Further tags

Σπεκ στους προλαλήσαντες: Νεαρός άντρας, αρσενικό γκομενάκι. O Vrasta που αιτήθηκε, ζήτησε όρο για το αγγλικό «toy boy» (κυριολεκτικά «παιγνίδι - αγόρι») και δεν νομίζω πραγματικά ότι υπάρχει καλύτερος, περιεκτικότερος και επιτυχέστερος από τον «τεκνό». Σο:

Τεκνό - toy boy: Αγόρι έως και άντρας νεαρής ηλικίας, που έχει σχέσεις ενηλίκων (που στο χωριό μου τις λένε adult και αναφέρονται κυρίως σε διάφορα σεξουαλικά γούστα) με μεγαλύτερη κυρία. Πώς λέμε η φιλόλογος να τα φτιάξει με τον απουσιολόγο; Α, να γεια σου!

Ηλικίες: Κατά κύριο λόγο, αποδεκτό αντικειμενικά, παίζει σε αντρικό παστάκι. Παρόλα αυτά, όσο μεγαλύτερη η ηλικία της τεκνατζούς τόσο μεγαλύτερο μπορεί να είναι το αγόρι που χαρακτηρίζεται ως τεκνό (σαν να λέμε, για μια σαρανταπεντάρα, τεκνό - toy boy παίζει να είναι και ένας τριανταπεντάρης, που για μια δεκαοχτάχρονη θεωρείται πουρό - δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα).

Καθήκοντα: Όχι αγάπη μου επειδή είσαι πιτσιρίκος, επειδή έχεις κοιλιακούς φέτες και κώλο για χούφτωμα, επειδή έχεις αντοχές και επαναλαμβανόμενες στύσεις, να θεωρείς τον εαυτό σου θείο δώρο για την ερωμένη σου, έτσι, χωρίς τίποτα άλλο, δεν παίζει. Έχεις καθήκοντα για να είσαι σωστό toy boy και, αν τα εκτελείς ορθά, θα κερδίσεις επάξια τα προβλεπέ οφέλη (βλ. παρακάτω). Σο, έχουμε και λέμε:

  • Υπάρχεις για να την υπηρετείς. Φροντίζεις για την ικανοποίησή της κάθε στιγμή. Δεν είναι δύσκολο, απλά δίνεις σημασία στο τί θέλει. Ποτό (πάμε στο μπαρ); Ένα συγκεκριμένο τραγούδι (πάμε στον dj); Κάτι ιδιαίτερο στο σεξ (πάμε προς τα κάτω);
  • Ένα σωστό τεκνό μαθαίνει γρήγορα πώς να αντιλαμβάνεται άμεσα τί ακριβώς θέλει εκείνη, χωρίς να του το ζητήσει.
  • Δεν κοιτάς άλλες - εννοείται βεβαίως.
  • Περνάς χρόνο μαζί της.

Οφέλη: Tι κερδίζει το toy boy από μια τέτοια σχέση;

  • Την ικανοποίηση της; (Duhhh!; που λέει κι ο acg). Δεν είναι αρκετή επιβράβευση αυτό; Δεν χαίρεται και εκείνος με την σειρά του όταν βλέπει την σύντροφό του να χαίρεται; Ε, αυτό είναι το κυριότερο, αλλά έχει και παράπλευρα οφέλη:
  • Αίσθηση ασφάλειας και έλλειψης περιττών ευθυνών. Δεν περιμένει να την προστατέψεις από τα κακά αυτού του κόσμου, δεν περιμένει να την καταξιώσεις, δεν περιμένει να την ταΐσεις, τα κανονίζει όλα αυτή και δεν σου σκοτίζει τομπούτσο (στάνταρ).
  • Γαμάτο σεξ, μιξοπαρθενιές κι αναστολές δεν έχουν θέση όπως ενδεχομένως στις συνομήλικες (στάνταρ).
  • Κανά δωράκι, μικρό συνήθως, αλλιώς μπορεί να ξεφύγει από τεκνό και να χαρακτηριστεί ζιγκόλι (ενδεχόμενο).
  • Δείπνα σε εστιατόρια που με τον μισθό του δεν τα βλέπει ούτε στην τηλεόραση (ενδεχόμενο).
  • Διακοπές σε ξενοδοχεία που με τον μισθό του δεν τα βλέπει ούτε στην τηλεόραση (ενδεχόμενο), και
  • (αν, λέμε τώρα, είσαι και το τεκνό καμιάς διάσημης - π.χ. μαντάνα βλέπε μήδι 1) σε δείχνει και η τηλεόραση που λέγαμε (χλωμό, αλλά 'ν'ν' κακό να το σκέφτεσαι).

Ά, να πω εδώ ότι, εκείνη η «boy toy» (και όχι toy boy) ζώνη της μαντάνας δεν έχει να κάνει με τα τεκνά, έχει να πει «Παιχνίδι Για Αγόρια», δεν μας αφορά στο παρόν και μην μπερδευτείτε (νομίζω θα φτερνίζεται η μαντάνα).


Δισκλαίμερ: όλα κι όλα, τις εϊτίλες τις ξέρω από τα ντοκιμαντέρ (μη σας πω μου τα 'πε η μαμά μιας φίλης μου) και τα υπόλοιπα από το κόσμο. Γκχμ.

Ντριν.
-Παρακαλώ;
-Μπέτυ, πες μου ότι δεν ισχύει αυτό που μου 'πε η Σουζάνα! Για όνομα του Θεού, εμφανίστηκες λέει στο Ακρωτήρι με τον Θανασάκη, τον γιο της Ελένης;
-Ε, ναι λοιπόν. Το ομολογώ. Είναι αλήθεια. Τα 'χουμε με τον Θανάση. Αλλά είναι πολύ ώριμο παιδί... (σ.ς. ε, ναι).
-Ώριμο παιδί; Ρε μαλάκα κοντεύεις σαράντα και αυτό είναι εικοσιτριών, τρελάθηκες; Τί δουλειά έχεις εσύ με το τεκνό; -Αχ μωρέ Κατερίνα μου, μου λέει ιστορίες από το σχολείο και με κάνει και γελάω. Και τον έχει όσο την ηλικία του. Και του σηκώνεται κάθε δέκα λεπτά. -Είσαι τρελή γαμώ το κέρατό μου, τεκνατζού εσύ, δεν το πιστεύω... Τί θα πεις της Ελένης άμα το μάθει;
-Χμμμ, ξέρω γω... Συγχαρητήρια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μια μάζωξη γνωστών μεταξύ τους ανθρώπων, φίλων ή συγγενών, σε στενό κύκλο, συνήθως σε σπίτι κάποιου από την παρέα, για κανένα ουζάκι, για κανένα μεζεκλίκι, για κουβεντούλα και καλό χαβαλέ.

Και οι δύο συνιστώσες λέξεις (biz bize) είναι τουρκικές αντωνυμίες, ολόκληρη δε η έκφραση σημαίνει αυτολεξεί εμείς σε εμάς ή εμείς για μας. Η επιτυχέστερη, δηλαδή, μετάφραση είναι το γνωστό εμείς κι εμείς.

Πρβλ. και αζμπέτε.

[Ασίστ acg από το δημόσιο πρόχειρο.]

- Έβγαλα τη φουφού, την καθάρισα και πήρα κρεατικά, πράμα που σαλεύει! Το βράδυ σας έχω υπερπαραγωγή!
- Θα έρθει πολύς κόσμος;
- Όχι ρε, μπιζ μπιζέ φάση, εσύ φέρε μόνο την κιθαρούλα σου κι είμαστε πρώτοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνήθης έκφραση είναι «τον μπαγλάρωσαν» και σημαίνει ότι κάποιος συνελήφθη από τους αστυνομικούς. Επειδή η σύλληψη μπορεί να συνοδεύεται και με ξυλοκόπημα η λέξη παίρνει και αυτό το νόημα (= ξυλοφορτώνω).

Προέρχεται από το τούρκικο bağlar, bağlamak = δένω, όπου στα ελληνικά έχει και την έννοια του δένω πολύ καλά (πισθάγκωνα).

Σχετιζόμενα: τον κάνω τσακωτό, (οι αστυνομικοί) τον τσίμπησαν, συλλαμβάνω, πιάνω επ' αυτοφώρω.

Κυκλοφορεί και σε ουσιαστικό το μπαγλάρωμα (= σύλληψη).

Ασίστ: ironick

Μια καλή λύση επίσης θα ήταν να βουτάνε τους πιτσιρικάδες οι αστυνομικοί προληπτικώς!
– Μα δεν έκανα τίποτα, ρε θείο!
– Γι' αυτό σε μπαγλαρώνω, κωλόπαιδο! για να μάθεις τι θα πάθεις, όταν κάνεις!..
Τέλειο!
Τους βγάζεις τα νυχάκια εξ απαλών ονύχων.
Τους βγάζεις τα δοντάκια, πριν σου βγάλουν γλωσσίτσα.
Η πρόληψη είναι καλύτερη απ' την καταστολή.

Απόσπασμα του ΣΤΑΘΗ Σ. στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/03/2009

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Ισπανικό palavra που σημαίνει λόγια.
Η λέξη παλάβρα είναι σεφαραδίτικης (Ισπανοεβραϊκής) καταγωγής.

Μπήκε στην Ελληνική σαν δάνειο λόγω των μεγάλων εμπορικών συναλλαγών στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Φυσικά εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην αρχή σήμαινε το ίδιο όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγια». Καθώς όμως ήδη υπήρχε το μεσαιωνικό επίθετο «παλαβός», η φωνητική ομοιότητα επέφερε γρήγορα σημασιολογική δείνωση της δάνειας λέξης και έτσι κατάντησε να σημαίνει την «τρέλα».

Και το παράγωγό «παλάβρας», έγινε συνώνυμο του παλαβός.

-Ρε δεν σου φαίνεται ότι ο Τέλης είναι ολίγον τι παλάβρας;
-Το «ολίγον τι» μ' αρέσει!

-Πω πω κάτι παλάβρες που αμολάει ο Νώντας!
-Ε από παλαβό τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενέχυρο, η υποθήκη. Το αντικείμενο που δίνεται ως εγγύηση για δάνειο.

Η έκφραση «κρατάω κάτι αμανάτ» σημαίνει κυριολεκτικά κρατώ κάτι ως εγγύηση. Και, μεταφορικά, κρατώ αμείωτη την διάθεση και περιμένω να εκδικηθώ κάποιον που με έχει βλάψει. Δηλαδή του το κρατάω, του το φυλάω, μνησικακώ.

«Μένω αμανάτι» σημαίνει μένω μόνος, εγκαταλείπομαι, μένω χωρίς κανένα στήριγμα.

Τουρκική λέξη amanat και emanet για την κατάθεση, την παρακαταθήκη.

Στο Δ.Π. από την Μες.

  1. Από τότε που τον προσέβαλε, του το κρατάει αμανάτι.

  2. Θυσιάστηκε για όλους και τελικά έμεινε αμανάτι. Κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «πώς είπατε;». (Προφ. Paussy pâté ).

Σκώμμα εις βάρος των πάλαι ποτέ μοσκομούνων σουσούδων του Κολωνακίου, που πρόφεραν τα πάντα με γαλλική προφορά και ιδίως στην λήγουσα, δήθεν αγνοώντας τους κανόνες της ελληνικής. Βλ. molone laveur (= μολών λαβέ), l' acridie (=λακριντί) κτλ.

Χρησιμοποιείται, όταν κάποιος ενώ κατάλαβε την ερώτηση, αποφεύγει ή καθυστερεί τεχνηέντως να απαντήσει, προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Κλασσικό παράδειγμα, η Καίτη Λαμπροπούλου στη «Σωφερίνα», που καλείται να φανερώσει επ' ακροατηρίω την ηλικία της και απαντά με την ανωτέρω φράση, προσποιούμενη ότι δεν κατάλαβε τον πρόεδρα (Παπαγιαννόπουλο).

Να μην συγχέεται με το : «Δεν άκουσα, πώς είπατε, ορίστε-συγγνώμη κύριε, ποιος είστε;» διότι είναι μάλλον σκυλοπρεπές και ουχί γαλλοπρεπές ...

Τροχονόμος: - Άδεια και δίπλωμα.
15χρονο τζοϊράιντερ: - Πωσειπατέ;
Τροχονόμος: - Για κατέβα από τ' αμάξι ...

Στο 1:08 η χαρακτηριστική προφορά. (από allivegp, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά έκφραση): Το ταμείο και μετωνυμικώς = τα φράγκα.

Πιθανότατα τούρκικης προέλευσης.

Ο Γιώργος Κατσαρός λέει, στο μουρμούρικο «Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ», στον τεκετζή ν' ανοίξει το μπεζαχτά και να δώσει με αρχοντιά μπαξίσι στους λιμάρηδες μπάτσους, που δήθεν ήρθανε να κάνουνε έφοδο, για να μην τους ζαλίζουνε τ' αρχίδια...

- Λοιπόν η μικρή που πήρες να σου κρατάει το ταμείο, βάζει χέρι στο μπεζαχτά!
- Μη μου λες!
- Τί μη σου λέω, αφού την είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Το νου σου!

(από GATZMAN, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη junk που σημαίνει χίλια δυο, κυρίως το σκουπίδι, το του πεταματού, το άχρηστο. Ο χαρακτηρισμός κολλάει παντού. Ναι μεν το λέμε κυρίως για φαγητό (πχ για τα Goody's ή για κανα βρώμικο), αλλά παίζει και για καταστάσεις, εκπομπές τηλεόρασης, ένδυση, γενικά για οτιδήποτε φτηνιάρικο.

- Πάμε να δούμε την καινούργια ταινία του Λαρς;
- Ωχ όχι απόψε! Προτιμώ να κάτσω να δω κανα τζανκ στην τηλεόραση να χαζέψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κανονικά ονομάζει το φαγητό, αν οι μικρές ζυμαρένιες μπιλίτσες που κολλάνε στα δόντια και δεν έχουν καθόλου γεύση θεωρούνται φαγητό, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις χώρες της μεσογειακής Αφρικής και όχι τόσο αγαπητό στις υπόλοιπες χώρες ολόκληρου του κόσμου. Αλλά μιας και είναι τόσο ευκολοπρόφερτη και γεμίζει το στόμα πέρασε στην σλανγκ ορολογία και σημαίνει το κο(υ)τσομπολιό, το μο(υ)χαμπέτι, την κοινωνική κριτική, το τζιζ-μπιζ και γενικά το χάσιμο χρόνου με ταυτόχρονο σχολιασμό οποιουδήποτε θέματος τυχαίνει να έρθει στο μυαλό των ομιλητών, και τις περισσότερες φορές έρχονται θέματα για χρώματα βρακιών και τοποθεσίες διανυκτέρευσης διαφόρων.

Το, γνωστό και ως κουσκούσι, σπορ που αποτελεί τόσο αποκλειστικότητα των γυναικών όσο αποκλειστικότητα είναι και το σκάλισμα της μύτης στα φανάρια των ανδρών, δεν χρειάζεται να περιγραφεί μιας και όλοι λίγο-πολύ το έχουμε εξασκήσει και εδώ που τα λέμε βγαίνει φυσικά ειδικά όταν χαρακτηρίζονται μειωτικά αντιπαθητικοί τύποι (που ίσως τυχαίνει να είναι και τα αφεντικά σας). Οι λέξεις «άκουσα ότι ένας φίλος μου είχε πρόβλημα με τη στύση του» προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα στο πρόσωπο με την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.

Τώρα για το πως συνδέθηκε η λέξη με τον τζερτζελέ, που ξέχασα να το αναφέρω στα συνώνυμα πιο πάνω (αυτό που μόλις έγραψα είναι κόλπο για να ξαναδιαβάσεις τον ορισμό για να ψάξεις τα συνώνυμα και να μην τον περάσεις στο ντούκου), οι απόψεις τριίστανται: Η αδερφή μου λέει ότι τη λέξη την έβγαλε η Καραβάτου, η μάνα μου ότι «ταιριάζει στο αυτί γι'αυτή τη δραστηριότητα» και η γιαγιά μου ότι το κους κους (πληγούρι) ήταν από τα κύρια φαγητά που μαγειρεύονταν σε «μαύρους καιρούς» και συνήθως σε καζάνι ώστε να φάει όλη η γειτονιά μαζί και να πει τα νέα της.

- Έλα ρε Τάκη τι έγινε τελικά χτες, πήγες στο πάρτι;
- Εννοείται! Όλοι έλεγαν πού είναι ο Σάκης και πού είναι ο Σάκης. Έχασες που δεν ήρθες αγόρι μου, είχε τρελό κουσκούσι. Μάθαμε με ποιον τα έχει τελικά η ψηλή η μελαχρινή, ποιος παίρνει κάθε βράδυ τηλέφωνο την Μαρία και της κάνει ερωτική εξομολόγηση και ποιος πρώην της Νάντιας φορούσε τα εσώρουχά της.
- Ποιος;
- Κάποιος Θανάσης, αλλά γιατί ρωτάς;
- Δεν ρωτάω για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα ρε, για τον μαλάκα της ψηλής ρωτάω.
- Και που ήξερες ότι απάντησα για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα;
- ...
- Σε κόβει ο κουραδοκόφτης ε;

δε σας χαλάουα, νομίζω; (από johnblack, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανέκδοτο λέει ότι όταν είπαν στην βασίλισσα της Γαλλίας ότι ο λαός δεν έχει να φάει ψωμί, αυτή απάντησε «τότε γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;», qu'ils mangent de la brioche, γαλλιστί, όπου το brioche δεν είναι ακριβώς παντεσπάνι, αλλά τέσπα. Εξάλλου, όπως λέει η Βικούλα, η αδικημένη από την Ιστορία βασίλισσα δεν μπορεί να είπε ποτέ κάτι τέτοιο, γιατί πρόκειται για ανέκδοτο, που είχε εφεύρει ο Jean-Jacques Rousseau, πολύ πριν η Μαρία Αντουανέτα έρθει στην γαλλική αυλή. Δες εδώ. Τέσπα ήταν μια προπαγανδιστική συκοφαντία ενάντια στην Μαρία Αντουανέτα μας.

Βάσει αυτής της έστω ψευδούς ιστορίας, Μαρία Αντουανέτα χαρακτηρίζεται ένας άνθρωπος πολύ υψηλόφρων, που σνομπάρει τα προβλήματα άλλων, κυρίως κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, τα οποία θεωρεί ανάξια λόγου. Ή επειδή αυτός έχει λύσει ανάλογα προβλήματα οι απόψεις του είναι τελείως ουτοπικές. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μοντέλες, που τους ζητάνε να πουν την γνώμη τους για πολιτικά-κοινωνικά ζητήματα κι αυτές είναι τελείως άσχετες. Για πολιτικούς, οι οποίοι σνομπάρουν τους διαδηλωτές ως «ταραξίες», και σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Την αδικοχαμένη πάντως βασίλισσα της Γαλλίας απεκατέστησε η σκηνοθέτις Sophia Coppola στην ομώνυμη ταινία, όπου στο πλαίσιο (χα, σε πρόλαβα Άλλε) μιας απενοχοποιημένης ποστίλας, η Μαριώ παρουσιάζεται ως μια κοπελίτσα που ήθελε απλώς να κάνει την ζωή της, αλλά ο Λουί ήταν λούλης (τό 'χει το όνομα) και για να δουν δροσιά τα σκέλια της έπρεπε να τρέχει σε parties της αριστοκρατίας –γενικά η ταινία ήταν sex, whigs & rock n' roll.

Στο Δ.Π. υπό Bubis.

Από το www.flickr.com :

Στο debate φάνηκε ότι ο Καραμανλής είχε πλήρως καταλάβει τι συνέβη με το φοιτητικό κίνημα του χειμώνα, όταν σαν Μαρία Αντουανέτα περιέγραψε την κατάσταση ως εβδομαδιαίο ραντεβού με ταραξίες.
Αυτό θα πει να είσαι κοντά στην κοινωνία και να έχεις αίσθηση της πραγματικότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified