Further tags

Οι όρχεις στην καθομιλουμένη. Η λέξη πιθανώς να ανακαλύφθηκε από αναγνώστη γνωστού περιοδικού στη στήλη «Γράμματά Σας».

Γενικότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απροσδιόριστος χαρακτηρισμός για μη-ακλόνητα στερεωμένα μικρά αντικείμενα που μπορούν να ταλαντεύονται.

Έχω ένα μικρό πρόβλημα με τον σκύλο μου και είμαι σε βαθιά απόγνωση. Kάθε φορά που κάνω έρωτα με τον φίλο μου (είμαι gay), o σκύλος μας (Aγ. Bερνάρδου) έρχεται και του γλείφει τα... καλαμπαλίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική στάση στην οποία ο άντρας (ή η γυναίκα με στραπ ον) βλέπει πλάτη.

— Τελικά ρε παιδιά, στο πισωκολλητό τι γαμάμε; Μουνί ή κώλο;
— Ιδού η απορία...

(από ironick, 13/09/11)

Βλ. και σκυλίσιο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.

Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.

Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μουνί της λάσπης.

Πού πας ντυμένος έτσι ρε μουνί της λάσπης; Ουστ!

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστός της γυναίκας που είναι στητός και με σφαιρικό σχήμα.

- Πωπω είδες τι απίστευτα βυζόμπαλα έχει αυτή;
- Άραξε ρε, φο-βυζού είναι!

Δώσε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 07/03/09)Άλλη μία από wonderbra, πιο ευνόητη γιατί μέχρι να καταλάβω το διπλανό σκάλωσα άσχημα. (από patsis, 08/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.

Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.

Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!

(από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι (μεταφορικά).

Από το φιστίκωμα (εκ του αγγλικού: fist fucking).

-Φάγαμε έξι γκολ. Πω-πω! Τι φυστίκι ήταν αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι (μεταφορικά). Εκ του αγγλικού fist fucking.

Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο. Τι φυστίκωμα ήταν αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified