Further tags

Ειδικότερα στη νότια Ελλάδα, το επίθετο / ουσιαστικό «μαύρος» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξεως «καημένος». Προφανώς για λόγους ιστορικούς, από την εποχή της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των μαύρων, η λέξη ταυτίστηκε με τον αδικημένο και χτυπημένο από τη μοίρα.

Συχνά χρησιμοποιείται και ειρωνικά, υπό μορφήν «έλα μωρέ καημένε», ήτοι «έλα μου εδώ χάμου ρε μαύρε να τελειώνουμε».

  1. Απόσπασμα από διάλογο ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας

    Κύρ Βασίλη (ο γνωστός Φιδέμπορας), πολιτικά δεν έχουμε συζητήσει, τι ψηφίζεις, Δεξιά;
    - Εγώ είμαι Παπανδρεϊκός ρε μαύρε, από την αρχή, χρόνια τώρα.

  2. - Πατέρα, το παιδί αρρώστησε και δεν έχουμε λεφτά να πάμε στο γιατρό.

    - Α ρε μαύρε τι τραβάς κι εσύ... Πάρε εδώ 200 ευρώ για να πάτε το γιατρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, η συνωμοσιολογία αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο στην πολιτική κουλτούρα αρκετών χωρών, της Ελλάδος μη εξαιρουμένης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η άκρατη συνωμοσιολογία συνοδεύεται και από λυσσαλέο αντισημιτισμό. Το πάντρεμα Εβραίων και Μασόνων, σε έντυπα αλλά και σε ηλεκτρονικά Μέσα, αποτελεί ιδανικό σενάριο για πολλούς επαγγελματίες συνωμοσιολόγους:

  1. Ο Εβραϊσμός και η Μασονία αποτελούν έννοιες άγνωστες στο ευρύ κοινό, κάτι που επιτρέπει την ερμηνεία τους κατά το δοκούν.

  2. Η δραστηριότητά τους είναι λίγο ως πολύ κλειστή, κάτι που ενισχύει την καχυποψία και το φόβο, αναφορικά με το τι επιδιώκουν.

  3. Το γεγονός ότι τα μέλη τους είναι μειοψηφίες εντός πλειοψηφίας, ενισχύει τη διαφοροποίησή - διαφορετικότητά τους.

Χρησιμοποιώντας τον εν λόγω όρο, περιγράφεται το σύνολο των εχθρών, των επικίνδυνων και μυστικοπαθών «Άλλων», που στοχεύουν να υπονομεύσουν και να διαλύσουν θεσμούς οι οποίοι ενέχουν τη θέση Ιερών Αγελάδων: έθνος, κράτος, πατρίδα, θρησκεία.

Οι Εβραιομασόνοι βρίσκονται παντού ανά την υφήλιο, μισούν τους Έλληνες και τον Ελληνισμό και κρύβονται πίσω από τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας μας. Απώτερος στόχος τους είναι ο αφανισμός τους. Αν και η σχέση Εβραϊσμού - Μασονίας δεν αποδεικνύεται έμπρακτα, ούτε και ξεκαθαρίζεται πως αναπτύσσεται, θεωρείται ωστόσο δεδομένη πέραν πάσης αμφιβολίας.

Συχνάκις, ο «Εβραιομασόνος» είναι πλούσιος και ομοφυλόφιλος, δηλ. έχει άλλες δύο μισητές ταυτότητες μειοψηφίας.

  1. Απόσπασμα σχολίου από διαδικτυακό forum:

«Μόνο ο Πανούσης είναι;
Όλοι οι αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες »προοδευτικάριοι« καλλιτέχνες, οι μισοί βουλευτές και οι μισοί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, είναι φυγόστρατοι. Οι ανθέλληνες όλοι αυτοί εβραιομασώνοι σατανιστές, μυημένοι στα σχέδια της Νέας τάξης πραγμάτων, προβάλλουν τα ναρκωτικά ως πρότυπο στην νεολαία, και προωθούν την πλήρη διάλυση του στρατεύματος και υποσκάπτουν την Εθνική συνείδηση των Ελλήνων, μέσω των »αντιρρησιών συνείδησης« και του αναρχοκομμουνισμού.
Εδώ ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπηρέτησε στο Αμερικάνικο Πολεμικό Ναυτικό, γιατί όπως έλεγε, είχε εκδιωχθεί απ' το καθεστώς του Μεταξά, και όταν ξέσπασε ο πόλεμος δεν βρηκε τρόπο να έρθει εδώ να πολεμήσει. Χιλιάδες όμως άλλοι Έλληνες ανά τον πλανήτη βρήκαν τον τρόπο να έρθουν στην πατρίδα. Και μεις τον κάναμε ... πρωθυπουργό!!!
Λοιπόν, ο Πανούσης μας πείραξε...;»

  1. Απόσπασμα από διαδικτυακό blog:

«Τη δεκαετία του '70, πίσω από όλα ήταν η επάρατος Δεξιά και οι Αμερικάνοι. Χωρίς περαιτέρω σχόλιο, πια.
Τη δεκαετία του '80 και τις αρχές αυτής του '90, πίσω από όλα βρίσκονταν οι εβραιομασώνοι και οι σιωνιστές. Θυμάμαι καθαρά την εφημερίδα 'Στόχος' (την αγόραζα κάθε Πέμπτη με τον πατέρα μου για να γελάμε), ακραία έκφραση αυτών των θέσεων που συγκεφαλαίωνε την πεποίθηση ότι οι Εβραίοι, το Ισραήλ και οι Μασώνοι βρίσκονται πίσω από τους εχθρούς του Ελληνισμού. Μια φορά δημοσίευσαν και λίστα με τους εχθρούς της Ελλάδας, με την αιτιολόγηση δίπλα σε κάθε εχθρική χώρα: λ.χ.
Ρουμανία: εγείρει θέμα βλάχικης μειονότητας
Πακιστάν: φίλος και σύμμαχος της Τουρκίας»

Δες και μασόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γκέι.

Ο Λούλης ανήκει στο τρίτο φύλο. Το χαϊδεύει το τριζόνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερβολικά τεμπέλης. Από το ρατσιστικό στερεότυπο ότι οι Μεξικάνοι κάθονται όλη την μέρα και λιάζονται με ένα τεράστιο καπέλο.

Τι κάθεσαι όλη μέρα και τα ξύνεις σαν Μεξικάνος;

(από Galadriel, 03/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοιούτος, αλλά λίγο εκγαλλισμένο. Λέγεται κι έτσι, αλλά είναι αρκετά παλιό.

Είναι τοιουτιέν ο μπούστης!

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται ως «νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να!» Σημαίνει ότι παρόλο που κάποιος είναι κοντός και, ωσεκτουτού, όχι ιδιαίτερα δυνατός και άρα θα έπρεπε να «κάνει την κότα» σε καταστάσεις σύγκρουσης, αυτός δεν «μασάει» και αντιδρά επιθετικά. Το πρώτο μέρος της πρότασης μπορεί ν' αλλάξει κατά την περίσταση. π.χ. «Χαλβάς - χαλβάς, αλλά με...» ή «Μαλάκας - μαλάκας, αλλά με...».

Κοντός πελάτης σε πορτιέρη: - Τι θα γίνει ρε μεγάλε, μια ώρα είμαστε εδώ! Θα μπούμε καμιά φορά;
Πορτιέρης Α: - Γάμησέ μας ρε νάνε βραδυάτικα, που βιάζεσαι κιόλας...
Κοντός πελάτης: (ορμώντας)
- Τι είπες ρε αρχίδι μη σου γαμήσω...
(Αφού τελειώνει το συμβάν)
Άσχετος παρατηρητής σε άσχετο παρατηρητή: - Νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να...

O νάνος, έργο του Braccio di Bartolo. (από Khan, 15/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν ουσιαστικό σημαίνει πουτάνα. Σαν επίθετο, απ' όπου και κατάγεται ετυμολογικά το ουσιαστικό, χαρακτηρίζει κάτι με την ιδιότητα του καθαρού.

Η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, όπου η έφεση των γυναικών προσφύγων στην καθαριότητα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους ιθαγενείς, οι οποίοι όπως φαίνεται ήταν τσακωμένοι με τα σαπούνια.

Τη μοναδική εξαίρεση ως τότε αποτελούσαν οι ντόπιες πουτάνες, που η φύση της εργασίας τους τις υποχρέωνε να πλένουν συχνά τα ρούχα τους, τα σκεπάσματά τους αλλά και τους εαυτούς τους. Έτσι, οι σοφοί ημών πρόγονοι ταύτισαν επαγωγικά την ιδιότητα της καθαρής με την ιδιότητα της πουτάνας.

Μαρίκα: Να χαίρεσαι τη νύφη σου, καλή κοπέλα φαίνεται. Και καθαρή...
Κατίνα: Άσε με Μαρίκα μου, να δω τι θα κάνω με τη παστρικιά που μου κουβάλησε ο γιος μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.

Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός-ρατσιστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους μουσουλμάνους (ή κατά το γραφικότερον μωμαμεθανούς). Η προέλευση είναι το αραβικό όνομα Μαχμούντ, το οποίο στα τουρκικά μεταλλάσσεται σε Μέχμεντ. Λόγω της τουρκοκρατίας επικράτησε η χρήση του όρου από τους Ορθοδόξους Έλληνες για όλους τους μουσουλμάνους, δηλαδή τους Τούρκους. Στο πέρας του χρόνου η λέξη υπέστη αλλαγές, και τελικά από μεχμέντης κατέληξε να προφέρεται μεμέτης. Συχνότατη λέξη σε ρεμπέτικα τραγούδια.

  1. (Απόσπασμα από εθνοπατριωτικό blog στο διαδίκτυο)
    «Είναι τα 12 χρόνια από το θάνατο του Σαδίκ (ήταν ένας αυτός-αμαν αμαν),και ο Ερντογάν με την παρέα του,ετοιμάζουν απόβαση στο μνημόσυνο που θα γίνει στην Κομοτηνή,αρχές Αυγούστου,παρέα με 30 βουλευτές/μεμέτια από το δικό του κόμμα...»

  2. (Απόσπασμα από ρεμπέτικο άσμα του '30)
    «Δυό μεμέτια τα καημένα, μες στο κόλπο ήταν μπλεγμένα»

Μεμέτια προσευχόμενα (από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified