Further tags

Ειδικός τεχνικός εξοπλισμός για την προστασία της ευαίσθητης περιοχής της ανδρικής κωλοτρυπίδας από αναίτιες και απρόκλητες επιθέσεις.

Η παράδοση θέλει την πρώτη ιστορική εμφάνιση του συγκεκριμένου εξοπλισμού στα χρόνια του Μεσαίωνα, εξού και η χρήση του τσίγκου αντί για πιο εξωτικά υλικά τύπου τιτάνιο, κέβλαρ και ανθρακονήματα τα οποία θα παρείχαν την ίδια τουλάχιστον προστασία με μειωμένο βάρος και αυξημένη ακαμψία και ανθεκτικότητα στις μεταβολές θερμοκρασίας. Επίσης, η χρήση του "σώβρακου" έναντι του "σλιπ" ή του "μπόξερ", παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, όπου η μόδα δεν έπαιζε τον καταλυτικό ρόλο που έχει στη σημερινή εποχή.

Η ιδέα της παραπλανητικής κωλοτρυπίδας έχει συναρπάσει το κοινό, αλλά λεπτομέρειες για την ακριβή της θέση και λειτουργία δεν εμφανίζονται στη βιβλιογραφία. Περιγραφές κάνουν λόγο για επώδυνες και άκαρπες επιθέσεις εναντίον παραπλανητικών κωλοτρυπίδων του παρελθόντος και η αξία τους ως τελευταία ασπίδα προστασίας (μετά την εκπόρθηση του τσίγκινου σώβρακου προφανώς) θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι ο εν λόγω εξοπλισμός είναι απαραίτητος σε διάφορα μέρη της πατρίδος μας, τα οποία παρά τη φαινομενική τους χαώδη διαφορά, εγκυμονούν τον ίδιο τύπο κινδύνου για τον ανέμελο και ανυποψίαστο εκδρομέα/επισκέπτη. (βλ. παραδείγματα)

  1. - Τι θα κάνεις το Πάσχα, Αρχέλαε;
    - Εφέτο λέμε να πάμε στη Μύκονο, Βρασίδα μου.
    - Αχ, Αρχέλαε... Να προσέχεις. Πάρε μαζί σου τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες καλού κακού για να μη πάθεις κανένα ρεζιλίκι τώρα στα γεράματα.

  2. - Εσύ τι θα κάνεις τελικά Βρασίδα μου; Θα πάτε πάλι Αιδηψό με την Κούλα;
    - Όχι, θα πάω στο Άγιο Όρος να προσευχηθώ.
    - Και μου 'λεγες εμένα για τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες; Κοίτα μη σ' αρέσει και κλαις για τα χαμένα χρόνια μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδιαφέρουσα ρήση η οποία παραπέμπει είτε σε ιδιαιτέρως μικρή βάρκα, είτε σε εξωπραγματικών διαστάσεων χέσα, διότι πώς άλλως να εξηγηθεί το πρόβλημα πλεύσης του συγκεκριμένου πλεούμενου;

Χρησιμοποιείται αντί άλλων σκατολογικών εκφράσεων του τύπου χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί ή χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι, οι οποίες αλληλοσυμπληρούμενες αντανακλούν πλήρως το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας με σαφείς αναφορές στην τουρκοκρατία, τη γεωργική παραγωγή και τη ναυτοσύνη του περήφανου αυτού λαού.

  1. - Ελπινίκη, μην αργήσεις το βράδυ γιατί θα έρθει ο κύριος προϊστάμενος για φαγητό.
    - Χεστήκαμε κι η βάρκα έγειρε. Σκλάβα έχω καταντήσει εδώ μέσα γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

  2. ...Ναι, τώρα μου 'κανες τα μούτρα κρέας. Χεστήκαμε και η βάρκα έγειρε ρε παπαρόβλαχε που θα μου κάνεις αγωγή. Ρε θα μου κλάσεις μια μάντρα...

Έγειρε γιατί ήταν καταραμένη. (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ειδική καρέκλα-καροτσάκι με μία τρύπα στο κάθισμα, έτσι που να μπορεί κάποιος να αφοδεύει καθήμενος. Κάτω από την τρύπα υπάρχει ειδικό δοχείο συλλογής. Συνήθως χρησιμοποιείται στα νοσοκομεία για αυτούς που δεν μπορούν να πάνε μέχρι την τουαλέτα.

Στο τρόλλεϋ: - Μεγάλε, γιατί κρατάς την κοιλιά σου;
- Άσε, μην παίζεις με τον πόνο μου. Από χθες με πάει κλαστοχέστος.
- Αν είμασταν τώρα στο νοσοκομείο θα είσουνα βασιλιάς στο θρόνο σου...

(από ironick, 20/05/08)(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.

- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβήθηκα πάρα πολύ.

Σου λέω, φρέναρα τελευταία στιγμή. Με τύφλωνε ο ήλιος και δεν είδα την διάβαση. Μου πήγε το σκατό στην κάλτσα μέχρι να καταλάβω ότι δεν χτύπησα κανέναν.

Η χαρακτηριστική έκφραση του "πάει το σκατό στην κάλτσα". (από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παράδοση θέλει τους πλήρεις αερίων να χαίρουν άκρας υγείας! Σκοτεινή παραλλαγή του ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα.

- Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος!
- Τότε, στην υγειά σας αδέλφια (πρρρ...)

(από Vrastaman, 07/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον η ελληνική απάντηση στον ηχοποίητο βαρβαρικό όρο σπλατ και τα παράγωγά του. Το αντίστοιχο ουσιαστικό είναι η μπλάθρα και αναφέρεται σε ουσίες χυλώδεις, παχύρρευστες και αηδιαστικές. Το ρήμα, όπως υποδηλοί και η κατάληξη, σημαίνει καθιστώ κάτι μπλάθρα ή πασαλείβω κάτι με μία ουσία που χαρακτηρίζεται μπλάθρα.

  1. - Άσε ρε που θα πάμε για μπάνιο μεσημεριάτικο. Να πέσει λίγο ο ήλιος μην καούμε.
    - Θα σε μπλαθρώσω εγώ με το αντηλιακό και δε θα μασάς τ' αρχίδια σου.
    - Τσομπ!

  2. - Πώς τον έκανες έτσι τον ταραμά να πούμε, μπλάθρα σκέτη είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.

Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified