότε, λόγῳ τῶν ἀπαγορεύσεων καὶ τῆς ἠθικολογικῆς κοινωνικῆς μουτσούνας, ποὺ εἶχε ἐπιβληθῆ (Πατρίς, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ). Κάτι τέτοιο εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβές: Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων (ὅρα καὶ σχόλια ὁρισμοῦ [2007] τοῦ συσλάγκου alliotikos)... Ἐπίσης τὸ ρῆμα μπαϊρακταρίζω, τὸ ψευδογαλλικὸ οὐσιαστικὸ μπαϊρακτέρ, καθὼς καὶ τὸ ποσοστιαίως μέγα πλῆθος τουρκογενῶν λέξεων, μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ καλιαρντὴ ὑπῆρχε, ἔστω σὲ ἐμβρυϊκὴ κατάστασι, στὴν Ἀθῆνα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς βίον παράλληλον μὲ τὴν κουτσαβακικήν.

Ἡ καλιαρντὴ εἶναι ἕνα ἀρκετὰ πλούσιο, πλὴν ἐλλειπὲς καὶ ἀποκλειστικῶς προφορικὸ underground γλωσσικὸ ἰδίωμα (μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καλιαρντὴ γραμματεία), μὲ καθαρῶς ἀστικὰ (τῆς πόλεως) χαρακτηριστικά. Ποτὲ δὲν ἐλειτούργησε στὴν ὕπαιθρο, ὄχι φυσικὰ διότι ἐκεῖ δὲν εἶχε κιναίδους, ἀλλὰ διότι ὁ κίναιδος τῆς ὑπαίθρου δὲν εἶχε γενικῶς τὰ μέσα νὰ θεωρητικοποιήσῃ τὸ πάθος του καί, τέλος πάντων, νὰ τὸ ἰδῇ μὲ (ψευδο;)αὐταρέσκειαν· δὲν βοηθοῦσε καὶ ὁ βαθμὸς ἀραιώσεως, γιὰ τὴν εὐδοκίμησι ἰδιώματος. Δοθέντος ὅτι ὑπάρχουν λέξεις ποὺ λοιδωροῦν τοὺς ἐπαρχιῶτες κιναίδους, πχ βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη, ὑψομετροῦ, θεωρῶ ὅτι ἂν εἴχαν εὐδοκιμήσει καλιαρντὰ στὴν ὕπαιθρο, τὸτε θὰ εἶχαν λοιδωρηθῆ ὑπὸ τῶν κιναίδων τῆς (συμ)πρωτευούσης ὡς βλαχολιάρντα ἢ κάτι ἀνάλογο, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὸ σκέλος τῆς προφορᾶς. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ μὴ λοιδωρηθῇ, κραχθῇ μᾶλλον, ἀπὸ τοὺς κιναίδους τῶν ἀστικῶν κέντρων, μὲ τὴν ξενομανία των καὶ τὴν ἀπέχθεια πρὸς ὁ,τιδήποτε «paysan», ὁ κίναιδος μὲ Λαρισσαϊκὸ ἢ Ἀνωγεινὸ accent, ἐφ' ὅσον ἐκράζετο πχ ἡ λεγομένη Λαρισσινὴ μερακλοπουτάνα, γιὰ πολὺ λιγότερο χτυπητὰ χαρακτηριστικά, ἀπ' ὅτι τὰ καλιαρντὰ μὲ Λαρισσαϊκὴ (ἢ ὅ,τι ἄλλο) προφορὰ καὶ προσῳδία.

Ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἡ καλιαρντὴ γεννήθηκε σιγὰ-σιγά, μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης στὴν Ἀθῆνα καὶ τὴ μεγέθυνσι τῆς πόλεως. Στὴν ἐποχὴ τῶν κουτσαβάκηδων καὶ τοῦ Μπαϊρακτάρη ἄνθισε περισσότερο, προφανῶς γιὰ προστασία τοῦ «ἀπορρήτου τῶν ἐπικοινωνιῶν» στοὺς δημοσίους χώρους, πχ Ζάππειο, πλατεία Ψυρρῆ κλπ, ὅπου συνέρρεαν ὅλοι γιὰ «καλντερίμι τῆς χαρᾶς» (ψωνιστῆρι). Ἡ ἐξέλιξις τῆς καλιαρντῆς καὶ ἡ ἀπαρτίωσις τῆς κιναιδοκοινότητος εἰς κάσταν εἶναι ὄψεις τοῦ ἰδίου κοινωνικοῦ φαινομένου. Ἐνόσῳ ὑπῆρχαν λόγοι δημιουργίας κάστας, τὸ ἰδίωμα ἐξειλίσσετο, καὶ ἐπέτεινε τὴν περιχαράκωσι· ἡ ζωντάνια τοῦ φαινομένου ἔκανε ὥστε νὰ δημιουργοῦνται νέες λέξεις. Μετὰ τὴ μεταπολίτευσι τὸ ἰδίωμα σβήνει μὲ ταχὺν ρυθμόν, διότι δὲν ὑπάρχει πλέον λόγος γλωσσικοῦ ἀφορισμοῦ καὶ αὐτοπροστασίας τῶν κιναίδων. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἀφοῦ πλέον οἱ straight ἔχουν ἀρχίσει νὰ αἰσθάνωνται ἀπειλουμένη μειονότης.

Τὰ καλιαρντὰ ἔχουν ἰδιάζουσα προφορά, ὀρθοφωνία καὶ ὗφος. Ὁ λόγος εἶναι ἡδυσμένος καὶ ἐπιτηδευμένος, συνοδεύεται δὲ ἀπὸ διάφορες γυναικωτὲς κινήσεις, στάσεις, πόζες καὶ τζιλβέδες, ὅλα ὅμως αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴν ἰδιαιτέρα κουλτοῦρα τοῦ κιναίδου. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις: Ὁ πουστόμαγκας δὲν ἀκκίζεται. Πετάει τὰ καλιαρντά του στρίβοντας τὴ μουστάκα του. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου εἶναι ταχυτάτη: Ὁ ἄσχετος δὲν ἔχει καμμία τύχη. Οἱ πλεῖστοι χρῆσται εἶναι βεβαίως τόσο ἄξεστοι, ὅσο καὶ ὁ λοιπὸς ἀστικὸς μέσος ὅρος. Οἱ προχωρημένοι ἔχουν τὴν πλήρη ἐποπτεία, οἱ ἀποδέλοιποι βολεύονται μὲ καμμιὰ διακοσαριὰ λέξεις. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ διάκρισις λιάρντας καὶ ντούρας λιάρντας (λατινικῶν καὶ βαθέων λατινικῶν): Χωρὶς νὰ εἶναι λόγιο κομμάτι τοῦ ἰδιώματος, εἶναι πιό παραπλανητικό, πιό εὑρηματικό, πιό εὐφυές, πιό ψαγμένο. Εἶναι ἐσωτερικό.

Λογία καλιαρντὴ δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει πεζογραφία καὶ ποίησις γραμμένη ἀποκλειστικῶς στὴν καλιαρντή. Ὑπάρχουν παρὰ ταῦτα τραγούδια, κυρίως παραφθορὲς τραγουδιῶν τοῦ συρμοῦ μὲ ἄλλα ἢ μερικῶς ἀλλαγμένα λόγια, τὰ ὁποῖα τραγουδοῦσαν οἱ κίναιδοι, κυρίως στὶς ταβέρνες τους (δὲν ὑπῆρχαν τότε πουστομπάρ κττ).

Μία ἀπὸ τὶς χρήσεις τῆς καλιαρντῆς εἶναι καὶ ἡ ὑποβοήθησις τῆς ἄγρας ἐπιβήτορος. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πρόκλησι τοῦ γέλωτος εἰς τὸν ἀγρευόμενον, εἴτε ἐκ τῶν λόγων τῆς προηγουμένης παραγράφου, εἴτε ἀκόμη καὶ τῆς ἀμηχανίας εἰς τὴν ὁποίαν περιέρχεται, μὴ ἀντιλαμβανόμενος τί τοῦ μπενάβει ἡ κροτάλω.

Στὴ δεκαετία τοῦ '50 ἄρχισε ἡ καλιαρντὴ νὰ γίνεται μόδα, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς λεγομένους καλλιτεχνικοὺς κύκλους. Ἐπειδὴ ὁ μικροαστὸς τείνει νὰ χώνῃ τὴ μουσοῦδα του παντοῦ, δὲν γλίτωσαν οὔτε τὰ καλιαρντά, οὔτε τὰ κουτσαβάκικα, οὔτε τὰ ρεμπέτικα, οὔτε τίποτε. Μέχρι καὶ γκομινάκια ψέλιζαν καλιαρντολεξοῦλες μὲ προκλητικοεπιδεικτικὸ τρόπο στὰ '70ζ-'80ζ, συντελεσάσης καὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Πετροπούλου. Ἡ καταγραφὴ σημαίνει διάσωσι, ἀλλὰ καὶ διάδοσι καὶ φθορά, καὶ παρακμή. Οὐδὲν καλὸν ἀμιγὲς κακοῦ (καὶ τοὔμπαλιν). Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008] τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

Ἔγραφον κατὰ παραγγελίαν καὶ ἐνθάρρυνσιν Vrastaman.

.

Χάρρυ Κλυνν, Ένας πούστης να μιλήσει. (από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».

Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!

  1. Ο Τα(κης) είπε ότι θα φέρει το κο(κό –κόκα δηλαδή) το βρά(δυ) για να γίνει σκηνικό...

  2. — Παίζει ο σφαγμέ(νος) ο ά(σσος);;
    — Μόνο ο διπλός ο νόζις.

  3. Και μου λε(ει) η μεναγκό δε γουστά(ρω) και τέτοια... Ε, α γαμή και λε πουλέ της λέω. Λασκύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξειδικευμένη αλλά υπαρκτή αργκό. Γεννήθηκε και αναπτύσσεται σε σκακιστικά καφενεία, ομίλους και πάρκα (υπάρχουν γεροντάκια που παίζουν καθημερινά στο Πεδίο του Άρεως). Το σκάκι δεν έχει μπει στην κουλτούρα μας όπως το τάβλι, αλλά έχει και αυτό τους φανατικούς θιασώτες του. Η αργκό των σκακιστών έχει ζωντάνια, φαντασία και δύναμη. Ειδικά τα σκακιστικά καφενεία έχουν την δική τους ατμόσφαιρα και κανόνες.

Ποια είναι επιτέλους αυτή η αργκό ;;. Αυτή.

Όσοι έχουν παίξει σκάκι θα το βρουν εξαιρετικό, οι υπόλοιποι τουλάχιστον ενδιαφέρον.

Ο γράφων είναι κλασσικός μαζέτας ή παπί. Επίσης είναι και τρελός στήτης.

Σκακιστική αργκό στο σλανγκ: ταβλιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified