Προσφώνηση, χρησιμοποιείται όπως το «μάγκα», «φίλε», «αρχηγέ».
Ρε ψηλέ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;
Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε
Got a better definition? Add it!
Η κοκαΐνη ή αλλιώς κόκα. Συνήθως την μετράνε σε gr, δηλαδή γραμμάρια.
Θα πιούμε την κοκό μας και θα πάμε στο πάρτι.
Τρία gr κοκό φτάνουν.
Σχετικά: κοκορέτσι, κοκόρι, κοκακόλα, αναψυκτικό
Got a better definition? Add it!
Ο πεοθηλασμός ή πιο απλά τσιμπούκι. Η διαδικασία γλειψίματος του αντρικού μορίου.
Και που λες, μου πήρε μια πίπα μέσα στο αμάξι, άλλο πράγμα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.
Got a better definition? Add it!
Η φωτιά, ο αναπτήρας.
- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...
Got a better definition? Add it!
Χωρίς αντίτιμο.
- Αγόρασα σήμερα ένα τασάκι για το ποδήλατό μου, 15 ευρώ.
- Έλα ρε! Τζάμπα πράμα...!
Got a better definition? Add it!
Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
-Τελικά, τζάμπα ξύλο του έριξα... -Ναι, τζάμπα μάγκας έγινες...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.
Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
Βλ. και κλάνω πετούγιες
Got a better definition? Add it!