Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.

- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την νεροποντή, την πολύ δυνατή βροχή. Η έκφραση έχει την εξήγησή της στην οφθαλμαπάτη που κάνει τις σταγόνες βροχές να εμφανίζονται ως μακριές κάθετες υδάτινες ράβδους, αντί του ορθού σχήματος πεπλατυσμένης σταγόνας. Η απάτη αυτή οφείλεται στο μετείκασμα, το οποίο είναι η ανικανότητα του ματιού να παρακολουθήσει άμεσα τις αλλαγές που συμβαίνουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στην ίδια οφθαλμαπάτη οφείλουμε και την ύπαρξη του κινηματογράφου.

Επειδή, λοιπόν, η κάθε σταγόνα βροχής ακολουθεί κατακόρυφη πορεία και το μάτι δεν μπορεί να ακολουθήσει «κατά πόδας» την τροχιά της σταγόνας, εμφανίζεται μια ενιαία «εικόνα» κατά μήκος της τροχιάς αυτής δίνοντας την αίσθηση ότι η σταγόνα έχει ραβδοειδές κατακόρυφο σχήμα, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, όπως είπαμε και παραπάνω.

Ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διαβαθμίσεις λέγοντας «ρίχνει καρέκλες», ή «ρίχνει μπουγαδοκόφινα» κλπ. Ειδικά για τις χιονονιφάδες συνηθίζεται και η έκφραση «ρίχνει πατσαβούρες».

  1. -Πάμε Όλυμπο το Σαββατοκύριακο;
    -Τι λες, ρε μαλάκα, δεν άκουσες τον Αρναούτογλου; Είπε ότι όλο το τριήμερο θα ρίχνει καρέκλες.

  2. Πω, ρε συ, τι γίνεται έξω; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει!

  3. Ο BuBis μπαρκάρισε χθες, αλλά δεν μπορέσουμε να του κουνήσουμε το μαντήλι· έριχνε καρεκλοπόδαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.

Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου.

(από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι είναι η ανεμόκαυλα;

- Αρχιδομαλακοκεφαλοι βλακαμαδες κουραδογεννοι γουρουνομουροχαβλοι ελληνες οδηγοι, γαμω τη μαμη που σας ξεγεναγε και γαμω τα τριχωτα ποδια του Σπαιντερμαν, που να τρακαρετε και να διαμελιστειτε και να μην ψοφησετε κιολα, Η ΚΟΡΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ την ανεμοκαυλα σας μεσα!
(εδώ)

Οταν ο γκαυλωμένος άνεμος ξεσπά την ερωτική λύσσα του στις πεοκορφές. Αεροπεομαχία το δίχως άλλο! (από GATZMAN, 01/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.

Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!

(από σφυρίζων, 22/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από πού κι ως πού, τώρα, τα υποκοριστικά της αρχής κάποιου να μπορούν γίνουν φακές; Μάλλον κάτι άλλο θέλει να πει ο ποιητής, λέγοντας αυτό. Τι όμως;

O ποιητής κρυώνει επειδή:

- υπάρχει πουτσόκρυο.
- είναι τσίρος και κρυώνει εύκολα. - είναι άρρωστος κι ανεβαίνει ο πυρετός του, κλπ.

Λέγοντας τη φράση, θέλει να τονίσει πως από το πολύ κρύο που αισθάνεται, έχουν συσταλεί τα αρχίδια του και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει και καλά φακές.

Ωστόσο πέρα από το ότι κρυώνει, ο ποιητής μπορεί και να πεινάει κιόλας. Και γι' αυτό μπορεί να περνάει, ενσυνείδητα, ή υποσυνείδητα, τον συνειρμό του, μέσα από φαγώσιμες ύλες, αφού τρώγοντας κανείς, θερμαίνεται, ξεζιπάρονται οι φακές και ξαναγίνονται, και καλά, όρχεις.

Σημείωση: Η φράση, βγάζει την... εκφραστικότητα, ενώ παράλληλα βγάζει το... γέλιο.

- 'Αστα... μπρρρ... Έχω δαγκώσει το καυλί μου. Τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές... μπρρρ!
- Καλά κι εγώ κρυώνω, αλλά δεν κάνω έτσι. Τόσο πολύ πια;
- Ρε δεν αντέχω σου λέω... μπρρρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσόκρυο αλλά σε πιο ευγενικιά μορφή για να μη μας καταλάβει και καλά κανένας.

[μπαει λου+βαλου]

- Ποο φίλε κάνει τσόκρυο, το έχω δαγκώσει το καυλί.

GATZόμυδο! (από Vrastaman, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως παρεμφερής ορισμός με το δάγκωσα το καβλί μου όταν κάνει πολύ κρύο...

- Ρε συ ... πώς είναι ο καιρός έξω;
- Γάμησέ τα... δάγκωσα τα αρχίδια μου!!!!

New testicle eating champion crowned (από notheitis, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified