Further tags

Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του πουτάνα, έχει όμως ορισμένες σημασιολογικές αποχρώσεις που δικαιολογούν κττμγ μια ξεχωριστή ανάρτηση.

  1. Ως υποκοριστικό εἰναι πιο γουτσιστικό από το πουτάνα, βγάζει μια τρυφερότητα, μπορούμε να φανταστούμε να το λέει κάποιος λαγνοβοών γαμησιάτικα μπινελίκια, νταξ σεξιστικό και προσβλητικό μπορεί να είναι, αλλά είναι λιγότερο βαριά προσβόλα από το πουτάνα.

  2. Παραπέμπει σε νεαρό ξέκωλο, ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, τσουλάκι, τσιμπουκοϋβρίδιο, δηλαδή σε λολιτοειδές που ξεσηκώνει με την προκλητική του εμφάνιση, νάζια, καμώματα και λοιπή συμπεριφορά.

  3. Επειδή εδώ μας ενδιαφέρει η γλώσσα, να σημειώσω ότι το καίριο είναι ότι συνοδεύεται συχνά από μια Γενική Κτητική. Κάποιος είναι το πουτανάκι κάποιου. Το οποίο σημαίνει μια σχέση απόλυτης υποταγής, διαθεσιμότητας, συχνά εξευτελισμού και διαθεσιμότητας στον εξευτελισμό, μια σχέση πάγια εντέλει που πολλές φορές μάλιστα πανηγυρίζεται από την πλευρά του πουτανακίου ως απόλυτη ερωτική αυτοπροσφορά. Άλλο τώρα ότι συχνά δημιουργούνται διαλεκτικές τύπου Εγελιανής διαλεκτικής κυρίου-δούλου ή διαλεκτικής μπότομ φρομ δε τοπ. Αυτός που έγινες πουτανάκι του είναι συχνά και αυτός που σε έκανε πουτανάκι εν γένει.

  4. Η Γενική Κτητική μπορεί να αφορά και σε τόπο. Παραμοσχάρι το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. Σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και τα οριστικά άρθρα.

  5. Ένα κλικ πιο μεταφορικά μπορεί να σημαίνει άνθρωπο εθελόδουλο που εκχωρεί το αυτεξούσιον, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του για να γλείφει τους ισχυρούς και τα συμφέροντα. Και πάλι έχει σημασία η Γενική Κτητική, ποιανού πουτανάκι έχεις γίνει. Και πάλι μπορεί να πανηγυριστεί ότι "ναι θέλω και γίνομαι το πουτανάκι τους αλλά για τον τάδε σκοπό".

  6. Ταυτοχρόνως δεν παύει να έχει και τις διάφορες υβριστικές σημασίες του πουτάνα, λ.χ. αφερέγγυα, προδότρα, μπιτσάρα σε ένα πιο χαριτωμένο κλικ.

  1. Ευρωπαία μουνάρα πουτανάκι γαμιέται για λευτά με άγνωστο στον δρόμο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. Αγαπητό Cosmopolitan: όλο με καλεί στο σπίτι του για ταινία και όλο με φιστικώνει! Tελικά είμαι σινεφίλ ή πουτανάκι; (Εδώ).

  3. Είχα γίνει το πουτανάκι του πεθερού μου. (Από το flock.gr, στήλη: Απιστίες).

  4. Ο θειος μου Γιαννης με εκανε πουτανακι...... (Από το kseskisteme.blogspot.gr)

  5. Ελένη: “Με γαμούσε ασταμάτητα! Είχα γίνει το πουτανάκι του!” (Από σάη με ερωτικές ιστορίες).

  6. Το αρσενικό πουτανάκι της Αφέντρας Όλγας. (Από το Greekfoot.gr).

  7. To πουτανάκι των Αλβανών. (Aπό το gayworld.gr)

  8. Η Κορίνα Βασιλοπούλου αποκάλεσε «πουτανάκι των δανειστών» έναν δημοσιογράφο του capital.gr. Και ξεσηκώθηκε σάλος. (Εδώ).

  9. Η Ελλάδα είναι το πιο πιστό πουτανάκι της Δύσης. (Εδώ).

  10. Το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. (Τίτλοι ερωτικών ιστοριών αλλού στο ιντερνέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που, είτε ως προς την εμφάνισή της ή ως προς τις διαθέσεις της, εκπέμπει πολύ αγριάδα κιέτσ'. Αγριάδα φετιχιστική, αγριάδα φεμινιστική, αγριάδα ροκ, πάντως κάτι που φέρνει σε ατίθασο και ανεξάρτητο και επιθετικό συγχρόνως.

Το ντύσιμό της δεν είναι απαραίτητα αντροπρεπές. Μπορεί δηλαδή να σκάσει και με μίνι μέχρι την σκωληκοειδίτιδα. Αλλά το στυλάκι θα είναι «εγώ θα σου πω, μωρό, τι θα μου κάνεις, όχι εσύ», στάση που μπορεί να έχει εφαρμογή από το κρεβάτι μέχρι κάθε άλλη δραστηριότητα του καθημερινού βίου, από τον οικείο και τον παρτενέρ μέχρι τον οδηγό της νταλίκας στην εθνική οδό, και που βασίζεται στην άποψη ότι «η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα».

Παρόλο που η ανωτέρω περιγραφή είναι πολλά υποσχόμενη, μια τέτοια γυναίκα δεν είναι πάντα όμορφη.

Συγγενές λήμμα: νταλικέρης.
Αντώνυμο: σεξουλιάρα.

Ρε συ είδα την Χ. στον δρόμο και τρόμαξα να τη γνωρίσω... Από παρθενοπιπίτσα που ήταν, έγινε ένα αγριόμουνο ολκής, απίστευτο!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Τραχειά και κάπως ντεμοντέ σλανγκιά για την ωραία και προκλητική γκόμενα. Την αποκαλούμε έτσι γιατί είναι δεδομένο ότι δεν πέφτει έρωτας εκεί, αλλά πούτσος. Κάτι καλύτερο από το τρύπα πάντως.

Για νέες ηλικίες: μουνάκι.

Συνώνυμα: αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι.

  1. Ο τριμαλάκας, το αρχίδι, ο μουνίκακας, ο πουτανόψυχος -και πάει λέγοντας.

Και τα δύο λέγονται και από γυναίκες.

Αν είναι δυναμό, δεν το είχαμε με τη σημασία αυτή.

  1. - Ωραίο μουνί η Τερέζα.
    - Μη σ' ακούσει μόνο να τη λες έτσι.
    - Μμμμ, σιγά την παρθενοπιπίτσα...

  2. - Και κει που ήμασταν, σκάσανε τρία μουνάκια και δεν είχε πού να καθίσουνε και καθίσανε στο τραπέζι μας και...
    - Και μέσα σε πέντε είχες γαμήσει στις τουαλέτες;
    - Ναι! πού το κατάλαβες; - Αφού σε έχω γεννήσει ρε μαλάκα άντρα!!

  3. - Είσαι και πολύ μουνί ρε φίλε, το ξέρεις;
    - Ποιον είπες μουνί ρε μουνί;

(από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.

α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη και χοντρή γκόμενα.

Πώς είσαι έτσι μωρή φακλάνα γαμώ το κερατό σου;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετούγια ή και μπετούγια λέμε και την εύκολη γυναίκα, την κοινή άμα θέλετε, όπως ακριβώς κοινή είναι και η μπετούγια για να ανοίξεις την πόρτα.

Όχι, αν είσαι μάγκας να ανέβεις από το παραθύρι της της *μπετούγιας* ή να σου ρίξει κάτω τα μαλλιά της να ανέβεις, η [σκορδόπιστη](http://www.slang.gr/definition/5494-skordopisti)!!! Κοινή για όλους μέσα στο σπίτι και στα σπίτια όλου του κόσμου, εύκολη στη χρήση, με ένα τσακ, μπήκες, απλά πράγματα. Σαν το [πατσαβούρα](http://www.slang.gr/lemma/106-patsaboura), ένα εύκαιρο πάνω απ' όλα, πανάκι να μαζεύεις τις βρομιές σου. Αλλά και οι μπετούγιες έχουν αποδειχτεί να έχουν παραπάνω μικρόβια ακόμα κι από τα πληκτρολόγια, που έχουν παραπάνω μικρόβια από τη λεκάνη της τουαλέτας. Ίσα μωρή *μπετούγια*, κατευθείαν παρασύνθημα, ανοίγω και χωρίς τα κλειδιά. Τα πορτοπαράθυρά σου είναι πάντα διάπλατα για μένα. Ξεσκισμένη καριόλα!

Ξεσκισμένη καριόλα: «Έξι μπετούγιες ίνοξ, στο τιμολογιάκι, χονδρική, ε;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Το προκομμένο κορίτσι, αυτό που έχει ιδιότητες που χρειάζονται αν θέλει κανείς να την παντρευτεί για να ανοίξει σπίτι και όχι κωλοχανείο, όπως (λέμε τώρα...) καλοσύνη, αγάπη, σεμνότητα, και λίγο από νοικοκυριό κι είσαι μέσα.

Σαρκαστικά 1: Το κορίτσι με τα ακριβώς ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τα παραπάνω. Πουτανάκι και καριολίτα, βόμβα στα θεμέλια του σπιτιού αυτού που θα γκαβωθεί να την πάρει γιατί κάνει καλά κλαρίνα, μελλοντική αιτία σκοτωμών και ισοβίων καθείρξεων.

Σαρκαστικά 2: Περιπαικτική ατάκα σε άντρα που τον βλέπουμε να κάνει δουλειές του σπιτιού και να τις κάνει καλά, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος...

  1. - Βαγγέλη! Κλείσ' το αυτό το ρημάδι το ίντερνετ, το σλάντζηρ και τα χαζά και έλα να δεις την Φωφώ που σε περιμένει η κοπέλα στο σαλόνι για καφέ!
    - Καλά ρε μάνα, καλά.
    - [Πιο χαμηλόφωνα και επιτακτικά] Έλα βρε, που βρέθηκε κορίτσι για σπίτι να σε πάρει, να σου μαγειρεύει και να σε πλένει και κάνεις και τον δύσκολο!
    - Έρχομαι asap μάνα.
    - Έλεος Χριστέ μου...

  2. - Και ποια παίρνει ο Βαγγέλης;
    - Την Φωφώ, προκομμένη κοπέλα και καλή μαγείρισσα έτσι;
    - Την Φωφώ; Τώρα μάλιστα... Κορίτσι για σπίτι... Μ' αυτήν έχω βγάλει κάτι γούστα... Μόνο πίπες γύρο ξέρει να φτιάχνει, άκου με που σε λέω...

  3. - Κολλητέ έχεις τίποτα από φαΐ ή να παραγγείλουμε κάνα γυρόνι;
    - Μισό, δικέ μου, τελειώνω τη φασίνα και βγάζω το φρικασέ από το φούρνο. Σπέσιαλ είναι, θα σε φτιάξω καλά τώρα.
    - Έτσι πως σε βλέπω αγόρι μου... Φτου σου! Κορίτσι για σπίτι είσαι!
    - Άι γαμήσου ρε! Και κόψε καμιά σαλάτα!
    - Έεετς!

Του Quino (από patsis, 21/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει κυρίως άτομα θηλυκού γένους με μειωμένες νοητικές ικανότητες και χαμηλό δείκτη iq... Συνήθως πατώνουν στα μαθηματικά (και γενικότερα στις θετικές επιστήμες) αφού το 1+1 το θεωρούν άλυτο μυστήριο... ενώ κατά έναν περίεργο λόγο διαπρέπουν στα θεωρητικά μαθήματα... Περισσότερες πληροφορίες στα φροντιστήρια «ΠΑΝΝΙΚΟΣ».

Χρησιμοποιείται ακόμα για γυναίκες που είναι απλά χαζές και είναι μουνιά.

Χαζή + μουνί (θηλ.) = χαζομούνα

καθηγητής: Γινόμενο 2 αγνώστων χ και ψ ίσον με -12. Τι συμπεραίνουμε από αυτό, χαζομούνα μου;
χαζομούνα: Ή το χ = -12 ή το ψ = -12...

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified