Further tags

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στη χρήση μαραφετίου που κουβαλάνε κάποιοι μπατσούληδες. που προσέχουν τα άμυαλα παιδιά που κάνουν πορείες. Η εν λόγω συσκευή εκτοξεύει δακρυγόνο σε μικρή απόσταση και θυμίζει, σε μάλλον ελεύθερη διασκευή, το κλασσικό ψεκαστήρι με το έμβολο και τον κύλινδρο μπροστά, που αγαπήσαμε όλοι μας μέσα από τις ταινίες του Βέγγου. Δίνει μια εύθυμη και καλτ διάσταση στα τεκταινόμενα στις διαδηλώσεις.

- Και κει που φωνάζαμε «μη μ'αφήνετε να ξενερώνω, δακρυγόνο, δακρυγόνο», με φλιτάρει ένας ματατζής στη μάπα, τρώω όλο το χημικό κι έρχομαι στα ίσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ. Όχι βέβαια ο καθένας, αλλά ο φουσκωτός που σηκώνει όλον τον πάγκο, παίρνει πρωτείνες, αμινοξέα, κρεατίνες, στεροειδή, αναβολικά κτλ... Χαριστικά (επειδή είναι καλά παιδιά) λέγεται και για αυτούς που εξασκούν το άθλημα σε πιο ήπια μορφή. Όσο δε για αυτούς που κάνουν μπόντι μπίλντινγκ αλλά ανήκουν στην κατηγορία φτερού, μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει ένας τέτοιος (αυτό)χαρακτηρισμός τους...

Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.

  1. - Ρε, σ' αυτό το γυμναστήριο που ήρθαμε όλοι είναι μποντιμπιλντεράδες... Πάρε τον άλλον, διακόσια κιλά πάγκο σηκώνει...
    - Μαλακία κάναμε ε; Καλά, γάμα το γυμναστήριο και πάμε σπίτι μου να πιούμε καμιά μπύρα, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα... Αφού εμείς μόνο για μπυροκοιλιακούς είμαστε!

  2. - Τι γίνεται αγόρι μου, ούτε τα πεντάκιλα δεν σηκώνεις στους δικέφαλους; Τι μποντιμπιλντεράς είσαι συ;
    - Δεν μπορώ...
    - Σφίξου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το ιταλικό mazzeranga) Απάτη, δόλος, απατεωνιά.
Επίσης, ματσαράγκας = απατεώνας

  1. - Πάμε για μπάσκετ;
    - Ξέχνα το, δεν ξαναπαίζω μαζί σου γιατί μου σπας τα νεύρα... Όλο κλαίγεσαι και κάνεις ματσαραγκιές!

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Και για να μην λέμε πως όλα πάνε κατά διαόλου: Το γεγονός πως αυτή η ματσαραγκιά της κυβέρνησης συζητάται δημόσια σημαίνει πως -πάρα πολύ αργά ίσως- η Ελληνική κοινή γνώμη ενημερώνεται και έχει απαιτήσεις....»

  3. - Άλλα είχαμε κανονίσει με τον γυψοσανιδά και άλλα μου ζητάει τώρα...
    - Σε βρήκε στην ανάγκη ο παλιοματσαράγκας!

Ο σερ Μπιθικώτσης, ο αριστοκράτης μάγκας! (από Cunning Linguist, 26/02/09)(από Cunning Linguist, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεκολτέ γυναικός που έχει δεχθεί τις περιποιήσεις πλαστικού χειρούργου. Κατ΄επέκταση και ολόκληρη η φέρουσα. Από την γνωστή περιοχή της Καλιφόρνια.

προφανές!

Mona Lisa πριν και μετά από Tom Pousti (από Khan, 03/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτεταμένη χρήση στα εικονογραφημένα κόμιξ για να δείξει ότι ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας σκέφτεται. Κατ' άλλους είναι μετάφραση του αγγλικού mumble mumble, που δείχνει ότι ο χαρακτήρας λέει κάτι ακατάληπτο μέσ' απ' τα δόντια του. Δεδομένου ότι όταν σκεφτόμαστε πολλές φορές ψιλομουρμουρίζουμε κιόλας, μπορεί και οι δύο εκδοχές να είναι σωστές.

- Τελικά τι θα κάνουμε το βράδυ; Πάμε κανα κλαμπάκι ή μήπως θες να πάμε σινεμά και μετά να τσιμπήσουμε τίποτε;
- Χμ... μούμπλε μούμπλε... Να δούμε τι παίζει στο Village;

(από acg, 13/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρό κουβεντολόι, κουτσομπολιό, κουσκούσι. Το ψου-ψου-ψου σ' ένα κάπως πιο εκλεπτυσμένο.

Η κοζερί συντάσσεται πάντα με το ρήμα κάνω.

Από το γαλλικό causerie- σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Αν και παλιά λέξη - ήταν του συρμού την εποχή που οι καθώς πρέπει κυρίες ήξεραν Γαλλικά - η σημασία της συχνά παρερμηνεύεται (βλ. παράδειγμα 2).

  1. Από το blog http://ritsmas.wordpress.com/
    Γι’ αυτό σου λέω, βανίλια μου: πολυκατοικία και πάλι πολυκατοικία. Να είμεθα και πολλοί να κάνουμε και κοζερί.

  2. Παλιό ανέκδοτο
    - Λίτσα, ο Χρηστάκης είπε να πάμε απ' το σπίτι αύριο το βράδυ ... θα είναι κι ένας φίλος του ... να κάτσουμε, να γνωριστούμε καλύτερα, να κάνουμε και κοζερί ... με είπε ...
    - Να πάμε, Πόπη μου, γιατί να μην πάμε ... κορίτσια στον καιρό μας είμαστε ... αλλά, βρε Πόπη, αυτή η κοζερί τι είναι ...
    - Έλα μωρέ, σάματις ξέρω κι εγώ ... αλλά, καλού κακού, κάνε κι ένα μπιντέ προηγουμένως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την παλιά εποχή, στα πρώτα χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας μετά την Τουρκοκρατία, η ψήφος ήταν τόσο υπεύθυνη υπόθεση όσο είναι και σήμερα... Οι τότε πολιτικοί λοιπόν στους προεκλογικούς τους «αγώνες» εξαγόραζαν ψήφους προσφέροντας ως αντάλλαγμα πούρα Αβάνας Trabucos στους ψηφοφόρους. Τα πούρα αυτά τα μοιράζανε βεβαίως απλόχερα και στους τσατσάκους τους, δηλαδή τους πιο θερμόαιμους/πιστούς από τους οπαδούς τους.

Εν έτει 2008 πλέον, η Ελλάδα έχει πλέον προοδεύσει και χρησιμοποιούνται πλέον εξελιγμένα συστήματα ρουσφετιού και μίζας... Ωστόσο η λέξη τραμπούκος παρέμεινε και δηλώνει τον μπράβο κάποιου κομματάρχη ή γενικώς κάποιον που προκαλεί ταραχές κατ' εντολή. Κατ' επέκτασιν, σημαίνει και τον άξεστο, θρασύ και βίαιο άνθρωπο που επιβάλλεται με τη βία.

Η πράξη του τραμπούκου λέγεται τραμπουκισμός.

  1. (Από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο Κανάλι 67, στις 15-09-1993)
    - Εμείς δεν είμαστε αλήτες να τους στείλουμε τραμπούκους. Μου στείλανε στην Καλλιθέα πέρυσι, εγώ όμως δεν στέλνω τραμπούκους, ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να έχω. Εγώ ζητώ από τον Θεό να πεθάνουνε κι οι δυο τους!

  2. - Τι άκουσα, έγινε φασαρία λέει στη σχολή;
    - Ναι, την πέσανε κάτι τραμπούκοι της ΔΑΠ σε έναν τύπο που είχε στήσει τραπεζάκι για εκδρομές στη Μύκονο, γιατί τους χάλαγε την πιάτσα...

  3. - Οι τραμπουκισμοί αποτελούν καθημερινό φαινόμενο σε σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified