Further tags

Μαύρη πρόβλεψη, που προέρχεται από το γνωστό «θα πεις το ψωμί ψωμάκι», δηλαδή θα πεινάσεις. Αντίστοιχη έκφραση, «θα δεις το μουνί με το κυάλι» ή «με το μακαρόνι το νούμερο 6» (δηλ. μετά κόπου και από απόσταση).

Ομοίως, η έκφραση αναφέρεται σε επικείμενη πείνα (σεξουαλική) του δέκτου, της οποίας η διάρκεια παραμένει ακαθόριστη και οφείλεται σωρευτικώς ή διαζευκτικώς είτε σε εγκατάλειψή του από τη γκόμενα (ή το αντίστροφο) είτε σε ακαταδεξία του να πάρει κάνα μπάζο, να ξεχαρμανιάσει. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να οφείλεται και σε γεγονότα εξωτερικά της θελήσεώς του ή του γυναικείου φύλου (π.χ. μάντρωμα σε φυλακή, γκαζάδικο, βασική εκπαίδευση κλπ).

Οπότε καλείται ο προς ών η έκφραση, να κάνει τα κουμάντα του (δηλ. ταχεία εξεύρεσις συντρόφου, ειδάλλως μια είναι η εναλλακτική-βλ. τραγουδάκι Λ. Κηλαηδόνη):

[i]«Υπάρχει και κάτι, που δίχως δραχμή
Μπορεί και σε φτιάχνει την ίδια στιγμή
Υπάρχει και κάτι που ήταν ήδη γνωστό
Προτού το τρομπόνι το πούνε πνευστό
Μην πεις ότι δεν ξέρεις για ποιο σου μιλώ
Και σ' όλους να ξέρεις, κάνει καλό!»[/i]

Εξ άλλου, το Υπουργείον Υγείας συνιστά και επισήμως σε ενημερωτικά φυλλάδια προς αποφυγήν της εξαπλώσεως σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων –μεταξύ άλλων– την «αποχήν» (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό).

Εκτός πια κι αν τη γυρίσει τη φυλλάδα, (οπότε πάμε σε άλλο κεφάλαιο)...

Σχετικά με το αναγκαίο δίπολο ψωμί-μουνί, έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης. Στο πρώτο χρωστάμε το ζην, στο δεύτερο το ευ ζην (κι ας λέει άλλα ο Κοτζάμ-Αλέκος).
Αρκεί να σημειωθεί οτι ο Διογένης ο Κυνικός μαλακιζόμενος δημοσία στην Αγορά υπό τα όμματα (και τα σκώμματα) των συμπολιτών του, έριξε ατάκα που έσβησε με μια διπλοκαμπανιά το Μαρξ και το Φρόυντ πριν ακόμα γεννηθούν: «Μακάρι να μπορούσαμε να τρίβαμε και την κοιλιά μας έτσι και να ψευτοχορταίναμε»...

Άλλωστε ο σοφός ιταλικός λαός δεν ξεχωρίζει τις δυο (βασικότατες) ανάγκες, θυμοσοφώντας με καημό: Si lavora-si fatica, per la panza e per la fica (=πρέπει να το πολεμήσεις, για να φας και να γαμήσεις)! Λένε επίσης για το κέντρο της δημιουργίας: Cinque minuti per uscirci – una vita intera per rientrarci (=πέντε λεπτά να βγεις – μια ολόκληρη ζωή να παλεύεις να ξαναμπείς)...

Αντίδοτο, εκ μέρους του εκ πεποιθήσεως ή εκ περιστάσεως σολοντάπη (=μαλακία στα βαθιά ελληνικά), η χιουμοριστική φράση: «Εγώ την γυναίκα των ονείρων μου, την έχω στο χέρι». Αν σκαμπάζει κι από οικονομικούς όρους, ο συμπαθής μαλάκας μας, σε περίπτωση σεμνής υποδείξεως από φίλο του να κάνει τα στραβά μάτια και να πηδήξει κάνα ευκολάκι να ξεθολώσει, μπορεί να ισχυρισθεί ευθαρσώς, ως άλλος Βαρβαρέσσος: «Δεδομένης της κρίσεως, από την υποτίμησιν (των κριτηρίων) προτιμώ τον εσωτερικόν δανεισμόν!» που συνοδεύεται από ταυτόχρονη σχετική χειρονομία ανεβοκατεβάσματος της κλειστής γροθιάς του.

Βέβαια, υφίσταται και αντεπιχείρημα, αφού κάτι λέει ο John Meynard Keynes περί «σκληρού νομίσματος», «διολισθήσεως» και άλλα τέτοια, αλλά άμα ο άλλος δεν ακούει...

Εις την ανεκτικήν κοινωνία μας, υπάρχει χώρος και για τον ιδεολήπτη μαλάκα, αφού κι ο «όλα τα σφάζω» (αγγλ. fuck anything with a pulse), μπορεί να καταστεί καταγέλαστος λόγω των επιλογών του.

Παρ' όλα αυτά, οι Εγκλέζοι λεν «once a malakas always a malakas», το οποίο μονιμοποιείται κατ' επετηρίδα σε «a malakas at 40 is a malakas for ever»!

  1. — Τί έγινε με τη Τζένη ρε, πλακωθήκατε έμαθα;
    — Άστηνε να φύγει, τη μαλάκω...
    — Κρίμα κι ήταν ωραίο μωρό... Και πώς θα τη βγάλεις τώρα ρε συ; Με σουηδική γυμναστική;
    — Ναι ρε, να δώ και τον κόπο μου!
    — Να σου γνωρίσω την Καιτούλα; Μια χαρά κοπέλα...
    — Ποιά ρε; Εκείνο το πατζούρι; Να μένει το βύσσινο!
    — Ρε θα πείς το μουνί μουνάκι ρεεεεε!
    — Ας το πώ!
    — Ε, τί να σου πώ; Κάτσε βγάλε ρόζους τότε...

  2. (Μεταγωγών):
    — Γιατί τόσο μινόρε, αν επιτρέπεται;
    — Μου ρίξανε του Χριστού τα χρόνια οι πούστηδες!
    — Τί έκανες ρε φίλε;
    — Αδίκημα...
    — Θα κάνεις έφεση, νταγιάντα!
    — Εφετείο ήτανε! Άσε, θα πώ το μουνί μουνάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα της οποίας η μουνοσχισμή ξεκινά κάπως πιο ψηλά από το συνηθισμένο και δίνει την εντύπωση ότι και το μοϋνί της είναι κει πάνω. Πιθανόν και να είναι και έτσι, δηλαδή ανατομικά να το έχει κάπως πιο μπροστά. Σε αυτό θα μας απαντήσουν οι έμπειροι του σάιτ.

Επίσης είναι η γυναίκα που προτάσσει το μουνί της σαν όπλο για να προχωρήσει στη ζωή. Εναλλακτικά, μπροστομούνα = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πουτάνα.

  1. - Ρε παιδιά, να σας πω κάτι που δεν θα έπρεπε... Καλό γκομενάκι η Στέλλα, αλλά πολύ μπροστομούνα, το ψάχνω και δεν το βρίσκω...
    - Χέσε ρε μαλάκα, ιδέα σου είναι...

  2. - Είδες η κόρη της κυρίας Αντωνίας; Μια χαρά στο δημοτικό συμβούλιο είναι τώρα. Αυτά να βλέπεις...
    - Άσε με ρε μάνα με τη μπροστομούνα τώρα...

(από Vrastaman, 02/12/09)Για το λόγου το αληθές… (από panos1962, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημο ανώμαλο χούι ελαφρώς διεστραμμένων των πενήνταζ, εξήνταζ και εβδομήνταζ. Είναι η πρακτική κατά την οποία επωφελείται κάποιος από την πολυκοσμία και «κολλάει» σε πισινά γυναικεία, ανδρικά ή εφηβικά, με σκοπό τον επιτόπιο αυνανισμό, ή ακόμη και ετεροχρονισμένο, εφόσον οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Συνήθης τόπος άσκησης του «κολλητηρίου» ήταν τα λεωφορεία, αλλά οι μάστορες του είδους το εξασκούσαν στα πιο απίθανα μέρη (ουρά στο ΙΚΑ, αίθουσες δικαστηρίων κλπ). Απ' όσο ακούω, το φαινόμενο απαντάται, σπανιότερα πάντως, και στις μέρες μας.

  1. Φύγε βρε ανώμαλε μη σου σκάσω καμιά τσαντιά! Πρωί πρωί, πού τη βρίσκεις την όρεξη για κολλητήρι;

  2. - Άσε ρε Λίτσα, μπήκα στο λεωφορείο και μου 'κανε κάποιος κολλητήρι, αλλά είχε τόσο κόσμο που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
    - Βρε μπας και σ' άρεσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση των ορισμών για τη λέξη «τούφα», προσθέτω χωριστά την σημασία «μουνί», καθότι έχει αναφερθεί μόνο σε σχόλια άλλων ορισμών για τη λέξη.

Χρησιμοποιώ τον ορισμό του Αίαντα:

Τὸ «μουνὶ» σχετίζεται ἀπόλυτα καὶ διαχρονικὰ μὲ τὴν ἔννοια «τοῦφα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα ἐτυμολογία του (μουνί (σγχρ.) < μνίον (μεσ.) < μνοῦς (ἀττ.) < χνοῦς (ἀττ.) < ....), ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι νὰ εἶναι natutel, μὲ τὴ φοῦντα του. Σὲ τριχοφοβικὲς μουνοκαταστάσεις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ βροῦμε ἄλλες λέξεις, πχ βερύκοκο (Ἐμπειρῖκος). Σὲ ἐνδιάμεσες καταστάσεις ὅμως, πχ Brasilian κλπ, θὰ δοκιμασθῇ πράγματι ἡ λεξιπλαστική μας ἱκανότης. Ἐμπρός, σλάγκαρχοι! Ἰδοῦ πεδίον δόξης λαμπρόν.

Επιπροσθέτως έχω να δηλώσω ότι, προφ, λέγεται «τούφα» καθότι είναι τούφα, είναι δηλαδή μια πυκνή συστάδα από τρίχες, η οποία ξεπροβάλλει στα καλά καθούμενα μες τη μέση ενός άτριχου μέρους του σώματος. Γι' αυτό και το λέμε για την γυναικεία και όχι για την αντρική αντίστοιχη περιοχή: ο άντρας έχει παντού εκεί τριγύρω τρίχα, άρα η έντονη τριχοφυΐα της περιοχής εμφανίζεται με fade in και όχι απότομα, δεν είναι τούφα δηλαδή.

Παραδόξως δεν το λέμε για τις τρίχες της μασχάλης.

Κάτι αντίστοιχο είναι το γαλλικό gazon. Το οποίο για όλα φταίει, παλιά ιστορία.

- Μη μου το ξαναπείς τούφα, χωρίσαμε!

η γνωστότερη τούφα έβερ (από ironick, 20/12/09)(από rigo21, 21/12/09)Όλα τα στυλάκια, διαλjέχτε. (από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται ἴσως διὰ τὸ γνωστότερον καὶ παλαιότερον κράξιμον, εἰδικῶς διὰ κιναίδους, τὸ ὁποῖο δὲν ἀκούεται πλέον, μιᾶς καὶ τὰ πράγματα ἤλλαξαν πρὸς τὸ πουστότερον. Ἡ κανονικὴ ἐκφορά του εἶναι ἀρχικῶς μακρόσυρτος, μὲ αὔξουσαν ἔντασιν καὶ ὄξυνσιν τῆς ποιότητος τῆς πρώτης συλλαβῆς, παρὰ τὴν περισπωμένην, ἥτις ἐδῶ τυπικῶς μόνον τίθεται: «Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!». Συναφὴς καὶ ἡ ὀλιγότερον εὔχρηστος ἐκφώνησις: «Τσαπέέέέλες!!!!!». Παραλλαγὴ εἰς τύπον μιλητοῦ κραξίματος μεγαλοφώνως, διὰ κάρφωμα: «Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή! »

Παρά τὰς μακροχρονίους ἐρεύνας μου, ὁ τρόπος συσχετίσεως τοῦ σύκου καὶ τῆς συκέας μὲ τὸν κίναιδον παραμένει ἄδηλος. Συμφώνως πρὸς ἐξεζητημένην τινα ἐκδοχήν, τὴν ὁποίαν θέτω εἰς τὴν κρίσιν τοῦ σλαγκεπωνύμου πληρώματος ἐλλείψει ἄλλης καλλιτέρας, τὸ ὥριμον καὶ μελίρρυτον σῦκον, τοῦ ὁποίου ὁ ἰξώδης χυμὸς προβάλλει αἰδημόνως ἀπὸ τὴν μικρὰν ὀπὴν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ καρποῦ, παρομοιάζεται μὲ τὸν κίναιδον, τοῦ ὁποίου ἔχει κατέβει ἡ γλύκα πίσω εἰς τὴν ροδέλαν καὶ ὑπερχειλίζει. Ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ «Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω (καὶ διεγείρω τὰ πάθη καὶ τοὺς (ὁμο)φόβους τοῦ ὁμοφύλου πλήθους)». Μόνον αἱ κρυφαὶ δὲν ἔτεινον εὐήκοον οὖς εἰς τὰ κραξίματα, συνεσταλμέναι γάρ, ἐνίοτε δὲ καὶ βιρτζινόλουμπαι, ἄλλαι δὲ ἔτι ἐντὸς τοῦ φοριαμοῦ διατελοῦσαι (ἑλληνιστὶ in the closet). Εἴς τινας βεβαίως περιπτώσεις, ἐμπνευσμένον τι κράξιμον εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ὤθησε κρυφάς τινας νὰ ἐξέλθωσι τοῦ ἀσφυκτικοῦ καὶ πνιγηροῦ φοριαμοῦ των καὶ νὰ εἰσέλθωσι εἰς τὸ ταράφιον, καθιστάμεναι βαθμηδὸν γκρὰν ταραφόλουμπαι.

Τὸ κράξιμον βεβαίως ἠδύνατο νὰ λάβῃ πολλὰς ἄλλας μορφάς, ἄλλας κλιμακηδὸν καὶ ἄλλας ἐξ ἀρχῆς ὑψηλῆς ἐντάσεως. Μία ἀρκούντως συνήθης κλιμάκωσις ἐπήρχετο κυρίως μετὰ τὴν ἀπάντησιν τοῦ κιναίδου διὰ σκώματός τινος ποικίλης δηκτικότητος, ἐνίοτε δὲ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς. Ἡ ἀπάντησις συνωδεύετο ὑπὸ ἐπιτάσεως τῶν κουνημάτων καὶ τοῦ φιλαρέσκου ἀκκισμοῦ, πρὸς ἄφατον τέρψιν τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκραζε:
«Σκωτῶστε την μὲ λουκουμόσκονη» ἢ «Πνίχτε την μὲ...» ἢ «Πνίχτε την στὴ....». Μέχρις ἐκεῖ τὰ πράγματα ἔβαιναν ὁμαλῶς καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν τὸ μερίδιόν των ἐκ τοῦ συμβάματος (ἑλληνιστὶ happening).

Ἄλλο κράξιμον, ἰδιαιτέρως ἀξιομνημόνευτον, ἤρχιζε σταθερῶς μὲ τὸ «Ἀλάργα μωρὴ ....» καὶ προσετίθεντο κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ τὴν περίστασιν τὰ «σκατόπουστα», «καραλούμπω», «λουμπινίστρα» (< λουμπίνα + κουνίστρα), «ξεκωλιάρα πριγήπισσα» καὶ ἄλλαι παρόμοιαι κακοήθειαι. Εἰς περίπτωσιν δὲ προκλητικῆς ἀπαντήσεως, ὑπερβαινούσης τὰ ἐσκαμμένα καὶ δηλούσης διάθεσιν ἀντιπαραθέσεως πρὸς τὸ κοινόν, ἐνίοτε, ἐλλείψει προχείρου λουκουμοκόνεως, ἤρχιζεν ὁ ἐσφενδονισμὸς ὀπωροκηπευτικῶν καὶ δή ὑπερωρίμων ἢ ἤδη σεσηπότων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κλασσικὴ ἔκφρασις «μᾶς πήρανε μὲ τὰ σάπια». Ἡ παρέμβασις τῆς ρούνας (ἀστυνομίας) κατέληγε συνήθως τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς μᾶλλον αὐθαίρετον σύλληψιν τοῦ κιναίδου διὰ διέγερσιν τοῦ πλήθους, διὰ προσβολὴν δημοσίας αἰδοῦς, ἀλλὰ καὶ διὰ προστασίαν τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὁπότε καὶ ἐτζάζετο εἰς τὸ ρουνάδικο διὰ ρεβύ [< (γαλ.) revue = ἐπιθεώρησις, ἐξακρίβωσις στοιχείων εἰς τὸ τμήμα). Ὑπῆρξε βεβαίως καὶ μία ἀρκούντως μαύρη ἐποχή (1959-1983), κατὰ τὴν ὁποίαν ἴσχυσε ὁ περιβόητος νόμος 4000, περὶ τεντυμποϊσμοῦ, ὁπότε ἦτο δυνατὸν νὰ συλληφθοῦν καὶ οἱ λόγῳ καὶ κυρίως ἔργῳ κράζοντες.

  1. Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!

  2. Τσαπέέέέλες!!!!!

  3. Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή!

προφάνουσλυ (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ γνωστή φράση σε όλους μας, η οποία θεωρείται κοινότοπη και απλοϊκή. Λίγοι γνωρίζουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον παρελθόν της και τον θησαυρό που κρύβει η οντότητά της.

Η φράση έχει προέλθει από την εφαρμογή του πρωκτικού σεξ. Όταν, μετά το πέρας της πράξης, το αντρικό μόριο έβγαινε καθαρό από την πίσω οπή (χωρίς υπολείμματα δηλαδή), τότε η πράξη θεωρούταν ότι δεν είχε παράπλευρες απώλειες.

Έτσι η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, τόσο, που στις μέρες μας αγνοείται η αρχική της προέλευση.

Ποιος να το περίμενε ε;

  1. Μπορεί να έκανα βλακεία, αλλά τουλάχιστον την έβγαλα καθαρή.

  2. Έτσι όπως οδηγάς, άγιο θα έχουμε αν τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.

(από patsis, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφορμή (συν το όλο σκηνικό που στήνεται) για μια ερωτικοσεξουαλική φαντασίωση που εξυπηρετεί τον αυνανισμό.

Το θεματάκι μπορεί είναι οτιδήποτε, αν είσαι σε φάση. Πχ. μια κίνηση, ένας χώρος, μια κουβέντα, μια περιγραφή. Το επόμενο βήμα είναι η σκηνοθεσία: τι θα ήθελες να γίνει και με ποιον / ποια, πώς και πού. Αν δεν κολλήσει το πράμα (συμβαίνει), τότε τύφλα να 'χει το γαμήσι.

- Καλά ε, είδες τι σπίτι έχουν οι γονείς του Τ.;
- Ποιο, αυτή τη παλιατζούρα με την ξύλινη εσωτερική σκάλα που σου γαμιέται η ανάσα να την ανέβεις;
- Ίσα ρε μιζερομίζερε, γαμώ τα θεματάκια είναι η σκάλα φίλε μου! Φαντάζεσαι το Λίλιαν να κάθεται στα σκαλοπάτια και...
- Σκάσε μαλάκα θα μας σηκωθεί και θα γίνουμε ρομπίδια!

Got a better definition? Add it!

Published

Ceci n'est pas καλιαρντά, αλλά ένα από τα πολλά ονόματα του μπαργαλάτσου, δηλ. του πέους, ιδίως σε σχέση με την πρακτική του στοματικού σεξ. Λέγεται και η φλογέρα χωρίς τρύπες ή, αντιστρόφως, η φλογέρα με τις οκτώ τρύπες, όπου η όγδοη είναι το αιδοίο της ερωμένης ή ο κώλος του/της ερωμένου/ης. Η φλογέρα παραπέμπει περισσότερο σε βουκωλικό πηδύλλιο βγαλμένο απ' την αγνή ελληνική ύπαιθρο. Ποιητικός υπερθετικός: Η φλογέρα του βασιλιά. Γι΄ αυτό, αν δείτε ούφο με σκούφο, καλύτερα να είστε προσεκτικοί...

Πέθανε ο γάιδαρος σου και ήτανε προς όφελός σου. Το μαλλί θα κάνεις γούνα και τα αρχίδια του κουδούνια και την πούτσα του φλογέρα, να την παίζεις όλη μέρα.

(Το ξέρω είναι σαχλό, αλλά αυτό έβγαζε το γούγλε στις τρεις πρώτες σελίδες)

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified