Further tags

Αυτός που βαράει προσοχές, ο τσανακογλείφτης, αυτός που λέει ναι σε ό,τι προστάζει τ' αφεντικό, χωρίς να εξετάζει την ορθότητα της προσταγής. Από το αγγλικό yes man (yes= ναι, man = άνθρωπος).

Συνώνυμα: τσανακογλείφτης, αυλοκόλακας, (ενίοτε και) μαντρόσκυλο.

- Χαιρέτα, ρε! Περνάει ο καθηγητής σου.
- Σιγά μη γίνω γιέσμαν του μαλάκα, εγώ. Να χαιρετήσει αυτός πρώτος.

yes, Aλάριχος! (από MXΣ, 15/05/10)(από Khan, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.

Γράφεται και «φιρί φιρί».

Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύπουλα, υποχθόνια, σιγά-σιγά και με τρόπο, από την πίσω πόρτα.

Ενδεχομένως προκύπτει από το αγγλικό low, το οποίο ελληνοποιήθηκε ελαφρώς, για τις εγχώριες γλωσσικές ανάγκες.

Πιθανόν μάγκικης προέλευσης, ωστόσο έχει καθιερωθεί και στην καθημερινή σλανγκ στις μέρες μας.

Πριν προλάβουμε καλά-καλά να χωνέψουμε τον οβελία, ξαναχτύπησε η «τρομοκρατική οργάνωση» spread! Για να μας θυμίσει ότι, η εβδομάδα των Παθών πέρασε και αρχίζει η εποχή του μαρτυρίου.

Πόσο σοβαρός μπορεί να είναι ο ισχυρισμός ότι τα spread απογειώθηκαν μόλις κάποιο κυβερνητικό βαθύ …λαρύγγι διέρρευσε το …επτασφράγιστο μυστικό στα κοράκια της διεθνούς κερδοσκοπίας;

Είναι αφελές να πιστεύουμε πως οι αγορές είναι έτοιμες να αποδεχθούν ακόμη και ανυπόστατες φήμες και αντιθέτως αρνούνται κάθε ελληνική προσπάθεια;

Το χθεσινό παράδειγμα «βγάζει μάτια». Η διάψευση της ανώνυμης κυβερνητικής πηγής από τον υπουργό Οικονομικών έγινε αργά το απόγευμα, ενώ όλα είχαν διαμορφωθεί.

Τα πράγματα είναι απλά. Προετοιμάζεται το .......έδαφος για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και μάλιστα το φέρνουν λάου - λάου, ώστε στο τέλος να το υποδεχθούμε όχι ως ολέθρια επιλογή, αλλά ως λύση επιβεβλημένη, ως αναγκαίο κακό, αν όχι ως σωτηρία!

Άλλωστε οι τελευταίες εξελίξεις φέρνουν πιο κοντά και τη συζήτηση για νέα μέτρα, την οποία ήδη έχει ανοίξει, εμμέσως, τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση ως «αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές

(απ' εδώ)

Ceci n\'est pas Lau-Lau (από Vrastaman, 16/04/10)(από joe909, 11/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποιο Αρβανιτοχώρι ο πατέρας έπαιζε χαρτιά στο καφενείο όταν απ' έξω περνούσε ο γιος του, ο πατέρας αμέσως προστάζει τον γιό του να τρέξει σπίτι για να μάθει τι έχει μαγειρέψει η μάνα του για μεσημεριανό. Όταν έφτασε σπίτι και ρώτησε την μάνα του, αυτή τού απήντησε: «θιέρε» (που σημαίνει φακές στα αρβανίτικα). Ο νεαρός τρέχει πίσω στο καφενείο και από την είσοδο αναγγέλει δυνατά στον πατέρα του αυτό που νόμιζε ή θυμόταν ότι είχε ακούσει: «χέρδε μπαμπά, χέρδε» («χέρδε» στα αρβανίτικα είναι οι όρχεις).

Χρησιμοποιείται σαν παραλλαγή τού «άνθρακες ο θησαυρός».

- Τι έγινε ρε μεγάλε, την πήρες την δουλειά που τόσο περίμενες;
- Αρχίδια πατέρα!

(από Μαστουρωμένος Αρχιμανδρίτης, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσιπτετελικόν επιφώνημα τουρκικής προέλευσης (şinanay). Ακούγεται στο άσμα:

    Σήκω χόρεψε κουκλί μου,
    να σε δω να σε χαρώ
    τσιφτετέλι τούρκικο
    σινανάι γιαβρούμ σινανάι να.

    Άλλοι το εκφέρουν ως «νινανάι», αλλά το ορίτζιναλ είναι το πρώτο.

    Παρόμοια επιφωνήματα: μεγεμελέ, λάι λάι λάι, νάι νάι νάι, νε τσαρέ, ε γκιουλέ ολσούν, για χαμπίμπι, για λελέλι.

  2. Το κουνιστό οριεντάλ τραγούδι ή ο αντίστοιχος χορός.

  3. Το κέφι που προκαλείται από τέτοια τραγούδια ή χορούς.

Άμα αρχίσει το σινανάι, άντε να τους μαζέψεις ύστερα.

Τώρα και στην Κίνα. (από Galadriel, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ενίοτε κομψευόμενος. Δεν τον ενδιαφέρει και τόσο το σεξ, όσο το να διαδίδει ιστορίες για το πόσο αρέσει, κ.τ.ό.

Συνώνυμα: χαλιαμπάλιας, φλιάφλιας.

- Ήρθε πάλι εκείνος ο τιριτόμπας ο Τόλης και μας τα 'πρηξε... Τον γουστάρει, λέει, η Τζίνα... - Ε, τον αρχίφλωρο!

(από Vrastaman, 27/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...

Βλέπε: τσογλάνι

Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από το σκάκι, και δανεισμένος από τα γαλλικά (forcé : επιβεβλημένος/αναγκαστικός). Η κίνηση φορσέ στο σκάκι αφορά τον βασιλιά και τον επερχόμενο αποκεφαλισμό του, και πιο συγκεκριμένα:

α) την αναγκαστική μετακίνηση του σε μία και μοναδική θέση, ή

β) την αναγκαστική κίνηση άλλου πιονιού σε συγκεκριμένη θέση, για την προστασία του βασιλιά.

Ο όρος από το σκάκι πέρασε στον τζόγο αλλά και στην καθημερινότητα. Στον τζόγο αναφέρεται όταν το φύλλο, επειδή είναι καλό, σε βάζει αναγκαστικά σε ένα κόλπο που τελικά στραβώνει. Στην καθημερινότητα, αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι εναλλακτικές περιορίζονται στην εξής μία. Δηλαδή τα πράγματα σε οδηγούν σε μία μόνο διέξοδο, η οποία ως επί το πλείστον είναι και επώδυνη.

Συνώνυμα: αναγκαστικώς, μονόδρομος, επιβεβλημένη -από τις καταστάσεις- κίνηση, (για αγγλομαθείς) there is no plan B!

  1. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
    ... οφείλεται σε κάποιας μορφής «φορσέ» ξεπούλημα. Αυτός ο φαύλος κύκλος ρευστοποιήσεων –λένε- θα μπορούσε να συνεχιστεί. ...

  2. (πολιτικά άρθρα από το διαδίκτυο) ...Η παραμονή στο ΝΑΤΟ είναι φορσέ. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό ήταν και το συμπέρασμα, στο. οποίο κατέληγε ο Αντώνης ο Κακαράς. Διότι δεν έθετε ένα γενικότερο ...

  3. ... Αυτό ήταν μια κίνηση φορσέ. Όχι, όμως, και όσα ακολούθησαν τη νύχτα της ήττας. Έχει ιδιαίτερη σημασία, το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το ...

  4. (από τη ζωή)
    -Πω πω ρε μαλάκα! Μπήκες μέσα σόλο. Τον ήπιες...
    -Τι να κάνω που η καντεμιά πάει σύννεφο. Πάει ο μαλάκας και βγαίνει στα πρώτα! Και ο άλλος ο άσχετος στα κουτουρού τσακάει. Με έβαλε το φύλλο μέσα.... φορσέ!

(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified