Η κλανιά στα μάγκικα. Κουτσαβάκια του μεσοπολέμου λόγω πείνας μπεκρούλιαζαν τρώγοντας αεριούχα.
Μήτσο, αδερφάκι μου, με το μπαρδόν - σ' έχω φλομώσει στις μπορδές αλλά με φασολάδα για μεζέ μου ξηγιέται μπαλαούρο η εντεριά μου, ναούμ'.
Η κλανιά στα μάγκικα. Κουτσαβάκια του μεσοπολέμου λόγω πείνας μπεκρούλιαζαν τρώγοντας αεριούχα.
Μήτσο, αδερφάκι μου, με το μπαρδόν - σ' έχω φλομώσει στις μπορδές αλλά με φασολάδα για μεζέ μου ξηγιέται μπαλαούρο η εντεριά μου, ναούμ'.
Got a better definition? Add it!
Λήμμα που δεν θα μείνει στην ιστορία, αλλά έτσι, για να βγάλω τ' άχτι μου με την τζονβλάκειο απαγόρευση των υποκοριστικών, ε κι επειδή έχω πολύ καιρό να σκατολογήσω παρά της παροτρύνσεις του τζιζ (χρωστάω, το ξέρω), έχω να σας καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο όμως έχει 2 σημασίες.
Συναντάται επίσης κατά κόρον στην έκφραση «φάε/πάρε μια σκατούλα», δηλ. πάρε τ' αρχίδια μου, «να φας σκατά» κλπ.
Κάτι πολύ μικρό, σχεδόν ανάξιο λόγου.
Συνώνυμο της απαυτούλας.
Γουτσισμός για ένα αγαπημένο πρόσωπο θηλυκού γένους, ή για κατοικίδιο κλπ.
Είχε «ξεγελαστεί» το μηχάνημα και αυτό που πήρε σαν όγκο ήταν μια – όπως λέγεται – σκληρή μάζα», ή αλλιώς «ghost tumor» (όγκος – φάντασμα) ή «κοπρόλιθος» ή – με άλλα λόγια – πετρωμένη σκατούλα!!!
Εγω το σκαφάκι μου (5 μετρα ειναι, μια σκατουλα) το εχω δηλωμενο σαν μονιμο τοπο κατοικιας.
(Η μάνα στον γιο για τη γκόμενά του)
- Μ' αυτή την σκατούλα που μας κουβάλησες δεν θα τα πάμε καθόλου καλά...
Και τότε ήταν που με πήρε χαμπάρι. Με κατάλαβε η σκατούλα ότι τη βγάζω φωτογραφίες και με κοίταξε.
Όλα, πλην του 3, από το νέτι.
Got a better definition? Add it!
Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.
Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.
Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.
Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.
- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)
- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)
βλ. και κούφια.
Got a better definition? Add it!
Παλαιάς κοπής ρήμα που εννοεί την πράξη της αφόδευσης δηλαδή την αποβολή των περιττωμάτων από τον πρωκτό κατά τη διαδικασία της πέψης.
Με λίγα λόγια είναι το χέσιμο στην γιαγιαδίστικη σλανγκ. Σκοπός του λήμματος είναι να καμουφλάρει τη χυδαιότητα που εκπέμπει το χέσιμο σαν λέξη και σαν έννοια και να του δώσει έναν πιο καθώς πρέπει τόνο.
Το λήμμα προέρχεται προφανώς από την θέση που παίρνει το σώμα όταν κάνουμε τα κακά μας, δηλαδή το χοντρό μας, δηλαδή όταν χέζουμε.
Στις μέρες μας το λήμμα σπανίως χρησιμοποιείτε με σοβαρό ύφος ενώ τις περισσότερες φορές λέγεται χάριν αστεϊσμού.
Η αποτυχία της μακροημέρευσης του λήμματος έγκειται στο ότι η κωδικοποίηση αυτή διαδόθηκε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να ταυτοποιηθεί άμεσα με την ίδια την πράξη χάνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξής της.
Έχω την εντύπωση ότι αντικαταστάθηκε από την γενική έκφραση «πάω στο μέρος», το οποίο σιγά-σιγά μετατράπηκε σε καμπινέ και κατέληξε να λέγεται τουαλέτα (κυρίως μετά την απενοχοποίησή της και την εδραίωση μέσα στα σπίτι μας), έκφραση που δεν φανερώνει την άμεση επιθυμία μας για τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό.
- Χα χα! εξάρες!
- Γκγκχχμμ.
- Τι έχεις βρε Μανώλη; Μια ώρα τώρα σε γλέπω και σφίγγεσαι!
- Κωστή συγνώμη αλλά θα το τελειώσομε μετά το πλακωτό. Πρέπει να πάω να κάτσω.
- Αργείς;
- Κάθομαι!
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά ακούγεται σαν αποτυχημένη κυριλέ προσπάθεια να αποφορτιστεί κάπως το πιο τσαχπίνικο «γλειφοκώλι» σαν προκαταρτικό σεξουαλικών πρακτικών -ντεμέκ ταμπού- μεταξύ ατόμων κάθε φύλου.
Η προτρεπτική έκφραση «να μου φιλήσεις τον κώλο» όταν δεν κυριολεκτεί, δεν σεμνοτυφεί και δεν περιαυτολογεί αυτάρεσκα, εκφέρεται απαξιωτικά κι αρχιδάτα και σημαίνει ό,τι και τα: «σ’ έχω κλασμένο κανονικά», «σ’ έχω γραμμένο (στ’ αρχίδια μου)», «έλα να μου τα κλάσεις» κι όλα τα σχετικά, με επιπλέον προσόν πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαλαρά κι από τα δύο φύλα.
Παίζει σαν μετάφραση της ριμοφόρου αμερικλανιάς «kiss my ass» αλλά ετυμολογικά επιφυλάσσομαι.
Σε φάση παρκαρίσματος το «του φίλησα τον κώλο» έχει καλυφθεί από τους Dirty Talking (μέσω Beth) και allivegp με μαέστρο τον Khan.
Όχι όλοι οι αξιωματικοί, δεν τους βάζω όλους σε ένα τσουβάλι, διότι υπάρχουν και έντιμοι και άνθρωποι με πίστη στον όρκο που έδωσαν. Ομιλώ για αυτούς που φίλησαν τον κώλο των πολιτικών για μια θεσούλα στην ιεραρχία…
Η άποψη ότι το metal είναι ρατσιστικό είναι τόσο ανεδαφική όσο η ίδια άποψη για το Hip Hop. Και ξαναλέω πως αν μια μικρή μειονότητα γκαρίζει «kill black people» (ή «kill whitey»), αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι metal heads (ή οι Hip Hoppers) είναι ρατσιστές. Πάντως, τα περί αντίδρασης κτλ., είναι πλέον άκυρα. Το «cracka» είναι ξερά ρατσιστικό κι όσοι μαύροι επιμένουν να το χρησιμοποιούν λέγοντας ότι δεν είναι αρνητικά φορτισμένη έννοια, ας μου επιτρέψουν να τους λέω «niggaz» ή ας μου φιλήσουν τον κώλο.
(όλα από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άηχη αποβολή εντερικών αερίων από τον πρωκτό.
Ύπουλη κλανιά που χτυπάει αθόρυβα. Εξέρχεται από την κωλοτρυπίδα σαν πνοή και όταν συμβεί σε ομάδα αγνώστων, κανείς μπορεί να υποπτευθεί ακόμα και τον εαυτό του. Αυτού του είδους οι πορδές καίνε. Αν υπήρχε μονάδα μέτρησης, η μπόχα τους θα έφτανε στην υψηλότερη κλίμακα.
Όπως ένα κούφιο δέντρο έχει φλοιό, αλλά δεν έχει κορμό, έτσι και η συγκεκριμένη κλανιά έχει μεν μυρωδιά, αλλά δεν έχει ήχο. Βλέπουμε εδώ την αλληγορία του ανολοκλήρωτου, του ημιτελούς σαν ένδειξη της μη ένδειξης και ολοκληρωτικής απουσίας της οντότητας (!!!).
Την συναντάμε επίσης ως κλούβια (ακριβώς λόγω της ομοιότητας με την μυρωδιά του κλούβιου αυγού), ως τζούφια, ως πούστικη, ως κενή, και ως σπίρτο.
- Τι έπαθες ρε μαλάκα;! γιατί είσαι δακρυσμένος;!
- Λίγο νερό!
- Λίγο νερό ρε παιδιά! ο άνθρωπος έχει χλομιάσει!
- Δεν κατάλαβα ακριβώς τι έγινε... μάλλον κάποιος άφησε στο ασανσέρ μια κούφια...
Got a better definition? Add it!
Χρώμα που παραπέμπει στα σκατά. Σε όποια σκατά, άρα σε διάφορες αποχρώσεις του καφέ, ανάλογα με τι εννοούμε. Συνήθως όμως το λέμε για το κλάσικ σκούρο καφέ ή για το μουσταρδοκοτσιλί χρώμα τής όχι και τόσο υγιούς αφόδευσης.
Καμία σχέση με το σκατέ ολέ που αναφέρεται σε κατάσταση.
Χρώμα οφθαλμών: σκατί.
Το LADA του 1988 χρωματος σκατί ποσο ασφαλιζεται;
Από το ΡΟΖ στο…. Σκατί… (τίτλος άρθρου)
- τα 2 τελευταία από το δίχτυ
Got a better definition? Add it!
Δήλωση μεγάλης απέχθειας προς κάτι που μόλις είδαμε ή ακούσαμε. Λέγεται με προσποιητή έκφραση αηδίας ή ναυτίας. Αρχικά εφηβική έκφραση που μάλλον δεν ακουγόταν πριν τα ογδόνταζ ή τέλη εβδομήνταζ, αλλά λέγεται ακόμα.
Βλ. και μη χέσω και κατσιμηχέσω
Μαθήματα νέου πατριωτισμού (μην ξεράσω!!!!)
Μάλιστα, ο τιμημένος, ευφυής, λαλίστατος, σοσιαληστής και άκρως δημοκράτης Πρωτυπουργός μας, μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο, έδωσε τον ορισμό του νέου πατριωτισμού.
Το άθλιο, κτηνώδες, αιματοβαμμένο, ελληνικό Πάσχα! Το αηδιαστικό, γεμάτο μίσος ελληνικό Πάσχα! Το γεμάτο υποκρισία, θάνατο, φαγοπότι και πόνο ελληνικό Πάσχα! Το πιο αηδιαστικό, το πιο κτηνώδες, Πάσχα! Για τη Δήθεν γιορτή της Αγάπης! (μην ξεράσω) Για τη Δήθεν γιορτή της Ανάστασης του Χριστού! Μην ξεράσω! Όχι δεν είναι Πάσχα! Είναι η μέρα της σφαγής και κτηνωδίας ενάντια στα εκατομμύρια των αθώων!!
από το νέτι αμφότερα
Got a better definition? Add it!
Αυτή η οποία κατουριέται πάνω της ή/και χαρακτηρισμός για την γυναίκα/κοριτσάκι που έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ούρα, κυρίως τα δικά της.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσβολή για κάποια γυναίκα που δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχέση με την καθαριότητα και η μυρωδιά της ή/και του σπιτιού της θυμίζει ούρα. (Παρ.1)
Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαριτωμένη προσφώνηση για κάποιο μικρό κορίτσι που δεν συγκρατεί τα ούρα του. (Παρ.2)
Μεταφορικά, η κατρουλού είναι η φοβητσιάρα. (Παρ.3)
Συζήτηση στην πλατεία του χωριού:
- Φίλε, πέρασα από την αυλή της Πόπης για να κόψω δρόμο και δεν φαντάζεται τι μπόχα έβγαινε... κόντεψα να ξεράσω.
- Σοβαρά;;
- Ναι, σαν δημόσια τουαλέτα ήταν.
- Ε την βρωμιάρα, καλά κάνουν και την φωνάζουν κατρουλού.
- Μια θειά μου έλεγε ότι κατουράει στο κρεβάτι της η σιχαμένη.
Συζήτηση μεταξύ νέων γονέων:
- Αγάπη μου μπορείς να πας μέσα να δεις γιατί κλαίει η μπέμπα;;
- Αμέ, πάω τώρα.
3-4 λεπτά μετά.
- Ε την κατρουλού πάλι πάνω της τα έκανε..
- Την άλλαξες τουλάχιστον;;
- Ασφαλώς.
Συζήτηση από το τηλέφωνο:
- Τελικά θα έρθεις να με πάρεις από τον σταθμό;;
- Τι έγινε, κατρουλού μου, πάλι φοβάσαι;;
- Ξεκόλλα ρε... θα είναι μεσάνυχτα και δεν ψήνομαι να περπατάω μόνη μου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυνανίζομαι μανιωδώς, πολλάκις της ημέρας, απανωτά και κατά κόρον, σε βαθμό ανησυχητικό, ακόμη και για γονείς προοδευτικών αντιλήψεων. Αναφέρεται σε άτομα της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που μπορούν να πετυχαίνουν υψηλά σκορ στο άθλημα.
Κι αν το ίδιο παρακαλάει κάθε βράδυ κάποιος βάζελος για τη δική σου μαμά; Αν αύριο πεθάνει η μάνα σου επειδή ακούστηκαν οι προσευχές κάποιου βάζελου; Ωραία ε; Αγόρι μου έχεις τρελό εγκεφαλικό πρόβλημα… ζωή δεν έχεις; προβλήματα δεν έχεις; οικονομική κρίση δεν έχεις; το μόνο που σε νοιάζει είναι πώς θα γαμήσεις μάνες; Ποιο ζώο σε πότισε με τέτοιο οπαδιλίκι; Μάλλον σε έχει φάει η πολλή μαλακία επειδή δε γαμάς καμιά γκόμενα και μετά θες να γαμήσεις μάνες… το έχεις ματώσει το πετσάκι σου.
Παρόλα αυτά… γιατί μερικοί μισθοφόροι του ΠΟΚ ματώνουν; Γιατί επίσης μερικοί Ελλαδίτες του ΠΟΚ ματώνουν; Βλέπεις π.χ. τον Πάντο… άμπαλος… αλλά τα δίδει όλα 110%... για αυτό και τον χειροκροτεί η εξέδρα ή τον Γεωργέα… ή τον Φον Δημητράκη.
Σε εμάς ποιος ματώνει πέρα από το πετσάκι του από την πολύ χρήση;
(από το νέτι)
Βλέπε και πέτσα, ματώνω, και σχήμα γνωστού αγνώστου για τον τύπο «το ματώνω».
Got a better definition? Add it!