Όπως και το Ελλάντα, πρόκειται για έναν χαρακτηριστικά Ελληνο-αμερικλάνικο τρόπο να αναφερθείς στην «πατρίδα», αποκαλύπτοντας ότι, παρά τις πλέον φιλότιμες των προσπαθειών σου, έχεις τελικά αλλοτριωθεί. Βλ. και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.

- Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αστόρια, να φάμε κανά σουβλάκι, να δούμε και Φίνος Φιλμ, να θυμηθούμε το πατρίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο που λεγόταν κατά κόρον τις προηγούμενες 2-3 δεκαετίες, τότε που σκάσαν τα πρώτα ενοικιαζόμενα δωμάτια στα νησιά, μικρά, άθλια, ζεστά, υγρά, που ήταν θαύμα το ότι είχαν τουαλέτα. Έτσι λοιπόν, την πινακίδα που έλεγε ROOMS TO LET και που την συναντούσαμε όπου (ή που κραδαινόταν στα χέρια κάποιου ζήτουλα ντόπιου πάνω που βγαίναμε από το πλοίο) την παραφράζαμε ως ROOMS TOILET, καθότι το Ι, παρόλο που δεν γράφεται, είναι σα να το βλέπεις.

Η έκφραση έχει μείνει μέχρι τα τώρα για τους παλιούς, για τους δε νέους δεν λέει μάλλον τίποτα, δεν αποτελεί ούτε καν μπαμπαδισμό.

Τι λες, να κλείσουμε από πριν, ή να κατέβουμε στο νησί και να κάνουμε μια γύρα για κανα ROOMS TOILET του γούστου μας;

Βλ. και ρουμλετάς, ρεντεκάρος και ρεντρούμης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη για το μπάγκαλοου, σε χρήση κυρίως στις δεκαετίες 60-70. Από τα γαλλικά, όπου cabane = καλύβα.

Bungalows - Οι θρυλικές καμπάνες του Αστήρ Παλλάς Βουλιαγμένης.
Κάθε ένα από τα 58 πλήρως ανακαινισμένα Bungalows στο Arion Resort & Spa, Astir Palace είναι πραγματικά εκπληκτικά.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουβλατζίδικο.

Έχει καμιά σουβλακερί εδώ κοντά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γνωστά ταχυφαγεία. Ελληνοποίηση του αγγλικού «fast food», δηλαδή γρήγορο φαγητό, με την κατάληξη -άδικο.

Οι γευστικές επιλογές που προσφέρουν κινούνται γύρω από την τριπλέτα χάμπουργκερ, πλαστική πατάτα, κοκακόλα και τις παραλλαγές τους. Γι' αυτό να μην συγχέονται με γυράδικα, τυροπιτάδικα, σουβλατζίδικα, που προσφέρουν και αυτά γρήγορο φαγητό, αλλά δεν είναι φαστφουντάδικα.

Χαρακτηριστικά τους η τυποποίηση σε περιβάλλον, φαγητό και εξυπηρέτηση (βλ. και σχετική συζήτηση -σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε) και η δυνατή, ξενέρωτη μουσική που παίζουν για να μας σπάσουν όσο πιο γρήγορα τα νεύρα και να σηκωθούμε να φύγουμε μόλις τελειώσουμε το φαγητό για να μην πιάνουμε τραπέζι.

Παρ΄ όλα αυτά, το απρόβλεπτο και το σαμποτάζ στην τυποποίηση, πήρε πάλι την εκδίκησή του, αφού τα παππούδια, ελλείψει κλασσικών καφενείων (σπανίζουν και αυτά πλέον), αράζουν με τις ώρες στα εν λόγω μαγαζιά με έναν καφέ που παραγγέλνουν, κόβοντας όλη μέρα κίνηση. Έχω ακούσει παππού σε φαστφουντάδικο να ρωτάει: «ελληνικό καφέ δεν έχετε;;»

Μετά την εξαφάνιση των δημόσιων ουρητηρίων, είναι πολύ χρήσιμα και για να ανακουφίζει κανείς αναπάντεχες σωματικές ανάγκες.

Δεν χρειάζεται, μην κάνουμε και διαφήμιση

Φαστ φουτ. (από patsis, 28/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίμνη στην ελληνοαμερικάνικη αργκό. Παραφθορά του αγγλικού lake.

Ντραϊβάρεις κάρο το χειμώνα πάνω στο παγωμένο λέκι;

κι ένα μπουκάλι ουίσκι σε περίπτωση που σπάσει ο πάγος (από Marco De Sade, 03/09/10)(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό bayir που σημαίνει πλαγιά αλλά και ακαλλιέργητη έκταση, άγονο κομμάτι γης, χωράφι ή οικόπεδο αφημένο στην τύχη του να γεμίζει αγριόχορτα. Με την δεύτερη σημασία λέγεται αρκετά στην Βόρεια Ελλάδα.

Η πρώτη σημασία έχει διασωθεί στην μορφή μπαΐλα.

- Θα περάσεις την Σκύδρα, μετά θα περάσεις το Ριζό στο δεξί σου χέρι και θα κοιτάς για πινακίδα «Αγία Μαρίνα». Μισό λεπτό δρόμος ευθεία είναι το βραστήριο.
- Έχει χωριό εκεί;
- Μπα, στη Νέα Στράντζα είναι, εγκαταλελειμμένο είναι το χωριό, μες στα μπαΐρια έχει πέντε σπίτια και την εγκατάσταση που βράζουνε το τσίπουρο.

Στο 0.30. Πήγε βόλτα στα μπαίρια, ως μη έδει (που λέει και το Πονηρόσκυλο). (από Khan, 13/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published